Κώστας Νάκος
Πριν δέκα περίπου χρόνια η οικονομία και η κοινωνία της Ελλάδας έμπαιναν στην μνημονιακή εποχή, στα χρόνια της κρίσης. Κρίση χρέους ονομάστηκε και πρωταρχικός στόχος ήταν η τιθάσευσή του με κάθε τρόπο και κάθε μέσον. Θέλοντας λοιπόν οι δανειστές να βάλουν βαθιά το μαχαίρι, μέχρι το κόκκαλο (του μισθωτού), στη δανειακή σύμβαση τον Μάιο του 2010 όρισαν ρητά ότι «ο δανειολήπτης (η Ελλάδα) παραιτείται από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει, όσον αφορά τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία». Με βάση αυτήν την απόφαση έγινε ο προγραμματισμός για να (ξε)πουληθεί ό,τι μπορεί να πουληθεί. Ένα ευρύ χαρτοφυλάκιο περιουσιακών στοιχείων του Ελληνικού Δημοσίου μεταφέρθηκε στο ΤΑΙΠΕΔ από τη σύσταση του την 1-7-2011.
Οκτώ χρόνια έχουν περάσει από τότε και το Υπερταμείο έκανε πολλές φτηνές πωλήσεις για ακριβά όμως εμπορεύματα. Κατάφερε λοιπόν να εισπράξει ένα σημαντικό ποσόν. Τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις μέχρι το τέλους του 2016 ήταν 3,44 δισ. ευρώ. Αυτά τα ποσά μέχρι το 2015 χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους, όπως όριζε ο νόμος 3986/2011: «Το προϊόν αξιοποίησης χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους της χώρας». Μετά το 2015 το τρίτο μνημόνιο προέβλεπε την ίδρυση νέου Υπερταμείου, όπου τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις θα χρησιμοποιούνταν για το χρέος, για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών και ένα μέρος για επενδύσεις.
Εδώ να υπενθυμίσουμε ότι οι δαπάνες μόνο για τους τόκους προς εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους για το οικονομικό έτος 2016, είχαν διαμορφωθεί στα 6,028 δισ. ευρώ. Άρα, για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, το σύνολο των εσόδων των αποκρατικοποιήσεων 2011-2016 ήταν πολύ λιγότερο από τα έξοδα για τους τόκους χρέους του 2016.
Με τα αυξημένα έσοδα του 2018 (2,3 δισ.), το σύνολο από τις αποκρατικοποιήσεις για την περίοδο 2011-2018 έφτασε περίπου τα 6,8 δισ. Ενώ για το 2919 προβλέπεται 1,53 δισ. ευρώ.
Η εξυπηρέτηση του χρέους όμως έχει και άλλες πηγές. Τα τελευταία χρόνια έχουμε πλεονάσματα και υπερπλεονάσματα από τα οποία το 60% χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέος και το υπόλοιπο 40% αναδιανέμεται. Το 2018 για παράδειγμα το πλεόνασμα που δημιουργήθηκε ήταν 3,162 δισ. ευρώ, από τα οποία τα σχεδόν 2 δισ. (1,9) πήραν τον δρόμο προς τους δανειστές. Αυτή η τεράστια υπερφορολόγηση δεν αποτελεί μια Κεινσιανή πολιτική, δεν πηγαίνει δηλαδή σε επενδύσεις, αλλά στις τσέπες των δανειστών. Έχουν καταφέρει οι Ευρωπαίοι ταχυδακτυλουργοί να εξαφανίσουν το ευρώ από την τσέπη του Έλληνα μισθωτού και να το εμφανίσουν στην τσέπη του δανειστή. Έτσι όμως έπρεπε να γίνει αν θέλουμε να είμαστε φερέγγυοι στις αγορές, μας έλεγαν και μας λένε οι κυβερνώντες, για να δικαιολογήσουν αυτήν την αφαίμαξη.
Είναι ένας τρόπος σκέψης και αυτός, που μπορεί να μην έχει καμία σχέση με την πολιτική οικονομία, που μπορεί να είναι μπακάλικος, που να μην τον πιστεύουν ούτε οι ίδιοι, αλλά που είναι υποχρεωμένοι να τον επικαλούνται για να δικαιολογήσουν τις υπογραφές τους. Σήμερα όμως, δέκα χρόνια μετά και ακολουθώντας αυτήν την πολιτική, έχουμε αποτελέσματα. Μπορεί να άσπρισαν τα μαλλιά μας, αλλά έχουμε αποτελέσματα. Στην οικονομία μπορεί να μην υπάρχει το πείραμα όπως στις φυσικές επιστήμες, υπάρχει όμως η παρατήρηση. Μπορούμε λοιπόν μετά από τόσα χρόνια να παρατηρήσουμε τα αποτελέσματα που είχαν τα προγράμματα των δανειστών.
