Του Σίμου Ανδρονίδη
H επίθεση του Ηλία Κασιδιάρη κατά του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της Νέας Δημοκρατίας, Νίκου Δένδια συνιστά όψη μίας επιβεβαιωτικής πολιτικής του θρήνου που επιδιώκει να προκαλέσει η δράση της Χρυσής Αυγής..Μία πολιτική προς & για τους άλλους, τους καθεαυτό έκθετους & υπαίτιους, οι οποίοι δύνανται να βιώσουν και εντός Κοινοβουλίου την συμβολική τελετουργία ‘μύησης’ στο θρηνώδες ‘σύνδρομο’ για το ανεπανόρθωτο κακό που προκάλεσαν..
Σε αυτό το πλαίσιο, επιτελείται η άρθρωση του νεοναζιστικού ακτιβιστικού λόγου της απείθειας, της ‘ενσάρκωσης’ και της ταυτόχρονης κίνησης φρονηματισμού στο το ‘ιδεώδες’ ενός ιδιαίτερου ‘Χρυσαυγιτισμού’: το ιδεώδες της ‘σύλληψης’ των πλαισίων μεταξύ μίας δυνητικής και μη (σε αυτή την περίπτωση), ‘φυσικοποιημένης’ βίας’ και, της ιδέας-ιδεών που εκθέτουν τον πραγματολογικό ‘μύθο’ της Χρυσής Αυγής: ‘όχι από μπροστά μου. Δεν βλέπεις ότι μιλάω’;..
Ο λόγος διαπερνά τις σημάνσεις του τυπικού, (του ‘απαγορευμένου’), καθίσταται ‘εν-σώματος’, διαπεραστικός & ‘ορατός’ στην ‘αφιερωματικό’ οίκο (Κοινοβούλιο) της ‘αμαρτίας’, της ‘φθοράς’ και της διαφθοράς..
Ο λόγος του Ηλία Κασιδιάρη αναπαριστά το πεδίο του δεδικασμένου, αναπροσδιορίζει την εκτατικότητα της αμφίδρομης κλιμάκωσης, της μη-λέξης η οποία μετασχηματίζεται σε απορία & σε γνώση: ”δεν βλέπεις ότι μιλάω;’.. Σε διερώτηση και σε διάστικτη-προσίδια επιθετικότητα της ‘τελετουργίας’ του ορίου.. Του ορίου (αλλά και του μη-ορίου) της αναγκαιότητας εκπροσώπησης του ‘φασματικού κανένα’ και των πολλών.. Του ‘φασματικού κανένα’ (του πολιτικά αδικαίωτου και ‘κρυμμένου’), που, υπό το καθεστώς της μετωνυμίας δύναται να λάβει τα χαρακτηριστικά του πλήθους, ή του λαού των ‘αδικημένων’ και των ‘εξαπατημένων’ που μετουσιώνεται σε καθοδηγητική αυταξία..
Στο συμβάν της ιδιαίτερη πολιτικά στιγμής, η παρουσία του Νίκου Δένδια ενώπιον του Ηλία Κασιδιάρη, επανεπινοεί το πεδίο της μη-δικαιοσύνης, της μνημονιακά φορτισμένης οδύνης.. Υπό αυτό το πρίσμα, παίζοντας με τα όρια της επιβολής επί και της θεωρούμενης αντίστασης σε αυτό που νοείται ως μνημονιακό καθεστώς (ο εκεί εκπρόσωπος του οποίου ήταν-είναι ο Νίκος Δένδιας), καθώς και στους ‘διορατικούς’ αργυρώνητους που οδήγησαν και ενέταξαν την Ελλάδα (και τον ‘αιρετικό’ λαό της) σε αυτό, ο Ηλίας Κασιδιάρης επιδιώκει να νοηματοδοτήσει το υπόδειγμα του ‘πάντα’ κανονικού, ετεροφυλόφιλου άνδρα, που άλλοτε ραπίζει, ασκεί λεκτική-σωματική βία, και άλλοτε ‘κακοποιεί’, τον μη-κανονικό, τον πολύσημα αδύναμο, αυτόν που υποτάσσεται (και με πολιτικές-σεξουαλικές αναπαραστάσεις-συνδηλώσεις) στους ‘δυνάστες’ της χώρας.. Σώμα προσωπικό και απρόσωπο, επώνυμο και ανώνυμο, ανίσχυρο, ομοφυλόφιλο, ευρύτερα πολιτικό ‘σώμα’ που επιδίδεται στο σημασιολογικό ‘σκύψιμο’..
