Του Γκαμπόρ Ματέ – Μετάφραση: Νίκος Λάιος
Εξάρτηση: Ούτε επιλογή, ούτε γονίδια
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΚΡΟΤΟΥΣ ΚΑΙ ΣΙΩΠΕΣ
(Συνεργασία του Νόστιμον Ήμαρ με το Σωματείο των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης)
Ο Τόμας Ντε Κουΐνσυ, φυσιογνωμία των γραμμάτων στις αρχές του 19ου αιώνα, ήταν χρήστης οπίου. «Οι λεπτές δυνάμεις που καταλύουν σε τούτο το πανίσχυρο ναρκωτικό», γράφει με ενθουσιασμό, «καταλαγιάζουν όλους τους ερεθισμούς του νευρικού συστήματος […] διεγείρουν την μπόρεση της απόλαυσης […] διατηρούν για είκοσι τέσσερις ώρες τις -αλλιώτικα πτωτικές- ζωικές δυνάμεις […] Ω, όπιο ακριβοδίκαιο, αβρό, που καθετί δαμάζεις […] Συ μοναχά προσφέρεις τα δώρα αυτά στον άνθρωπο˙ και συ μόνο κατέχεις του Παραδείσου τα κλειδιά». Ένας ασθενής μου στο κακόφημο Νταουντάουν Ήστσαϊντ του Βανκούβερ, το είπε πιο λιτά: «Ο λόγος που κάνω ναρκωτικά, είναι για να μη νιώθω τα γα**μένα τα συναισθήματα, που νιώθω όταν δεν κάνω ναρκωτικά».
Όλοι οι τοξικομανείς, ακόμα και (ή, ίσως, ιδιαίτερα) ο εξαθλιωμένος και περιθωριοποιημένος χρήστης του δρόμου, αναζητούν στην έξη τους τον ίδιο παράδεισο, που ραψωδεί ο Ντε Κουΐνσυ: μιαν αίσθηση παρηγοριάς, ζωτικότητας και ελευθέρωσης από τον πόνο. Πρόκειται για αναζήτηση καταδικασμένη, που θέτει σε κίνδυνο την υγεία, την κοινωνική θέση, την αξιοπρέπεια και την ελευθερία τους. «Δεν φοβάμαι τον θάνατο», μου είπε ένας άλλος ασθενής. «Πιο πολύ με φοβίζει η ζωή». Ποια απόγνωση θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον, να βάλει τη βραχυπρόθεσμη ανακούφιση του πόνου πάνω από τη ζωή την ίδια; Και ποια θα μπορούσε να είναι η πηγή τέτοιας απόγνωσης;
Ούτε επιλογή, ούτε γονίδια
Στη Βόρεια Αμερική, δύο θεωρήσεις τροφοδοτούν τις κοινωνικές στάσεις απέναντι στην εξάρτηση. Η πρώτη είναι η αντίληψη ότι ο εθισμός είναι αποτέλεσμα ατομικής επιλογής, προσωπικής αποτυχίας – μια οπτική που αποτελεί τη βάση της νομικής προσέγγισης της εξάρτησης από ουσίες. Αν η συμπεριφορά είναι ζήτημα επιλογής, τότε είναι λογικό να τιμωρείται ή να αποθαρρύνεται με νομικές κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένης της φυλάκισης για απλή κατοχή. Η δεύτερη θεώρηση είναι αυτή του ιατρικού μοντέλου, που βλέπει τον εθισμό ως κληρονομική νόσο του εγκεφάλου. Η οπτική αυτή έχει τουλάχιστον το προτέρημα ότι δεν κατηγορεί τον ταλαιπωρημένο άνθρωπο -στο κάτω-κάτω, οι άνθρωποι κληρονομούν γονίδια χωρίς τη θέλησή τους- και δίνει τη δυνατότητα συμπονετικής αντιμετώπισης.