Το δημόσιο χρέος στα τέλη του 2009, λίγο πριν μπούμε δηλαδή στα μνημόνια, ήταν 301,062 δισ. Αυτό το χρέος ήταν πράγματι δυσβάσταχτο και αποτέλεσε το άλλοθι (μαζί με τα ελλείμματα) για να μπει η χώρα στο δρόμο των μνημονίων. Το χρέος έπρεπε να μειωθεί και για να γίνει αυτό έπρεπε η οικονομία να «προγραμματιστεί» και η «δημοκρατία να μπει σε γύψο». Μόνο έτσι το δημόσιο χρέος θα μπορούσε να γίνει διαχειρίσιμο. Όπερ έδει δείξαι λοιπόν. Τα προγράμματα και η «τεχνοκρατική» διαχείριση των θεσμών εκτίναξαν το χρέος τον Μάρτιο του 2019 στα 357,6 δισ. ευρώ!!! Όπως θα έλεγαν και οι γιαγιάδες μας, τέτοιους νοικοκύρηδες να βάλεις στο σπίτι σου και θα προκόψεις.
Ποιος λοιπόν θα απολογηθεί για το ότι δέκα περίπου χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο η χώρα έχει ακόμη μεγαλύτερο χρέος και ότι την οικονομία της από σούπερ μάρκετ την έχουν μετατρέψει σε ψιλικατζίδικο; Τόση φτώχεια, τόση μετανάστευση, τόση ανεργία για ποιο λόγο; Η κρίση χρέους είναι ακόμη μεγαλύτερη, με μια διαλυμένη όμως τώρα οικονομία και με εξαντλημένη τη μισθωτή κοινωνία. Αν την περίοδο αυτή, που υπάρχουν τόσα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις αλλά και τα μεγάλα πλεονάσματα, το δημόσιο χρέος όχι απλώς δεν έχει μειωθεί αλλά έχει αυξηθεί, γιατί θα γίνει και κυρίως πώς θα γίνει αυτό στο άγνωστο μέλλον; Είναι φανερό ότι όσο και να αυξηθεί το ΑΕΠ, αυτό το δημόσιο χρέος είναι δυσβάστακτο για το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας και καμία διαχείριση δεν μπορεί να το μειώσει. Και αυτό πολύ εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί.
Ζητήθηκε και κατατέθηκε στη βουλή τον Μάρτιο του 2014, από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), η κατάσταση με τους τόκους και τα χρεολύσια του δημόσιου χρέους ως το έτος 2030. Η σχετική λίστα έχει ως εξής (σε δισ. ευρώ):
-Έτος 2013: χρεολύσια 12,890 – τόκοι 5,887
-Έτος 2014: χρεολύσια 24,900 – τόκοι 6,026
-Έτος 2015: χρεολύσια 16,018 – τόκοι 5,878
-Έτος 2016: χρεολύσια 7,075 – τόκοι 6,028
-Έτος 2017: χρεολύσια 7,480 – τόκοι 6,405
-Έτος 2018: χρεολύσια 4,672 – τόκοι 6,590
-Έτος 2019: χρεολύσια 9,949 – τόκοι 6,622
-Έτος 2020: χρεολύσια 7,052 – τόκοι 6,360
-Έτος 2021: χρεολύσια 7,169 – τόκοι 10,956
-Έτος 2022: χρεολύσια 8,873 – τόκοι 24,489
-Έτος 2023: χρεολύσια 11,186 – τόκοι 17,551
-Έτος 2024: χρεολύσια 10,864 – τόκοι 13,641
-Έτος 2025: χρεολύσια 8,795 – τόκοι 9,030
-Έτος 2026: χρεολύσια 8,569 – τόκοι 8,642
-Έτος 2027: χρεολύσια 8,453 – τόκοι 8,215
-Έτος 2028: χρεολύσια 8,060 – τόκοι 7,779
-Έτος 2029: χρεολύσια 7,308 – τόκοι 7,290
-Έτος 2030: χρεολύσια 7,329 – τόκοι 6,853
Για να είχε συγκρατηθεί λοιπόν το χρέος χρειάζονταν να πληρωθούν 6,5 περίπου δισεκατομμύρια ετησίως για τους τόκους και προφανώς συν 2 δισ. ευρώ για να καλυφθεί η κεφαλαιοποίηση των τόκων (τόκοι των τόκων). Με μια απλή σύγκριση των αριθμών μπορεί πολύ εύκολα να διαπιστωθεί ότι η εξόφληση μόνο των τόκων (και όχι των χρεολυσίων) ήταν και είναι αδιανόητη. Και αν προσέξουμε τη λίστα θα διαπιστώσουμε ότι τα δύσκολα τώρα έρχονται. Για να φανεί έτσι ότι η ρεαλπολιτίκ κατά του «λαϊκισμού» των δανειστών, αποτελούσε το ισχυρό επικοινωνιακό τους όπλο κατά του «αφελούς» Έλληνα.