Ο Νίκος Δένδιας, αναπαρίσταται συμβολικά ως διατομή λόγου & πράξης.. Ως υπόδειγμα εφαρμογής της κανονικότητας, του ‘θεσπισμένου’ ορίου κατίσχυσης του σεσημασμένα κανονικού & λαϊκού ανδρισμού..
Στις προκείμενες της κοινοβουλευτικής συνήχησης, ενσκήπτει η ‘νέα’ εφικτότητα’, η ‘τεχνολογία’ της βιο-πολιτικής, της βιο-παρουσίας εν χρόνω: ‘τακτοποίησα μία αδελφή’.. Ο καθαυτό χρυσαυγίτικος νεοναζισμός συντίθεται από σφαιρικές αναπαραστάσεις, από ‘εκρηκτικές’ και πολλαπλές διεισδύσεις, στο σώμα του μη-μετανοημένου, από τον φαλλογοκεντρισμό της άμεσης απόκρισης και της ‘μητρικής’ φοράς..
Η επίθεση στο Νίκο Δένδια, εγγίζει το πλαίσιο του θηλυκοποιημένου άλλου που δεικνύει και στην περίπτωση της Λιάνας Κανέλλη (η έμφυλη ‘εντροπία’ της απείθαρχης, της αυτο-αναφορικής & ‘διαλυτικής’ κομμουνιστικής Αριστεράς), η οποία, στο χώρο και στο χρόνο, απώλεσε το δικαίωμα της οντολογικής ‘ενσάρκωσης’ του λόγου-εναντίωσης, υπαγόμενη στους νόμους & στις αξιώσεις της νεοναζιστικής βίας, η οποία ως ‘κρίση’, δύναται να επιφέρει το πρίσμα της ‘δικαιοπραξίας’..
Η νεοναζιστική βία ως δυναμική επί σώματος-λόγου-ιδεολογίας, δεν φέρει απλώς το πεδίο ή τα πεδία του ‘επιδεικνυόμενου’ ανδρισμού αλλά τις συνδηλώσεις του ‘καλλωπισμένου’ σώματος, λευκού, ελληνικού, και ετεροφυλόφιλου, το οποίο δρα επάλληλα & επαναληπτικά..
H Xρυσή Αυγή, ‘ερείπιο’ και ‘ανόρθωση’, εκφράζει την δυναμική του αυτούσιου, ‘τροφοδοτούμενη’ από τις κοινωνικές εγκλήσεις του ανέστιου, του κοινωνιο-‘μητρικού’..
Η ‘αδελφή τακτοποιήθηκε’ (έτερη στον φυσικό εαυτό της), υπό το πρίσμα της ανάθεσης, ηττήθηκε ως επιτέλεση, εκδιώχθηκε και ‘βιάστηκε’ στο ατελεύτητο της βίαιης απόληξης, στο μεσσιανικό της συγχρονικής και μη περιόδου..
Η ‘αδελφή’, (αναπαράσταση-αντανάκλαση της παθητικότητας, της ορατής ευθύνης και πανωλεθρίας), στο συστατικό χώρο του Κοινοβουλίου που ‘διασπάται’ και επανεφευρίσκεται ως πολιτική εγκάρσια τομή-κάθειρξη, προσλαμβάνει τα πλαίσια της παγιωμένης ταυτότητας, υποκείμενο που θα βιώσει τον θρήνο, την πολιτική του θρηνώδους & παράλληλα δεικνύει προς την κατεύθυνση της καθαυτό πολιτικής ελίτ η οποία ‘αδελφοποιείται’ ως στάση-συνθήκη, ως ‘Dasein’..
Η ‘αδελφή’ καθίσταται ‘σύστημα’, τρέχων και μη αντι-παράδειγμα, συμμαχία.. Η Χρυσή Αυγή ‘μιμείται’ τον πολιτικό πόνο και την μαρτυρία του πόνου για να τον αποδώσει συστηματικά..
Το πρόγραμμα της συνίσταται από την ιδιαίτερη ΄φωνή’ και την αναπαραγωγή της, λειτουργώντας ως υλικότητα ή ως ‘μάζα’ αναμονής & μη-αναμονής, ως τέχνο-επιτελεστική ιδέα διαφορισμού και διαμοιρασμού..