Εκείνο που οι υποθέσεις της επιλογής και της κληρονομικότητας έχουν κοινό, είναι ότι βγάζουν λάδι την κοινωνία. Καμιά από τις δυο δεν μας υποχρεώνει να εξετάσουμε πώς η εμπειρία και η κοινωνική θέση ενός ανθρώπου συμβάλλουν σε μιαν επιρρέπεια προς την εξάρτηση. Αν οι καταπιεσμένοι ή περιθωριοποιημένοι πληθυσμοί φορτώνονται ένα δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο του βάρους της εξάρτησης -και το φορτώνονται, εδώ όπως και αλλού-, αυτό θα πρέπει να οφείλεται στην κακή λήψη αποφάσεων ή στα ελαττωματικά γονίδιά τους. Τα μοντέλα που βασίζονται στην κληρονομικότητα και στην επιλογή μας απαλλάσσουν επίσης, βολικά, από το χρέος να εξετάσουμε πώς το κοινωνικό μας περιβάλλον υποστηρίζει ή δεν υποστηρίζει τους γονείς μικρών παιδιών˙ και πώς οι κοινωνικές συμπεριφορές και οι κοινωνικές πολιτικές επιβαρύνουν, αγχώνουν και αποκλείουν συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού και, επομένως, αυξάνουν τη ροπή τους προς την εξάρτηση.
Μια άλλη, πιο ενοχλητική οπτική αναδύεται, όταν ακούμε τις ιστορίες ζωής των χρηστών ουσιών και εξετάζουμε τα περίσσια ερευνητικά δεδομένα.
Οι εξαρτήσεις γεννιούνται πάντοτε από τη δυστυχία, ακόμα και αν αυτή είναι κρυμμένη. Είναι συναισθηματικά αναισθητικά: μουδιάζουν τον πόνο. Το πρωταρχικό ερώτημα -πάντοτε- δεν είναι «από πού η εξάρτηση;», αλλά «από πού ο πόνος;» Η απάντηση συνοψίστηκε, με την τραχιά ευφράδεια ορνιθοσκαλισμάτων, στον τοίχο του δωματίου της ασθενούς μου, της Άννα: «Όπου κι αν πήγα, δεν με θέλανε. Κι αυτό σ’ τη βαράει άσχημα.»
«Μια ζεστή, τρυφερή αγκαλιά»
Για δώδεκα χρόνια ήμουν επιμελητής γιατρός στο Πόρτλαντ Οτέλ, μια μη κερδοσκοπική μονάδα μείωσης βλάβης στο Νταουντάουν Ήστσαϊντ, περιοχή με έναν πληθυσμό 3.000 με 5.000 εξαρτημένων. Οι περισσότεροι πελάτες του Πόρτλαντ είναι εξαρτημένοι από την κοκαΐνη, από την κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη, από το αλκοόλ, από τα οπιούχα όπως η ηρωίνη ή από τα ηρεμιστικά – ή από οποιοδήποτε συνδυασμό όλων αυτών.
«Την πρώτη φορά που έκανα ηρωίνη», μου είπε κάποτε μια από τους ασθενείς μου, μια 27χρονη εργαζόμενη του σεξ, «είχα την αίσθηση μιας ζεστής και τρυφερής αγκαλιάς». Σε μια φράση συνόψισε τις βαθιές, έντονες ψυχολογικές και χημικές «πείνες» [cravings], που καθιστούν κάποιους ανθρώπους ευάλωτους στην εξάρτηση από ουσίες.
Σε αντίθεση με τον λαϊκό μύθο, κανένα ναρκωτικό δεν είναι εγγενώς εθιστικό. Μονάχα ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων που δοκιμάζουν το αλκοόλ, ή την κοκαΐνη ή ακόμα και την κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη περνούν στον εθισμό. Τι κάνει τους ανθρώπους αυτούς ευάλωτους; Σύμφωνα με τις τρέχουσες μελέτες στον εγκέφαλο και με την αναπτυξιακή ψυχολογία, η χημική και συναισθηματική ευπάθεια δεν είναι αποτελέσματα γενετικού προγραμματισμού, αλλά εμπειρίας ζωής. Το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξης του ανθρώπινου εγκεφάλου επιτελείται μετά τη γέννηση και, έτσι, οι σωματικές και συναισθηματικές αλληλεπιδράσεις καθορίζουν μεγάλο μέρος της νευρολογικής μας εξέλιξης – ποιες περιοχές του εγκεφάλου θα αναπτυχθούν και πόσο καλά, ποια πρότυπα θα κωδικοποιηθούν κ.ο.κ. Ως εκ τούτου, το κύκλωμα και η χημεία κάθε εγκέφαλου αντικατοπτρίζουν τις προσωπικές εμπειρίες ζωής όσο και τις κληρονομικές τάσεις.
