Από τον Δημήτρη Δημητριάδη
Ποιος μπορεί να δώσει έναν ορισμό που να περιχαρακώνει τον πυρήνα της; Είναι η δυνατότητα της ανεμπόδιστης επιδίωξης των επιθυμιών μας;
Είναι η δυνατότητα να επιδιώκουμε τους στόχους που θέτουμε κάθε φορά; Ή μήπως, αποφατικά οριζόμενη, είναι η έλλειψη οποιουδήποτε περιορισμού στις επιλογές μας;
Ένας παντοδύναμος αυτοκράτορας, που στέκεται στην κορυφή της εξουσίας και δεν λογοδοτεί πουθενά, είναι ελεύθερος;
Η μήπως η ελευθερία είναι κάτι το εσωτερικό, κάτι που απαντάται μόνο στα όνειρά; Ανάλογα με τα όνειρα, θα έλεγε κανείς, δηλαδή ανάλογα με το ασυνείδητο του καθενός.
Μήπως τελικά είναι μόνο ένα ιδανικό; Μια ιδανική κατάσταση ή ένας ορίζοντας που συμβολίζει το άφταστο και όσο τον προσεγγίζουμε τόσο απομακρύνεται; Ίσως μια μακρινή ανάμνηση καταχωνιασμένη στα άδυτα του μυαλού και δεν μπορούμε να την ανασύρουμε επειδή δεν ξέρουμε πού ακριβώς βρίσκεται.
Ελευθερία θα έλεγε κανείς δεν υπάρχει. Είναι έννοια αντίθετη με τη φύση του ανθρώπου. Απ’ τη στιγμή που αναγνωρίζεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη, απ’ τη στιγμή που αποκτάς συνείδηση της μοναδικότητας σου, χάνεται και η όποια αίσθηση ελευθερίας.
Η ελευθερία είναι αίσθηση. Καθαρά υποκειμενική. Ο,τι είναι για σένα ελευθέρια, είναι για μένα σκλαβιά μεγάλη. Δεν υπάρχει έξω από εμάς. Αυτό λέει τουλάχιστον η λογική και το εργαλείο της, η αιτιοκρατία. Ιδού το γιατί.
Ελευθερία να κάνουμε τις επιλογές μόνοι μας και να τις πραγματοποιούμε ανεμπόδιστοι. Να ενεργούμε δηλαδή καθαρά από προσωπικά κίνητρα και προτιμήσεις. Να μην μας εξαναγκάζει τίποτα και κανένας. Ωραία. Κι αυτές οι προτιμήσεις και οι επιλογές που κάνουμε είναι στα αλήθεια δικές μας; Πώς δημιουργούνται δηλαδή αν όχι από το χαρακτήρα μας; Αλλά ο χαρακτήρας μας πως δημιουργείται; Είναι καθαρά δικό μας κτήμα που διαμορφώθηκε βάσει ελεύθερων επιδράσεων και εσωτερικών διεργασιών;
Μάλλον όχι. Ο χαρακτήρας είναι το σημείο τομής του γονότυπου και του φαινοτύπου, δηλαδή των κληρονομικών και των επίκτητων στοιχείων. Τα κληρονομικά στοιχεία δεν μπορούμε να τα επιλέξουμε εμείς. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Μας δίνονται από τη φύση, από τους γονείς μας από τους παππούδες μας. Σ’ αυτό το σκέλος δεν υπάρχει καμία απολύτως ελευθερία. Κατά το ήμισυ ήδη ο χαρακτήρας δεν είναι δικός μας.
Άρα μένει να εξετάσουμε τα επίκτητα στοιχεία, αυτά δηλαδή που συνδιαμορφώνουν τον χαρακτήρα μας και αποκτώνται στο διάβα της ζωής μας.
Όμως, το ποια θα είναι αυτά τα στοιχεία που θα “επιλέξουμε”, ποια θα επιδράσουν πάνω μας και ποια θα μας αφήσουν παγερά αδιάφορους, γίνεται πάνω στη βάση ενός προϋπάρχοντος καμβά που δεν δημιουργήθηκε από μας. Δεν ξεπετιούνται δηλαδή οι επιλογές μας από το τίποτα. Κάνουμε επιλογές πάνω σε επιδράσεις του εξωτερικού. Η επίδραση που έχει όμως ένα χ ερέθισμα σε μένα και θα το «επιλέξω», θα δώσω δηλαδή σ’ αυτό μια σημασία, θα το νοηματοδοτήσω με μια βαρύτητα, δεν έχει την ίδια απήχηση σε σένα. Και γι αυτό θα αδιαφορήσεις εσύ ίσως. Γιατί; Μα γιατί σε μένα υπάρχουν άλλοι υποδοχείς ερεθισμάτων, άλλα «κουμπιά» πάνω στα οποία θα έρθει να δέσει το ερέθισμα. Αυτά τα «κουμπιά» δεν τα επέλεξα εγώ. Διαμορφώθηκαν από τη βρεφικό, εμβρυακό, από το οικογενειακό περιβάλλον σε πολύ πρώιμη ηλικία. Δηλαδή σε υπαρξιακό χρόνο μου που δεν θα μπορούσα να έχω καν Λόγο.