Η Rosa Braidotti αναφέρει: «Μήπως κάθε επίκληση της ”σωστής” μητρικής γλώσσας δεν είναι μια μήτρα τρόμου, φασισμού, απόγνωσης»;[1]
Η επίκληση του ‘σωστού’ χρυσαυγίτικου νεοναζισμού, (της γλώσσας-μνημείου εφόρμησης) του αντισημιτισμού της αντίθεσης που δύναται να παράγει καθεστώτα θρηνωδίας.. Στον ιστορικό χωροχρόνο..
H οργάνωση της Χρυσής Αυγής αναπροσδιορίζεται και επανεφευρίσκεται τακτικά-πολιτικά-ιδεολογικά στις φορτισμένες πλαισιώσεις του ‘ορθής’ πράξης, του ‘καλά έκανε-κάνανε’, ( ως μνημειώδης υπενθύμιση του διακομματικά εγκληματικού), στις ρήξεις που επιφέρουν τα διάκενα της σύγκλισης πάνω στο ‘έδαφος’ της απείθειας, της τιμωρίας, της ιδέας της βίαιης ανάδυσης.
Στις όψεις της πολιτικής της ‘θεαματοποίησης’, ρητής & άρρητης, και παρά την απουσία εικόνας, η επίθεση Κασιδιάρη (η νεοναζιστική βία ως ‘αλήθεια’ & επί της ‘αλήθειας’), αφηγείται και υπαινίσσεται, καθίσταται δυνητική σε πραγματικό πολιτικό χρόνο, καθώς και πραγματική-οντολογική στα όρια του ‘ένοχου’ και ‘θρυμματισμένου’ σώματος..
Η Χρυσή Αυγή αφηγείται την ιστορικότητα του ειπωμένου, κεκαλυμμένα & ανοιχτά, ασκεί μία ιδιαίτερη όσο και ‘θυσιαστική’ βία, επιδιώκοντας να επανεγγράψει τα όρια ενός ‘τμηματικού’ θανάτου.. Η νεοναζιστική-ρατσιστική βία εκθέτει και εκτίθεται στο χώρο για να θανατώσει και να αναπαραχθεί, να ‘ειπωθεί’ ως επάλληλο επίδικο διατομής & αποκοπής, σώμα επί ‘αβάπτιστων’ σωμάτων..
Τα διακυβεύματα δύνανται να αναπαραχθούν την στιγμή της σύγκλισης και της απόκλισης, στον ιδεολογικό λόγο που συγκροτεί την πολιτική της παρουσίας & της υπόδειξης: ”όχι από μπροστά μου’..
Αυτό που διακρατείται είναι η δυνατότητα πολιτικής αποκοπής του Νίκου Δένδια από τον χώρο, την ίδια στιγμή που ο χώρος (μίας προσίδιας μνημονικής-μνημονιακής αναφοράς), την στιγμή του συμβάντος, δύναται να συμβολοποιηθεί ως ‘κενό γράμμα’, συνενοχή & θυμηδία, ‘έγκλημα & μαζί ‘τιμωρία’.. Το ομιλιακό ενέργημα ‘καλά έκανε’ απηχεί τη λογική της υπενθύμισης της κρίσης και των ‘υπαιτίων’ της, δύναται να αποκτήσει την σχεσιακότητα της ‘ποθητής’ και ‘ιδρυματικής’ βίας, συνιστώντας παράλληλα το εύρος του ιδιαίτερου ακτιβιστικού-λαϊκού Χρυσαυγιτισμού.. Που αναπαρίσταται ως εικόνα, ιδέα περί του ‘οικείου αίματος’, εκτατικότητα-εμπρόθετη δράση, αναπροσδιορισμός των ”εμβρυακών θεαμάτων” της Rosalind Petchesky.[2]
”Εμβρυακά θεάματα” τα οποία επιδιώκουν να θεμελιώσουν τον πολιτικό τύπο του καθημερινά ευκταίου.
Τον πολιτικό τύπο του Ηλία Κασιδιάρη: λειτουργικά (ανατομικά) ανδροπρεπής, αυτός που ‘τακτοποιεί’ τις παρούσες και μη παρούσες ‘αδελφές, ο φέρων τον και πολιτικό φαλλό (και τους άλλους φαλλούς), που ‘εκτοπίζει στην ‘επικράτεια του αμίλητου και παράλληλα δρων ενός συγχρονικού αντισημιτισμού,(που φέρει το σύγχρονο αντί ως ‘ενέργεια), λανθάνων, πραγματικός όσο και συμβολικός ‘εκκαθαριστής’.
