Του Σίμου Ανδρονίδη
«Τ’ απόβραδα που η νυχτιά σκόρπιζε στρατολάτες κι όλοι ταχιά μαζεύουνταν στα σπίτια για να πάνε να μην τους πιάσει η σκοτεινιά να μην τους πιάσει η νύχτα κι όξω από τόπο σίγουρο τους βρει η κακιά η ώρα έτρεχα δίπλα στη φωτιά, δίπλα στο καντηλέρι στ’ άγιο φως να κουρνιαστώ, να φάγω το φαΐ μου. Έπαιρνε ο πάππος το θρονί και κάθονταν σιμά μου κι έλεγε και μουρμούριζε στην ξένη τη λαλιά του για ιστορίες και θάματα που ‘ζησε στα μικράτα» (Δημοσθένης Παπαμάρκος, ‘Παραλογή’/’Γκιακ’).
Με ένα κατατοπιστικό και ενίοτε σπαρταριστό του άρθρο, ο Ιάσων Χανδρινός[1], εστιάζει στην περίπτωση του αγωνιστή της ελληνικής επανάστασης[2] του 1821, Γεώργιου Καραϊσκάκη και στην περιώνυμη αθυροστομία του η οποία δύναται να προσδιοριστεί με όρους ενός διφυούς ‘αντί-δωρου’: αφενός μεν νοηματοδοτεί τις εκφάνσεις μίας γλωσσικο-συμβολικής επιθετικότητας εκφρασμένης προς την πλευρά των Οθωμανικών αρχών, αφετέρου δε προσιδιάζει προς την εμπρόθετη αναφορά των όρων άρσης του κανονικοποιημένου σεξουαλικού καθωσπρεπισμού, με διαρκή άξονα έκθεσης τον φαλλό, που, στις συμβολοποιημένες απολήξεις και συνδηλώσεις της γλώσσας του Καραϊσκάκη καθίσταται ‘σημείο’ δράσης, απεύθυνσης και σημαίνουσας αναπαράστασης της προσίδιας ‘επικουρίας’: δίπλα στο όπλο, προστρέχει σε ‘επικουρία’ το σώμα και η προέκταση του ανδρικού σώματος και της ανδρικής ανατομίας, ήτοι ο φαλλός που εμπλέκεται σε ένα διαρκές ‘παίγνιο’ ερωταποκρίσεων με αποδέκτες τις Οθωμανικές αρχές, σημαίνουσες προσωπικότητες του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα που ανήλθαν σε θέσεις εξουσίας, με την σύζυγο του..
Όπως αναφέρει σχετικά ο Ιάσωνας Χανδρινός: «Η λέξη «πούτζος» φαίνεται να είναι αυτή που χρησιμοποιούσε με τη μεγαλύτερη συχνότητα και θα μπορούσαμε να παραθέσουμε αρκετούς λόγους για αυτό. Ο πρώτος είναι πως γνώριζε φυσικά πως η χυδαία λέξη για το ανδρικό όργανο σόκαρε πολύ περισσότερο σε σχέση με τις άλλες. Δεύτερον, η αναφορά αυτή ήταν εντελώς νομιμοποιημένη και σε χρήση ανάμεσα στα μέλη μιας πρωτόγονα ανδροπρεπούς και αρρενωπής κοινωνίας, ενώ υπάρχει και ένας πρόσθετος λόγος, πως ήθελε μέσα από τη επανάληψη της να ξορκίσει κατά κάποιο τρόπο τη σεξουαλική του αναπηρία».[3]
‘Εγγίζοντας’ τις κοινωνιο-πολιτισμικές νόρμες της τυπικής απεύθυνσης και τους κώδικες ‘φυσικής’ λεκτικής ‘ευπρέπειας’, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, μετέπειτα αρχιστράτηγος της επανάστασης, δια-ρρηγνύει τα όρια της ‘συμπεφωνημένης ανοικειότητας’ κύρια προς τον ‘εχθρό’, δια-κρατεί τον φαλλό στην οριακότητα της στάσης, ‘ενσαρκώνει’ τις εκφάνσεις του κύριου ανατομικού οργάνου το οποίο αρθρώνεται και αντανακλά πλαίσια φαντασιακής και μη διείσδυσης, αρθρώνοντας παράλληλα τους μείζονες κώδικες μίας λεκτικής και μη-υποδειγματικής και τυποποιημένης γλώσσας που δια-σπείρεται στο περιβάλλον της δράσης, της δικής του και των άμεσων συναγωνιστών του..
