Όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα με βάση τους σημερινούς πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς στην Ευρώπη, η στάση της κυβέρνησης Ολάντ είναι ο πιο κρίσιμος –σε ευρωπαϊκό επίπεδο- κρίκος για την επίτευξη των σχεδίων της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για μια ουσιαστική διαπραγμάτευση με στόχο μια άλλη συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές που θα μπορούσε να βάλει τέρμα στην καταστροφική λιτότητα και να ανακουφίσει κάπως τον ελληνικό λαό.
Γι’ αυτό οι επικείμενες συναντήσεις του Υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη με τον Γάλλο ομόλογό του και του Αλέξη Τσίπρα με τον Φρανσουά Ολάντ είναι εξαιρετικής σημασίας.
Είναι γνωστό ότι στη Γαλλία σήμερα, ο Ολάντ δεν χαίρει και της υψηλότερης δημοφιλίας. Η κατάσταση της οικονομίας δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Η αναμενόμενη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ υπολογίζεται σε 0.9% το 2015, έπειτα από μια μικρή αναθεώρηση προς τα πάνω λόγω χαμηλότερου κόστους ενέργειας. Ο ρυθμός του πληθωρισμού αναμένεται στο 0.2% και φαίνεται ότι το φάντασμα του αποπληθωρισμού πλανάται πάνω από την οικονομική ζωή.
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, στις αρχές Ιανουαρίου, κατά την οποία 17 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους θέτουν σοβαρά προβλήματα κοινωνικής ασφάλειας και κοινωνικής συνοχής, τα οποία μακροπρόθεσμα φαίνεται να ενθαρρύνουν την παραπέρα αύξηση της δύναμης του Εθνικού Μετώπου της ΜαρίνΛε Πεν.
Οι προσεχείς προεδρικές εκλογές στη Γαλλία είναι τον Απρίλιο και Μάιο του 2017. Η Λε Πεν προηγείται σταθερά με 29-32% στις δημοσκοπήσεις με δεύτερο μάλλον πιθανό συνυποψήφιο, τον Αλέν Ζιπέ του κεντροδεξιού UMP και τρίτο τον Ολάντ με 21%. Ο αντίπαλος του Ολάντ στο Σοσιαλιστικό κόμμα ο Μάνιουελ Βαλς τα πάει καλύτερα με 23% και μπορεί να κερδίσει εκείνος τελικά το χρίσμα του κόμματος. Η Λε Πεν έχει κάποιες πιθανότητες (δημοσκοπικά κινείται πάνω από 45%) να κερδίσει το β΄ γύρο μόνο εφόσον έχει ως αντίπαλο τον Ολάντ.
Ειδάλλως, με οποιονδήποτε άλλο αντίπαλο, τα ποσοστά της Λε Πεν κυμαίνονται σήμερα γύρω ή κάτω από το 40%. Η επικρατούσα πρόβλεψη είναι ότι οΖιπέ(ή ο Σαρκοζί) του κεντροδεξιού κόμματος (Unionpourunmouvementpopulaire) μάλλον θα κερδίσει τελικά το δεύτερο γύρο. Κανένας όμως δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το τι θα γίνει στις προσεχείς προεδρικές εκλογές και για τις εξελίξεις των επόμενων δύο ετών στο κοινωνικό πεδίο, όταν οι οικονομικές προβλέψεις για τη Γαλλία είναι τόσο δυσοίωνες.
Το γεγονός είναι ότι η Λε Πεν έχει κερδίσει πολύ σημαντικό έδαφος στη γαλλική πολιτική σκηνή και βρίσκεται ένα-δυο βήματα μακριά από την εξουσία, ενώ ο χρόνος να φαίνεται να λειτουργεί υπέρ της.
Αντικειμενικά μιαορατή προσωπική ελπίδα του Ολάντ, ο οποίος επανάκαμψε στο παιχνίδι διεκδίκησης της προεδρίας στις προσεχείς εκλογές, μετά από τις ισλαμικές επιθέσεις, είναι να παίξει το «χαρτί ΣΥΡΙΖΑ», ενάντια στην επιβεβλημένη γερμανική λιτότητα. Εν δυνάμει σύμμαχός του Ολάντ θα μπορούσε να είναι η ιταλική κεντροαριστερή κυβέρνηση του Ματέο Ρέντζι.
Η Ιταλία μπορεί να επωφεληθεί άμεσα από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο κατά πόσο θα επιλυθούν τα δύο μεγάλα θέματα: α) το δημόσιο χρέοςπου ξεπερνά σήμερα το 130% του ΑΕΠ, β) οι ρυθμοί ανάπτυξης του ΑΕΠ πουήταν αρνητικοί για το 2013 και 2014 (-1.9% και -0.4% αντίστοιχα) ενώ η αύξηση του ΑΕΠ προβλέπεται να είναι σχεδόν μηδενική για το 2015 (+0.2%). Οπότε εξ’ ανάγκης ο Ρέντζιθα μπορούσε να στρατευτεί σε μια προσπάθεια αντιστροφής της λιτότητας.
Θα κάνει λοιπόν την κίνηση ο Ολάντ ερχόμενος σε ρήξη με τη Γερμανία;
Η ατολμία του μέχρι σήμερα δείχνει ότι μάλλον δεν θα κάνει μια θεαματική μεταστροφή. Κανένας όμως δεν ξέρει πόσο φιλικός ή εχθρικός για τα ελληνικά συμφέροντα θα είναι ο ρόλος του Ολάντ στις επικείμενες διαπραγματεύσεις. Το πιθανότερο είναι να προσπαθήσει να παίξει το ρόλο του γεφυροποιού, περιμένοντας ίσως και μια αλλαγή στην Ισπανία το Νοέμβρη του 2015 για έναν πιο ενεργό ρόλο.