Αυτός που ‘τακτοποίησε την αδελφή’ ως ‘στίγμα’, ίχνος, ‘καθεστώς’.
Στο ‘καθεστώς’ της νεοναζιστικής διατίμησης τα όρια μετατοπίζονται διαρκώς.. Η διαπάλη εναντίον της, με παρακολούθηση και αξιοποίηση των πορισμάτων της δίκης, οφείλει να προσλάβει τις όψεις ενός λειτουργικού συμβάντος.
Το φορτισμένο ομιλιακό ενέργημα ‘καλά έκανε-καλά έκαναν’ συγκροτεί την λογοθετικότητα της άσκησης πίεσης & της παράλληλης παρουσίας..
Η λεκτική-ιδεολογική πλαισίωση (και βία) ή η τροπικότητα της νεοναζιστικής πλαισίωσης-βίας συνιστά υποκειμενικό προσδιορισμό, διαμεσολάβηση, διάχυση, αμφίδρομη κοινωνιο-επικοινωνία: ‘καλά έκανε’ ο Ηλίας Κασιδιάρης σε αυτόν (δυνητικά σε αυτούς) που τα ‘έφαγαν’..
Σε αυτό το πλαίσιο, ο λόγος των ‘από κάτω’ (ή της κοινωνικής συμμαχίας που εκφράζει η Χρυσή Αυγή), δύναται να μετατοπίσει τα όρια της Παγκάλειας ρήσης: Το ‘όλοι μαζί τα φάγαμε’, μετατοπίζεται-μετασχηματίζεται στην κεντρικότητα του ‘αυτοί τα έφαγαν’.
‘Αυτοί’, που ως θεωρητικό υπόδειγμα, δράση και ‘εξαρτημένη’ κρίση ‘αξίζουν’ & ενσωματώνουν έναν Κασιδιάρη των βίαιων ρηγματώσεων των ‘εμβαπτίσεων’ στη λεκτική-ιδεολογική ‘ηχώ’.. Οι αξιώσεις της Χρυσής Αυγής (οι ‘επίορκοι’ μίας χώρας), αναπροσδιορίζουν και κοινοποιούν την απαίτηση έκθεσης στην τιμωρία, στον κολασμό του αυτονόητου.. ‘Αυτοί’ είναι ο τόπος-χώρος του διαρκούντος ‘μαρτυρίου’..
Η φυσικοποιημένη-κανοναρχημένη βία του Ηλία Κασιδιάρη αναπαράγει μία ‘νέα’ αντίληψη του ανήκειν, την συμμαχία της ‘εξιλέωσης’, την ίδια στιγμή που το χέρι του δεν ‘οπλίζεται’ παρά αναπαρίσταται συμβολικά-αντιπροσωπευτικά ως χέρι διαμοιρασμού..
Πλέον, ‘αυτοί που τα έφαγαν’ καθίστανται οι ‘άλλοι’ της πολιτικής, του πολιτικού-ιδεολογικού παιγνίου.. Οι ‘έτεροι’ μίας ‘ταυτοτικής’ κρίσης.
Ο λόγος επί και περί της κρίσης επιδιώκει να άρει τους συμβολισμούς και τις αναπαραστατικές πλαισιώσεις της ρήσης του Θεόδωρου Πάγκαλου..
Το επίδικο ή τα επίδικα που διακρατεί η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, προβάλλονται (κοινωνικοπολιτική σχεσιακότητα), και στην ‘αναδυόμενη’ γνώση (η διερώτηση περί της γνώσης), της κοινωνικής της συμμαχίας-μπλοκ δυνάμεων, κοινωνικής συμμαχίας εντός του πολιτικού στοιχείου, της δυνατότητας αντιπροσώπευσης του ορατού..
[1] Βλέπε σχετικά, Αθανασίου Αθηνά, ‘Σκέψεις για μια πολιτική του πένθους: Προς μια αντιεθνικιστική φεμινιστική πολιτική στην εποχή της αυτοκρατορίας’, Αθανασίου Αθηνά, ‘Ζωή στο όριο. Δοκίμια για το σώμα, το φύλο και τη βιοπολιτική’, Εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα, 2007, σελ.247.
[2] Αναφέρεται στο: Αθανασίου Αθηνά…ό.π., σελ. 180.