Ο περιώνυμος φαλλός-«πούτζος»[4] με την έμφαση να προσδίδεται στη συνειρμική αναφορά και χρηστικότητα του, καθίσταται το σημαίνον μίας ιδιαίτερης Καραϊσκακικής ‘οντολογίας’, εκεί όπου απαντώνται η ίδια Καραϊσκακική περιεχομενικότητα δράσης, οι όροι πρόσληψης των επαναστατικών ‘ροών’ σε άμεση συνάρτηση με τους μετασχηματισμούς που επιτελούνται, με τις διαρκείς μετατοπίσεις μεταξύ πολιτικού-στρατιωτικού στοιχείου..
Αποφεύγοντας τις όψεις ενός υποκειμενικού ‘φετιχισμού’ και μίας συγγνωστής ‘αγιογραφίας’ του ιστορικού προσώπου ο Ιάσων Χανδρινός, από την νέα γενιά των Ελλήνων ιστορικών με ερευνητικές αναφορές στη δεκαετία του 1940, παρουσιάζει την ιστορική, πολιτική και στρατιωτική διαδρομή ενός προσώπου που εκ-φεύγει των επάλληλων και εξυψωτικών ‘εξειδανικεύσεων’ των υποκειμένων που διαδραμάτισαν σημαίνον ρόλο στα επαναστατικά τεκταινόμενα, με την τροπικότητα πρόσληψης και αναπαράστασης τους αφενός μεν στους ρομαντικούς και εξόχως σοβαρούς απεικονιστικούς πίνακες μορφών του ’21’, αφετέρου δε στο εσωτερικό των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους (βλέπε εκπαίδευση/σχολικά εγχειρίδια[5]), ανασύροντας συνάμα στην επιφάνεια ‘ίχνη’ και ‘ψήγματα’ μίας γλώσσας της περιρρέουσας καθημερινότητας της εποχής εκείνης, διαμέσου της γλωσσικής κατανομής δυνάμεων του Γεώργιου Καραϊσκάκη, της λαϊκότητας που συν-διαλέγεται με την αμεσότητα της γλώσσας και την προφορικότητα[6] εξόν του πλαισίου του, τυπικού και άτυπου, απομνημονευματικού λόγου..
Επισημαίνει ο Ιάσων Χανδρινός σχετικά με το κοινωνιο-γλωσσικό γίγνεσθαι του Καραϊσκάκη: «Εν τέλει, οι γλωσσικές ”ακαθαρσίες” του Καραϊσκάκη ανήκουν στα πλέον αυθεντικά ίχνη ενός χαμένου κόσμου που φτάνει σε μας αλλοιωμένος από τον παραμορφωτικό καθρέφτη των εθνικών φαντασιώσεων που χρησιμοποιούν τους εξιδανικευτικούς πίνακες με τις λευκοσιδερωμένες φουστανέλες ως μοντέλα πολιτικής ορθότητας».[7]
Το γλωσσικό συμβάν του αθυρόστομου και στρατηγικά ικανού Γεώργιου Καραϊσκάκη συντίθεται από τις ‘εικονοκλαστικές’ μνήμες ενός βίου μεταξύ παρανομίας και ημι-παρανομίας, εγγράφει τα ‘μοντέλα’ μίας απροσποίητης θέασης του παρόντος στο οποίο, ως δρων συμμέτοχος, συμμετέχει και λαμβάνει μέρος, ενέχει τις πλαισιώσεις της ‘σπερματικής’ φοράς διαμέσου και του φαλλού-γλώσσας, του φαλλού ο οποίος, στη δική του περίπτωση, τον διευκολύνει να μιλήσει..
Επρόκειτο για «μια επιβολή που συγκροτεί την ίδια της τη δομή»[8], για να παραπέμψουμε στην αναλυτική του Στάθη Κουβελάκη για το Λακανικό «ηγεμονικό σημαίνον» («signifiant-maître»)..
Μια «επιβολή» που, εντός των εκτάσεων της φαλλικής απόδοσης, συγκροτεί κοινωνικές σχέσεις, συμβολίζοντας, αυτό που θα αποκαλέσουμε ως ‘υπέρβαση του μέτρου’ σε εποχές του μείζονος διακυβεύματος διεκδίκησης της ελληνικής ανεξαρτησίας..