Αμφιβολίες για το ρόλο του Ολάντ φαίνεται να έχει και η καγκελάριος της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ που προσπάθησε μάλλον να τις λύσει στο ανεπίσημο δείπνο με «μενού την Ελλάδα» που παρέθεσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Μάρτιν Σούλτς στο Στρασβούργο.Το τι ειπώθηκε είναι ακόμα άγνωστο. Εάν τελικά ο Ολάντ δεν πάρει θέσησε κάποιο βαθμό υπέρ της ελληνικής κυβέρνησης, ή πολύ περισσότερο στοιχηθεί ακόμα μια φορά πίσω από τη Μέρκελ, θα χάσει κάθε ελπίδα επανεκλογής.
Το πρόβλημα όμως είναι ευρύτερο και αφορά συνολικά τη γαλλική πολιτική ελίτ, όπως και τις ελίτ της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Ακόμα και εάν νικήσουν την αριστερά στην Ελλάδα και μετά το PODEMOS στην Ισπανία (όπως φαίνεται να είναι σήμερα το σχέδιο της γερμανικής ελίτ), θα έχουν διαλέξει ωςμοναδικό και μεγάλο αντίπαλο τους:την ακροδεξιά – και όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και στη Βρετανία, Ολλανδία, Δανία, Φιλανδία, ακόμα και στην ίδια τη Γερμανία.
Η άνοδος των ακροδεξιών, υπερεθνικιστικών, αντιμεταναστευτικών, ισλαμοφοβικών κινημάτων και κομμάτωνσυνεχίζει να αναπτύσσεται στο έδαφος της λιτότητας, της διάλυσης του κοινωνικού κράτους, της κοινωνικής ανασφάλειας και της περιορισμένης δημοκρατίας. Κοινωνικά κινήματα αλληλεγγύης και αριστερόστροφα κόμματα (πέραν ίσως της συμβιβασμένης με το νεοφιλελευθερισμό σοσιαλδημοκρατίας) θα μπορούσαν να είναι ένα ουσιαστικό αντίβαρο στην άνοδο της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς.
Η ιστορική εμπειρία του μεσοπολέμου είναι διδακτική. Στη δεκαετία του ’20 και του ’30, οι ευρωπαϊκές ελίτ σε πολλές χώρες ανοιχτά ή καλυμμένα βοήθησαν στην ανάπτυξη φασιστικών και ναζιστικών κινημάτων για να αντιμετωπίσουν το εργατικό κίνημα και τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Πίστευαν ότι διάλεγαν φίλους ενώ όπως αποδείχτηκε είχαν διαλέξει έναν ανεξέλεγκτο πολιτικό και κοινωνικό εχθρό.Το πλήρωσαν πολύ ακριβά με το αιματοκύλισμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και την υφαρπαγή της Ανατολικής Ευρώπης από το «σοβιετικό μπλοκ», τον εχθρό που αρχικά φοβούνταν περισσότερο.
Σήμερα το εργατικό κίνημα είναι συγκριτικά αδύναμο και η αλήθεια είναι ότι το όραμα ενός άλλου ριζικά διαφορετικού κοινωνικού καθεστώτος είναι μάλλον θαμμένο κάτω από τα άθλια ερείπια του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού.
Τούτων δοθέντων, οι ευρωπαϊκές οικονομικές και πολιτικές ελίτ αντί να γίνουν πιο συνετές, έχουν γίνει πιο άπληστες και ληστρικές, συνεχίζοντας στο δρόμο της χρηματιστικοποίησης της καπιταλιστικής οικονομίας (καζινο-καπιταλισμός), του νεοφιλελευθερισμού και της λιτότητας. Στη σημερινή ιστορική συγκυρία, το ορατό διακύβευμα δεν είναιη ριζική αλλαγή του κοινωνικού καθεστώτος, αλλά κυρίως το ποιος θα διευθύνει τους πολιτικούς και,σε μεγάλο βαθμό, τους οικονομικούςθεσμούς. Θα μπορούσε ο γηραιός και έμπειρος πολιτικός φιλελευθερισμός στην Ευρώπη να εμπιστευτεί τους θεσμούς αυτούς στα χέρια της Λε Πεν και της ακροδεξιάς;
Το αποτύπωμα της ιστορίας βαραίνει. Όταν αυτό έγινε στο μεσοπόλεμο, οδήγησε σε φασιστικά εθνικιστικά καθεστώτα με τραγικά αποτελέσματα ακόμα και για τις ίδιες τις ελίτ. Ούτε αυτή τη φορά θα μπορούσε κάποιος να εγγυηθεί ότι στην περίπτωση επικράτησης της ακροδεξιάς στη Γαλλία, η Ευρώπη δεν θα έμπαινε σε ένα σκοτεινό και εθνικιστικό τούνελ που θα επέφερε τη διάλυση της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η συμμαχική ελληνική κυβέρνησητου ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η ελπίδα τους, θα μπορούσε όμως να γίνει το πρόσχημά τους. Ξανά, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να είναι το τέλειο εφαλτήριο τόσο του Ολάντ σε προσωπικό επίπεδο όσο και της γαλλικής ελίτ για την χάραξη ενός δρόμου αντιστροφής της αποτυχημένης συνταγής της λιτότητας που έχει επιβάλλει η γερμανική ηγεμονία και έχει βυθίσει την οικονομία της Ευρωζώνης σε αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης με άμεσο κίνδυνο τη διάλυσή της εντός των προσεχών ολίγων ετών.
*O Δημήτρης Αναστασίου είναι επίκουρος καθηγητής στο πανεπιστήμιο SIU του Ιλλινόις.