Από το Πρόβατο όχι Αρνί
Λέει ένας σε μια ιστορία ότι ο άνθρωπος έπαψε να αλλάζει από όταν βρήκε τις ομπρέλες. Σταμάτησε να λειαίνει τις γωνίες του… Εγώ τον πιστεύω. Κι έχω κι άλλα να πω γι’ αυτή την ιστορία. Όπως και για κάθε πόλη στο μούσκεμά της.
Τούτος ο Ιούνης χαζοπαίζει ανάμεσα στην καταιγίδα και το κάμα. Γλιστράει το κλίμα του από ήπια εύκρατο σε έντονα ημιτροπικό. Θέλει μια αλλαγή να μείνει στη μνήμη μας, έναν σελιδοδείκτη να επανέρχονται εύκολα οι ιστορικοί του μέλλοντος κι οι νοσταλγοί του παρελθόντος. Ετούτος ο Ιούνης τιμάει το ζώδιό του και Δίδυμος στην ψυχοσύνθεση αλλάζει από Τζέκιλ σε Χάιντ πριν καν το μεσημέρι προλάβει να κλείσει το μάτι του ως φλερτ στο απόγευμα. Σκόνη δεν έχει ετούτον τον Ιούνη. Φεύγοντας με νεύρα για τους αχάριστους από τις πόλεις μας ο Χριστός, δεν έχει κάτι να τινάξει από τα παπούτσια του. Κι όσο για τα γουέστερν, όχι, δε θα γυρίζονταν τον Ιούνη του 2018. Οι μουσικές του Ένιο Μορικόνε είναι γι’ άλλους μήνες.
Ετούτο τον Ιούνη βρέχει. Περπατάμε στις ώρες του γνωρίζοντας ότι κάποια στιγμή θα χρειαστεί να αλλάξουμε μπλούζα, να ψάξουμε κάπου τη στέγνια, να τρέξουμε κάτω από μπαλκόνια, δίπλα από παλιούς γνωστούς, μέσα σε από χρόνια οικείες αγκαλιές. Η βροχή συνυπάρχει με τον άνθρωπο από τις πρώτες του ανάσες. Και πάντα, πάντα όμως, του δημιουργεί το ίδιο διπλό αίσθημα: την ανάγκη να τρέξει, να κρυφτεί, να προστατευτεί από αυτή και την παρόρμηση να σταθεί, να τη χαζέψει, να την ακούσει, να τον γαληνέψει. Μήνας και φαινόμενο πατάν με βαριά βήματα πάνω σε αυτό το δίπολο. Φέτος τον έκτο δε θερίζουμε, βρεχόμαστε και στεγνώνουμε.
Τρεις μήνες και έντεκα μέρες μετά το προηγούμενο κείμενό μου προσπαθώ να ξαναβάλω σε καλή σειρά τις λέξεις μου. Μιλούσα κάποτε με έναν ποιητή και μου έλεγε ότι όλοι τις ίδιες πάνω-κάτω λέξεις χρησιμοποιούμε. Απλά τις βάζουμε σε άλλη σειρά. Το σκέφτομαι απόψε που δοκιμάζω να ξαναβρώ μια ελκυστική στοίχιση σε ετούτες τις γραμμές. Δύσκολο είναι. Η γραφή, όπως κι η άσκηση στον έρωτα, θέλουν καθημερινό ξύσιμο των μολυβιών. Θέλουν μουτζούρωμα και τσαλάκωμα και πάλι προσπάθεια. Ό,τι αφήνεις μην έχεις την απαίτηση να είναι εκεί μόλις θελήσεις να το ξαναπιάσεις. Ό,τι για μεγάλο διάστημα και με σχολαστική επιμονή αγνοείς, δύσκολα θα ανταποκριθεί ξανά στο κάλεσμά σου. Κι αυτό το «δύσκολα» θα σε διαλύσει για να το κάνεις στα δάχτυλά σου πάλι εύπλαστο.
Ο Ιούνης της Νορμανδίας αλλά και του Μουντιάλ, είχε για μέρες ένα πλοίο που πηγαινοερχόταν στα νερά του δίχως λιμάνι να ανοίγει να το δεχτεί. Ο Ιούνης της διαπραγμάτευσης και συμφωνίας ενός ονόματος και της αλήτικης δολοφονίας ενός μικρού κοριτσιού σε έναν καταυλισμό, είχε για βράδια 629 ανθρώπους να φοράν σωσίβια και να παρακαλάν για μια χώρα που να απλώσει τα χέρια της, να αρπάξει και να δέσει τον κάβο τους. Ο Ιούνης του περάσματος απ’ τον Δίδυμο στον Καρκίνο αλλά και της αυτοκτονίας ενός διάσημου σεφ είχε σε ένα κατάστρωμα 123 ασυνόδευτα ανήλικα και ένα «επιστρέψτε πίσω» στην αντηλιά της ηπείρου μας. Ο Ιούνης των τελειωμάτων της δεύτερης δεκαετίας του 2000 είναι η συνέχεια των προηγούμενων μηνών, των προηγούμενων χρόνων για την Ευρώπη: απάνθρωπος, φοβισμένος, ρατσιστής και άγριος.
Είμαστε πολλοί που δεν μπορούμε να δεχτούμε, να χωνέψουμε, να αντέξουμε πολλά. Κι ο Ιούνης των ημερών μας έχει αρκετά τέτοια. Είναι όμως κι άλλοι τόσοι, ίσως και παραπάνω που όχι μόνο τα ανέχονται αλλά συμβάλλουν στην επιβολή, στην αποδοχή αυτών ως συνηθισμένων. Και το δίπολο ξανακάνει την εμφάνισή του. Κι οι δυο πλευρές πατάμε με δύναμη. Και τα σύννεφα πλησιάζουν και πριν το φως πάντα οι βροντές ακούγονται.
Και μετά βρέχει. Κανονική βροχή. Κάθε μέρα, κάθε απόγευμα, ετούτο τον Ιούνη βρέχει. Μετεωρολόγοι στην τρέλα και ρομαντικοί σε έκσταση. Σαν και να παίζει με την τρυφερότητά μας. Σαν κι απ’ την άλλη να θέλει να μας αποσπάσει την προσοχή απ’ την ηλιοσφαγή που γίνεται στο βάθος. Να, τώρα δα, έξω ξεκινάει. Τώρα δα η πόλη μεταμορφώνεται από σκληρό κορίτσι σε κορίτσι που καλεί ικετευτικά για ένωση. Τώρα δα, σε εισόδους πολυκατοικιών, έξω από κλειστά μαγαζιά ξεκινάν ιστορίες που φτάνουν ως τα ξεψυχίσματα της ανάσας. Και ξέρεις; Τα φιλιά μετά την τελευταία ανάσα δεν έχουν το χρόνο με το μέρος τους. Τα περισσότερα. Εκτός από εκείνα, τα λίγα, που παίρνουν το ρίσκο μιας κυτταρικής αναπνοής· αναερόβιας.