Ο Καραϊσκακικός πούτζος» δεν στερείται ‘επωνυμίας’, ‘φορτίζεται’ από την ίδια την δυνατότητα υπόμνησης προς ‘εχθρούς’ & ‘φίλους’, μαρτυρεί το Καραϊσκακικό ασυμβίβαστο με τις κοινωνιο-γλωσσικές ιεραρχήσεις, με τις δομές του ‘επι-φαινόμενου’, διαμεσολαβώντας λειτουργίες μίας λαϊκής ανατρεπτικότητας που γνώριζε να διακωμωδεί εξουσίες, σχέσεις εξουσίας και οριακές καταστάσεις, προκαλώντας, όπως στην περίπτωση της παρουσίας του στο δικαστήριο, όπου η διαδικασία διακόπηκε «λόγω ακατάσχετου γέλωτος»,[9] από τις γλωσσικές αναφορές του Καραϊσκάκη..
Το γέλιο αναπαράγει τις διαθέσεις και τις δυναμικές του, αντανακλώντας επαναστατικές εντυπώσεις του επαναστατικού υποκειμένου: όλοι κρέμονται από τον Καραϊσκακικό λόγο που ‘εκρήγνυται’ στις δια-ρρήξεις του ‘σεβάσμιου ‘Νόμου’, παρασύροντας στην υποκείμενη γνώση, στους ρυθμούς μίας γλώσσας που δεν υποκρύπτει τους συμβολισμούς της..
Εστιάζοντας στη σημαντική μελέτη του Ρώσου κοινωνιο-γλωσσολόγου Μιχαήλ Μπαχτίν για το μυθιστόρημα του Ραμπελέ ”Γαργαντούας και Πανταγκρουέλ”, δύναται να αναφέρουμε, παραφράζοντας ελαφρά τον συγγραφέα της μελέτης, πως ο Καραϊσκάκης υπήρξε «φορέας μιας ιδιαίτερης μορφής ζωής, η οποία ήταν ταυτόχρονα πραγματική και ιδεώδης».[10]
Με την δική του γλώσσα ως ‘κρούση’ και ως ‘εποχή’, ο σημαίνον αγωνιστής του 1821, αναπαριστά, επιδεικνύοντας επάλληλα, σωματικά και λεκτικά, την φαλλική ενσκήπτουσα σεξουαλικότητα που επι-ζητεί την ‘εδαφοποιημένη επικράτεια’ της στο ‘παίγνιο’ και στη σύγκρουση, στη σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με τον επαναστατικό ‘Νόμο’ όπως αυτός εκφράζεται, με την αδημονία του ενσκήποντος: άρρεν υποκείμενο με προτρεπτική γραφή, με παρορμήσεις ‘προσφοράς’ ενός εκάστου ”πούτζου”, με την σπαρταριστή απεύθυνση που γνωρίζοντας την ίδια της την ευρύτητα αλλά και τον κίνδυνο, δομεί την εικόνα της μόνιμης ‘φιλίας’ προς (ο φαλλός, ο μονάκριβος ‘φίλος’), συναρθρώνοντας παράλληλα την επίδειξη, την ‘ανίερη’ διακωμώδηση με την προβολή του ‘ασύγγνωστου’ θάρρους και της συμβολικής ποιητικότητας που συναιρείται με μία διάστικτη ομοιοκαταληξία: «Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω. Κι εγώ πασά μου ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον, κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω, κι αν έλθεις καταπάνω μου, ευθύς να πολεμήσω».[11]
Αθυρόστομος και λαϊκός, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, έσπευσε να σκιαγραφήσει τις σωματικές ενδείξεις-συνδηλώσεις του δυνατού, ανασημασιοδοτώντας την σκωπτική ‘ανιερότητα’ της γλώσσας η οποία δύναται να αναπαραγάγει βιό-κοσμους, κοινωνιο-πολιτισμικές τάσεις, εκφράζοντας την εναντίωση του στο εξουσιαστικό πράττειν και στις μορφές που αυτό προσέλαβε.. Το ίδιο το κείμενο του Ιάσωνα Χανδρινού αναδεικνύει τους όρους της επαναστατικής ετερογένειας πέραν της επίσημης και εθνικής κληρονομιάς του 1821, την λαϊκότροπη και φυγόκεντρη δυναμική δρώντων υποκειμένων της εθνικο-απελευθερωτικής δια-πάλης, την κοινωνική-πολιτική-στρατιωτική πολυμέρεια εντός της οποία διεξήχθη η επανάσταση εναντίον της ‘ασθενούς’ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εκεί όπου, με τα λόγια του ιδίου, η βωμολοχία δεν είναι ανεκδοτολογικό ιστορικό στοιχείο αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της πολυσύνθετης κληρονομιάς του 1821».[12]
Το χωροχρονικά προσδιορισμένο γλωσσικό-λεκτικό συμβάν του Γεώργιου Καραϊσκάκη, επι-καθορίζεται από τις αντιθέσεις του αγώνα, από την αισθητικοποιημένη προβολή της δικής του εμπιστοσύνης, από την ανα-δόμηση ενός διαφορικού εαυτού’ και μίας στοχεύοντας σε αυτό που αναφέρει η Αθηνά Αθανασίου: «σε μια συνειδητή αποκατάσταση της τραυματικής αλήθειας και της ιστορικότητας».[13]
Από το όλο πλαίσιο, δεν επιδιώκει να βγει «φαινομενικά αλώβητος»[14], για να προστρέξουμε στον Freud.. H επανάσταση του 1821, σημαίνεται, ενώπιον της προσίδιας μεταιχμιακότητας της, και από την έλλειψη σοβαροφάνειας..