Μπροστά στην απόγνωση υπάρχει σήμερα διάχυτη η αντίληψη του στυλ, προχωράμε και βλέπουμε. Ότι κάτι θα γίνει στο τέλος, δεν μπορεί. Ότι όπως όλοι και εμείς, αφού δεν είμαστε οι μόνοι με δημόσιο χρέος, ανεξάρτητα αν εμείς είμαστε οι πρωταθλητές. Ίσως να είχε αυτό μια λογική αν η χώρα μας ήταν σαν τις άλλες, αν δηλαδή η Ελληνική οικονομία δεν ήταν αλυσοδεμένη από τους δανειστές με κείμενα και υπογραφές. Αυτό που συμβαίνει στην χώρα μας τώρα, αλλά και για τα επόμενα 50 χρόνια, (θα) είναι οδυνηρό για την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας και κυρίως για το επίπεδο διαβίωσης των μισθωτών και των συνταξιούχων. Γιατί:
Οι δανειστές παραβιάζοντας κάθε λογική έχουν απαιτήσει έως το 2070 να ξοφληθεί το χρέος προς το Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), που ανέρχεται στα 252,66 δισ. ευρώ, συν του τόκους, συν την κεφαλαιοποίηση των τόκων. Εύκολα μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος αν οι δανειστές έχουν επίγνωση των αριθμών. Παρά τη φιλότιμη προσπάθειά τους όμως να εμφανιστούν ως ανισσόροποι, μόνο τέτοιοι δεν είναι. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν οι ίδιοι που σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του μεσοπρόθεσμου του 2011, είχαν βάλλει στόχο ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων προκειμένου να εισπραχθούν 50 δισ. ευρώ (!!!) για την περίοδο 2011-2015. Στόχος βέβαια ο οποίος ούτε κατά προσέγγιση δεν πραγματοποιήθηκε, αφού τελικά εισπράχθηκε ένα ποσόν λιγότερο από 10% του αρχικού τους στόχου. Τον ίδιο «ρεαλιστικό» στόχο των 50 δισ. ευρώ έβαλαν οι δανειστές και με την ίδρυση του νέου Υπερταμείου το 2015.
Οι δανειστές πάντα βάζουν στόχους που να μην είναι πραγματοποιήσιμοι. Στην περίπτωσή μας βέβαια είναι και εξωπραγματικοί. Αυτό κάνουν όμως όλοι οι δανειστές, γιατί αλλοίμονο για τους ίδιους αν έβαζαν πραγματοποιήσιμους στόχους. Αυτοί το θήραμά τους το θέλουν διαρκώς στο δόκανο. Ιδιαίτερα για μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου τα πλούσια περιουσιακά της στοιχεία αποτελούν πρόκληση για τους «επενδυτές». Ορισμένοι μπορεί να φαντάζονται την Ελλάδα ως την Νορβηγία του Νότου, λόγω της ύπαρξης φυσικών πόρων. Αλλά αυτοί λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο. Παραβλέπουν ότι αυτή η χώρα έχει υπογράψει ότι παραιτείται από κάθε προνόμιο «όσον αφορά τα περιουσιακά της στοιχεία». Ότι αυτή η χώρα έχει υπογράψει τους στόχους των δανειστών της.
Μετά από πολλά χρόνια ίσως τα εγγόνια μας θελήσουν (και πάλι) να αναρωτηθούν: γιατί η Ελληνική οικονομία δεν κατάφερε να αναπτυχθεί όπως οι άλλες βορειοευρωπαϊκές οικονομίες. Θα ήταν καλό τότε να βρεθεί κάποιος για να απαντήσει, ότι η Ελληνική οικονομία για ολόκληρες δεκαετίες δεν μπορούσε να προχωρήσει, δεν μπορούσε να κουνηθεί, ότι ήταν αναγκασμένη να βλέπει τα τρένα να περνούν, αντί να είναι επιβάτης σε αυτά.