Τούτων δοθέντων καθίσταται δύσκολο το εγχείρημα ορισμού της ελευθερίας.
Μπορεί όταν σηκώνομαι το βράδυ από τον ύπνο για να σβήσω τη δίψα μου να έχω στο ψυγείο χυμό και νερό. Και να είμαι ελεύθερος να διαλέξω ένα από τα δυο. Η επιλογή μου όμως αυτή είναι ελεύθερη;
Κατά τους επιστήμονες δεν είναι. Η επιλογή μου αν θα πιω πχ. χυμό εδράζεται σε λειτουργίες του εγκεφάλου που ενεργούν εκείνη ακριβώς τη στιγμή της επιλογής και ενεργοποιούν διάφορα τμήμα του εγκεφάλου. Φυσικά όλα αυτά ασυνείδητα και σε χρόνο μη συνειδητό. Μπορεί πχ. στη θέα του χυμού να ενεργοποιηθεί μια ανάμνηση όπου ήπια χυμό και ένιωσα καλά. Για αυτό και τώρα θα προτιμήσω τον χυμό έναντι του νερού. Ασυνείδητα ο εγκέφαλος θέλει να επαναλάβει το ευχάριστο συναίσθημα που καταχωνιάστηκε στη μνήμη μου. Όμως τούτο σημαίνει ότι η επιλογή μου δεν ήταν τελικά ελεύθερη stricto sensu, αλλά υποδείχτηκε από εξωτερικούς παράγοντες (από μια ανάμνηση).
Η ίδια συλλογιστική διατρέχει και τη σκέψη πολλών φιλοσόφων, κυρίως του Καντ που προσπαθώντας να απαντήσει στο θεμελιώδες ερώτημα πότε είμαστε ηθικοί, ασχολήθηκε επισταμένως με την έννοια της ελευθερίας ως προϋπόθεση των ηθικών μας πράξεων.
Σύμφωνα με τον Καντ, για να είμαστε ηθικοί, θα πρέπει πρώτα να είμαστε πραγματικά ελεύθεροι.
Περπατάμε φερ’ ειπείν στο δρόμο μαζί με την κοπέλα μας και ο προπορευόμενος χάνει από τη τσέπη του ένα χαρτονόμισμα. Το βλέπω, και του φωνάζω να του το δώσω πίσω, αντί να το βάλω στην τσέπη μου. Αυτή η πράξη, κατά τον Καντ, δεν είναι μια ηθική πράξη αν ειδοποίησα τον μπροστινό μου έχοντας ως (συν-) κίνητρο να εντυπωσιάσω την κοπέλα μου. Μπορεί να είναι μια αξιέπαινη πράξη, ηθική όμως δεν είναι. Το ίδιο ισχύει και αν σε ένα αυτοκινητιστικό δεν εγκαταλείψω στον τόπο του ατυχήματος τον τραυματία αλλά σταματήσω για να τον βοηθήσω, έχοντας υπόψη μου ότι η εγκατάλειψη του θύματος τιμωρείται ποινικά.
Βλέπουμε σε αυτά τα δυο απλά παραδείγματα ότι και στις δυο περιπτώσεις τα κίνητρα μου ήταν (κύρια ή επικουρικά, αδιάφορα) εξωτερικά. Δηλαδή ετερόνομα κι όχι αυτόνομα. Δεν επέλεξα στην πραγματικότητα εγώ ο ίδιος. Την μια επέλεξα για να εντυπωσιάσω την κοπέλα μου, την άλλη για να αποφύγω τη φυλακή. Επίσης και στο πρώτο παράδειγμα (της δίψας) η επιλογή μου βασίστηκε σε ετερόνομη αιτία, στη δίψα μου.
Κατά τον Καντ ελεύθεροι δεν είμαστε σε αυτές τις περιπτώσεις. Οτιδήποτε δεν ριζώνει σε αυτόνομη επιλογή είναι ετερόνομο και μας στερεί την ελευθερία. Κατά συνέπεια, σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορούμε να είμαστε ούτε και ηθικοί, αφού η ηθική θέτει ως προϋπόθεση την ελευθερία.