Στις συν-δηλώσεις της ανάλυσης του Σλάβοι Ζίζεκ, η «γλώσσα αποτελεί τον πρώτο και σημαντικότερο διαιρέτη».[15] Η γλώσσα και τα λεκτικά ‘παίγνια’ του Γεώργιου Καραϊσκάκη εγκολπώνονται το ευρύτερο φάσμα της επανάστασης του 1821, διαιρώντας» παράλληλα πυκνές θεάσεις και θέσεις, διαμεσολαβώντας την ίδια την έννοια του «πρώτου και σημαντικότερου διαιρέτη», φέροντας παράλληλα στο συμβολικό επίκεντρο τον φαλλό[16] που δηλώνει καταγωγή, ύπαρξη και ‘επανάσταση’.. «Βρίζοντας αισθανόταν δυνατός, λες και «όλες οι καταπιεσμένες δυνάμεις της ψυχής του να μεταβάλλονται σε κρουνούς δημιουργίας»[17], γράφει ο Ιάσων Χανδρινός..
Ή, αν προσδιορίσουμε την εγκάρσια τομή της παρουσίας με ποιητικούς όρους, ο αθυρόστομος Γεώργιος Καραϊσκάκης, φέροντας την λεκτική αμεσότητα ως ΄άλλη’ ‘νομιμότητα’, ανα-καλεί την γραφή της ποίησης του Τόμας Έλιοτ από την ‘Τετάρτη των Τεφρών’: «Κι άσε η κραυγή μου να έρθει σε Σε».[18]
[1] Βλέπε σχετικά, Χανδρινός Ιάσονας, ‘Βρίζοντας και πολεμώντας. Η παροιμιώδης αθυροστομία του Γ. Καραϊσκάκη’, Info-War, 22/03/2018, https://info-war.gr/vrizontas-kai-polemontas-i-paroimiodis-athyrostomia-toy-g-karaiskaki-toy-iasona-chandrinoy/.
[2] Η επανάσταση του 1821 καθίσταται και λειτουργεί ως ένα πολυσύνθετο και πολύπλοκο πεδίο δράσης και συνάρθρωσης της δράσης μεταξύ κοινωνικών-πολιτικών-διπλωματικών υποκειμένων, θέτοντας τους ίδιους όρους για τις αναφορές της: στις προπαρασκευές της, στην εκδήλωση και στη δια-σπορά της, στο πεδίο των στρατιωτικών μαχών, αρθρώνονται οι στρατηγικές εκφάνσεις του κοινωνικοπολιτικού στοιχείου..
[3] Βλέπε σχετικά, Χανδρινός Ιάσονας, ‘Βρίζοντας και πολεμώντας. Η παροιμιώδης αθυροστομία του Γ. Καραϊσκάκη…ό.π.
[4] Η γλώσσα του Γεώργιου Καραϊσκάκη φέρει τα χαρακτηριστικά της σύζευξης δημοτικής-λαϊκής γλώσσας και τοπικών ιδιωματισμών της Θεσσαλίας, τόπος καταγωγής του. Ιδιαίτερα, η διατήρηση του τελικού ‘ν’ σε πολλές λέξεις και ο ιδιωματισμός «πούτζος» με την έμφαση στο γράμμα ‘ζ’ που επαναπροσδιορίζει τα λεκτικά σημαινόμενα της λέξης, ‘διαπραγματεύονται’ τους όρους της Καραϊσκακικής’ παρουσίας, αξιώνοντας το ‘ζ’ ως τομή: ως υπόμνηση της γλώσσας και του ‘βάρους’ του φαλλού-«πούτζου».
