του Μάκη Γεφυρόπουλου
Αν υπάρχει ένα αγώνισμα που μοιάζει να έχει παραχθεί απευθείας από το φορντικό μοντέλο μαζικής και τυποποιημένης παραγωγής αθλητών υψηλού επιπέδου, αυτό δεν είναι άλλο από το τένις.
Το τένις έχει απωλέσει από καιρό αυτό που ρομαντικά ονομάζουμε «τη χαρά του παιχνιδιού», μιας και οι παίκτες που συμμετέχουν σε αυτό, φέρνουν περισσότερο σε μηχανικά όντα με τέλεια «πλαστική» κινησιολογία, εφοδιασμένα μάλιστα με ατσάλινα νεύρα και με άριστα κατασκευασμένη «ρομποτική» ψυχραιμία.
Αυτοί που πραγματικά ξεχωρίζουν, δεν είναι αυτοί που έχουν το μεγαλύτερο ταλέντο, αφού λίγο πολύ το σήμα κατατεθέν για όλα τα «παρασκευάσματα» του σύγχρονου καταναλωτικού αθλητισμού, δεν είναι τόσο η τεχνική στο καθαυτό σπορ, αλλά η διαχείριση του ανθρώπινου «κακού» παράγοντα. Του συναισθήματος.
Εκείνος που θα κατορθώσει να τιθασεύσει τα επίπεδα του θυμικού του σε ένα φυσιολογικό μέτρο, διοχετεύοντάς το παράλληλα και στο κανάλι του πρωταθλητισμού, θα είναι αυτός που εντέλει θα γευτεί το νέκταρ της επιτυχίας. Της κορυφής δηλαδή, καθώς θα διαφέρει εκτός από τα ποσοτικά, πλέον και σε ποιοτικά χαρακτηριστικά, συγκριτικά πάντα με τους αντιπάλους του.
Η κορυφή στο εν λόγω αγώνισμα, όπως και σε όλα σχεδόν τα ατομικά αθλήματα, είναι εξόχως μοναχική. Η αναπόφευκτη πτώση και η απώλεια των πρωτείων, θα κρύβει πάντα έναν εκκωφαντικό κρότο. Μία θλίψη που για τις πιο συγκροτημένες προσωπικότητες θα ενέχει μία σπαραξικάρδια εσωτερική μελαγχολία, ενώ οι πιο αδούλευτες ή οι «βιομηχανικά ελαττωματικές» ως προς τη διαχείριση του πάθους τους, θα κυνηγούν με θυμό το μπαλάκι των επιτυχιών του ένδοξου παρελθόντος, αέναα, χωρίς ωστόσο να το προφτάσουν ποτέ.
Το τένις είναι το σπορ που εμπεριέχει στιγμές μεγαλείου και ακραίων συναισθημάτων που εκμηδενίζουν τη ψυχοσύνθεση, όχι μόνο του αγωνιζόμενου στα κορτ, αλλά και όσων παρακολουθούν, μες στη σιγαλιά, την ανταλλαγή των αεικίνητων ρουκετών, στο βωμό της νίκης.
Είναι το σπορ της αποξένωσης. Της αλλοτρίωσης. Της καμουφλαρισμένης σε δόξα, εγωτικής παθογένειας.
Σε κάποιους θα αρέσει παραδοσιακά, χωρίς να παρασύρονται από τις επιτυχίες γηγενών πρωταθλητών, ενώ άλλοι θα αποδοκιμάζουν εσαεί την «προκάτ» λογική της αντισφαίρισης.
Σε κάθε περίπτωση είναι από τις ελάχιστες φορές όπου ακόμη και το «ρομπότ» έχει το δικαίωμα να ονειρεύεται και να επευφημείται ως άνθρωπος.