Όμως πότε τελικά είμαστε ελεύθεροι κατά τον Καντ για να μπορέσουμε να είμαστε και ηθικοί;
Όταν διαφοροποιούμαστε από τον φυσικό κόσμο, λέει ο Καντ, όταν αφήνουμε απ’ έξω τις ορμήσεις, τις επιθυμίες τις φοβίες μας (που έχουν εξάλλου και τα ζώα) και πράττουμε καθαρά βάσει αυτού που μόνο το δικό μας είδος το χαρακτηρίζει: Του Λόγου.
Μόνο όταν ενεργούμε από καθαρό Λόγο, είμαστε ελεύθεροι και μπορούμε να γίνουμε ηθικοί.
Και πώς νομοθετεί ο Λόγος;
Κατά τον Καντ, με την «κατηγορική προστακτική».
Θέτοντας δηλαδή έναν νόμο στον εαυτό μας απαρέγκλιτο, χωρίς προϋποθέσεις, όρους και αιρέσεις, εφαρμοζόμενο καθολικά έχοντας τον άνθρωπο καθ’ εαυτόν ως στόχο και ποτέ ως στόχο για επιδίωξη άλλων σκοπών.
Η κατηγορική προστακτική δυσκολεύει.
Αντιδιαστέλλεται από την υποθετική προστακτική. Αυτή λέει «κάνε το Χ αν θες να πετύχεις το Ψ». «Βοήθησε τον Α επειδή έκανε το Β»
Όχι, λέει ο Καντ. Η κατηγορική προστακτική πρέπει να είναι απόλυτη.
Απαιτεί ο αυτόνομος νόμος να εφαρμόζεται σε όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως που τους θέλει ως στόχους των πράξεων μας καθ’ εαυτούς. Και θα πρέπει να γίνουν στόχοι όχι επειδή είμαστε φιλάνθρωποι, συμπονετικοί, κοινωνικοί, ευαίσθητοί, αλλά επειδή ο άνθρωπος καθ’ εαυτός έχει αξιοπρέπεια. Είναι το μόνο ον που του δόθηκε η ικανότητα του Λόγου. Γι αυτό και έχει εγγενώς αξιοπρέπεια. Για αυτό και πρέπει να τεθεί ως στόχος των πράξεων μας για να είναι αυτές ηθικές.
Κατά τον Καντ και ένας μισάνθρωπος μπορεί να είναι ηθικός. Αντιθέτως πολλοί φιλάνθρωποι τη σήμερον μάλλον δεν θα περνούσαν το τεστ ηθικότητας του.
Στο πρόσωπό του ο κάθε άνθρωπος πρέπει να αναγνωρίζει όλη την ανθρωπότητα. Και να ενεργεί έχοντας αυτήν ως στόχο.
Η ηθική προϋποθέτει ελευθερία. Η ελευθερία βασίζεται μόνο στον Λόγο. Και ο Λόγος/αυτόνομος κανόνας επιβάλλει ο άνθρωπος να είναι το κέντρο, ο σκοπός των πράξεων μας γιατί έχει εγγενή αξιοπρέπεια. Ποτέ το μέσο.
Μόνο τότε μπορούμε να μιλάμε για ηθικότητα και ελευθερία.
Από την παραπάνω συλλογιστική του Καντ για την ηθική και τις απαιτήσεις που θέτει καταδεικνύεται ότι κάθε άλλο παρα έυκολη είναι εφαρμογή της στην πράξη. Πόσοι είναι οι άνθρωποι δεν ενεργούν έστω και για ένα προσωπικό όφελος. Ο καλύτερος Χριστιανός παραδείγματος χάριν, ενεργεί για να εξασφαλίσει μια θέση στον παράδεισο. Κατά τον Καντ δεν είναι ηθικός.
Ίσως τελικά το να γίνει κανείς πραγματικά ηθικός είναι μια ουτοπία. Ίσως το ξέρει ο άνθρωπος αυτό και κάνει ότι μπορεί. Όπως μπορεί. Κυνηγά ένα ιδανικό που δεν θα μπορέσει ποτέ να κατακτήσει.
Γι’ αυτό και θα είναι πάντα τραγικός στην προσπάθειά του να γίνει ηθικός.
Γι’ αυτό και το κυνήγι της ελευθερίας θα είναι πάντα τόσο γοητευτικό.
Θα είναι ένας απέραντος ορίζοντας που θα οριοθετεί πάντα το άφταστο.