[5] Η επανάσταση του 1821 ή αλλιώς ο αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία, με βάση και πάνω στον άξονα συγκρότησης μετα-χρονολογημένων αφηγήσεων συναρμογής μεταξύ εθνικού και ‘ιδεατού’, ‘φιλτράρεται’ και διαμεσολαβείται διαμέσου της κατασκευής επιδραστικών ‘μύθων’ που ωσάν ιδεολογία, αναπαριστούν το ίδιο περίγραμμα τους: η επανάσταση υπήρξε ‘χριστιανική’ (το ‘ιερό λάβαρο που ευλογήθηκε από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό), αποκλειστικά και τυπικά ‘ελληνική’ (ενώ συμμετείχαν και Αρβανιτόφωνοι) πάνω στο έδαφος του ομόγλωσσου και του ομόδοξου, τυποποιημένα εξελικτική και γραμμικά ‘νικηφόρα’. Η κατασκευή των επαναστατικών ‘μύθων’ ως ιδρυτική πράξη του νέου ελληνικού κράτους, προσιδιάζει σε κατευθύνσεις συγκρότησης ελληνικής ή ελληνικοχριστιανικής συνείδησης, πολιτικά και ιδεολογικά προσδιορισμένης: ο χριστιανός Έλληνας και η επανάσταση του.. Εντασσόμενοι στα περιβάλλοντα των κρατικών μηχανισμών, οι εθνικοί ‘μύθοι’ αναγέννησης, αναπαράγονται και διαχέονται ιδεολογικά, ως πρότυπο και υπόδειγμα επίσημης εθνικής ιστορίας που δεν δια-περνά παρά τον ‘εαυτό’ της: η ‘ευλογημένη’ επανάσταση προχωρά και νικά. Προσδιορίζοντας εννοιολογικά την έννοια των «φαντασιακών κοινοτήτων» του Μπένετικτ Άντερσον, δύναται να αναφέρουμε πως η δόμηση ιστορικών ‘μύθων’ αντίστοιχων με την ίδια την πρόσληψη-αναπαράσταση περί επανάστασης, σχετίζεται με την ανάδυση μίας εθνικής «φαντασιακής κοινότητας» που δρα και που θεμελιώνεται πάνω στην ‘ευφορία’ της ελληνικής νίκης επί του προαιώνιου ‘εχθρού’ του έθνους, εκεί όπου η αναπαράσταση της ιστορίας συναντά την κτήση και την ανάδυση της καθαυτό εθνικής συνειδητότητας, την κρατική συγκρότηση την επαύριον της επανάστασης και ιδίως την πολιτειακή μεταβολή και την υποδοχή του νεαρού μονάρχη Όθωνα, εκεί όπου τίθενται τα θεμέλια συγκρότησης του νέου ελληνικού κράτους και της συμβολικής-συμβολοποιημένης εξύψωσης του στη μείζονα χρονολογία: 25 Μαρτίου 1821. Η χρονολογία ως ιστορία ‘αναγέννησης’ τρέφει, ‘μετασχηματίζεται’ σε μεταίχμιο.. Η «φαντασιακή κοινότητα» αναπαράγεται εκπαιδευτικά. Ο ιστορικός Βασίλης Κρεμμυδάς αναφέρει πως ο μεγαλύτερος μύθος της επανάστασης υπήρξε η ανύψωση του λαβάρου της επανάστασης από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, τονίζοντας χαρακτηριστικά πως «ο θρύλος της Λαύρας εντασσόταν στις μεταγενέστερες προσπάθειες να συνδεθεί η θρησκευτική με τη νεοαναδυόμενη εθνική ταυτότητα», επισημαίνοντας πως το κοινωνικό και πολιτικό ‘σώμα’ της επανάστασης το διαπερνά η σύγκρουση μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας. Βλέπε σχετικά, Αντωνόπουλος Θοδωρής, ‘Ο Βασίλης Κρεμμυδάς καταρρίπτει έναν-έναν τους μύθους του 1821 (κι όχι μόνο το Κρυφό Σχολειό)’, ‘Lifo’, 24/03/2018, https://www.lifo.gr/articles/book_articles/93091/o-vasilis-kremmydas-katarriptei-enan-enan-toys-mythoys-toy-1821-ki-oxi-mono-to-kryfo-sxoleio. Όπως αναφέρει ο ίδιος η «ιστορία δεν είναι κάτι στατικό και μονολιθικό, ούτε «θέσφατο». Αλλάζει, εξελίσσεται, αναθεωρείται και προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα που αποκαλύπτει η επιστημονική έρευνα.
[6] O επίσημος γλωσσικός ‘φορμαλισμός’ διαπερνάται.
[7] Βλέπε σχετικά, Χανδρινός Ιάσονας, ‘Βρίζοντας και πολεμώντας. Η παροιμιώδης αθυροστομία του Γ. Καραϊσκάκη…ό.π.
[8] Βλέπε σχετικά, Labica Georges, ‘Η βία; Ποια βία;’ Μετάφραση: Βαλλιάνος Χρήστος-Μπετζέλος Τάσος, Πρόλογος-Επίμετρο: Κουβελάκης Στάθης, Εκδόσεις Εκτός Γραμμής, Αθήνα, 2014, σελ. 186.
[9] Το συγκεκριμένο επεισόδιο, δείγμα της εμπρόθετης γλωσσικής ‘επιθετικότητας’ του Γεώργιου Καραϊσκάκη, παρατίθεται από τον Ιάσονα Χανδρινό. Η γλώσσα ‘κανονικοποιείται’ στους όρους και στις διαφορικές εκφάνσεις της εμμένειας και της ίδιας κτήσης της ‘ηγεμονίας’ ή του ‘ηγεμονικού’ του κώδικά. Βλέπε σχετικά, Βρίζοντας και πολεμώντας. Η παροιμιώδης αθυροστομία του Γ. Καραϊσκάκη…ό.π.
[10] Αναφέρεται στο: Γεωργούδης Παναγιώτης, ‘Το γέλιο απελευθερώνει από τον φόβο’, ‘Εφημερίδα των Συντακτών’, 09/10/2017, https://www.efsyn.gr/arthro/gelio-apeleytheronei-apo-ton-fovo. Η Μπαχτινική αναλυτική διαμεσολαβεί και προτάσσει την ‘εξεγερσιακή’ δυναμική της λαϊκής πανήγυρης, του γέλιου που προσιδιάζει προς την συγκρότηση ‘τοπικοτήτων’ αναφοράς: από το γέλιο, την ανατροπή, την διακωμώδηση, από την γκροτέσκα αποτύπωση δύναται να προκύψει η ίδια και ‘άλλη’ ελπίδα, η ‘θηλυκοποιημένη’ αρχή.
[11] Βλέπε σχετικά, Χανδρινός Ιάσονας, Βρίζοντας και πολεμώντας. Η παροιμιώδης αθυροστομία του Γ. Καραϊσκάκη…ό.π.
[12] Βλέπε σχετικά, Χανδρινός Ιάσονας, ‘Βρίζοντας και πολεμώντας. Η παροιμιώδης αθυροστομία του Γ. Καραϊσκάκη…ό.π.
[13] Βλέπε σχετικά, Αθανασίου Αθηνά, ‘Αναμνήσεις ενός μιασματικού νηπίου: το αίνιγμα της τερατότητας, ή πέρα από τον Οιδίποδα’, στο: Αθανασίου Αθηνά, (επιμ.), ‘Ζωή στο όριο. Δοκίμια για το φύλο, το σώμα και τη βιοπολιτική, Εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα, 2007, σελ. 143.
[14] Αναφέρεται στο: Αθανασίου Αθηνά, ‘Αναμνήσεις ενός μιασματικού νηπίου: το αίνιγμα της τερατότητας, ή πέρα από Οιδίποδα…ό.π., σελ. 144.
[15] Βλέπε σχετικά, ‘Labica Georges, ‘Η βία; Ποια βία;…ό.π., σελ. 186.
[16] Ο «πούτζος», η βωμολοχία δια-τρέχουν την ποιητική της Καραϊσκακικής παρουσίας, εντός και εκτός μαχών..
[17] Βλέπε σχετικά, Χανδρινός Ιάσονας, ‘Βρίζοντας και πολεμώντας. Η παροιμιώδης αθυροστομία του Γ. Καραϊσκάκη…ό.π.
[18] Βλέπε σχετικά, Έλιοτ Τόμας, ‘Τετάρτη των Τεφρών’, Άπαντα τα Ποιήματα, Ελληνική Μεταγλώττιση-Εισαγωγή: Νικολαϊδης Αριστοτέλης, Όγδοη Έκδοση, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1983, σελ. 133.