Τα ναρκωτικά επηρεάζουν τον εγκέφαλο, δεσμευόμενα στους υποδοχείς των νευρικών κυττάρων. Τα οπιούχα πιάνουν δουλειά στους έμφυτους υποδοχείς μας των ενδορφινών – των φυσικών ουσιών του σώματός μας, που μοιάζουν με οπιούχα και που παίρνουν μέρος σε πολλές λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένης της ρύθμισης του πόνου και της διάθεσης. Παρομοίως, τα ηρεμιστικά της κατηγορίας των βενζοδιαζεπινών, όπως το Βάλιουμ, επιδρούν στους φυσικούς υποδοχείς βενζοδιαζεπινών του εγκεφάλου. Άλλες χημικές ουσίες του εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένης της ντοπαμίνης και της σεροτονίνης, επηρεάζουν ένα ευρύ φάσμα λειτουργιών, όπως της διάθεσης, των κινήτρων και της ανταμοιβής της συμπεριφοράς, και της αυτορρύθμισης. Αυτές, επίσης, δεσμεύονται σε συγκεκριμένους, εξειδικευμένους υποδοχείς των νευρώνων.
Όμως, ο αριθμός των υποδοχέων και το επίπεδο των χημικών ουσιών στον εγκέφαλο δεν καθορίζονται κατά τη γέννηση. Τα βρέφη αρουραίων, που δέχονται λιγότερη περιποίηση από τις μητέρες τους, καταλήγουν με λιγότερους φυσικούς «βένζο»-υποδοχείς στο τμήμα του εγκεφάλου που ελέγχει το άγχος. Οι εγκέφαλοι βρεφών μαϊμούδων, που χωρίζονται από τις μητέρες τους για λίγες μόνο μέρες, είναι μετρήσιμα ανεπαρκείς σε ντοπαμίνη.
Το ίδιο συμβαίνει με τα ανθρώπινα όντα. Οι ενδορφίνες απελευθερώνονται στον εγκέφαλο του βρέφους, όταν υπάρχουν ζεστές, μη αγχωτικές, ήρεμες αλληλεπιδράσεις με τις γονεϊκές φιγούρες. Οι ενδορφίνες, με τη σειρά τους, προωθούν την ανάπτυξη υποδοχέων και νευρικών κυττάρων, και την έκκριση άλλων σημαντικών χημικών ουσιών του εγκεφάλου. Όσο λιγότερες οι εμπειρίες που αυξάνουν την ενδορφίνη στη βρεφική και στην πρώιμη παιδική ηλικία, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη για εξωτερικές πηγές. Εξ ου και μια μεγαλύτερη ευπάθεια στους εθισμούς.
Χρονικά πόνου
Αυτό που διακρίνει τους εξαρτημένους των φτωχογειτονιών, είναι ο ακραίος βαθμός άγχους που υπέστησαν νωρίς στη ζωή. Σχεδόν όλες οι γυναίκες που κατοικούν σήμερα στην «καναδέζικη πρωτεύουσα των εξαρτήσεων» -όπως ονομάστηκε το Νταουντάουν Ήστσαϊντ του Βανκούβερ- υπέστησαν σεξουαλικές επιθέσεις στην παιδική ηλικία, όπως και πολλοί από τους άντρες. Οι παιδικές αναμνήσεις κατά συρροή εγκατάλειψης ή σοβαρής σωματικής και ψυχολογικής κακοποίησης είναι διαδεδομένες. Οι ιστορίες των ασθενών μου είναι χρονικά πόνου επί πόνου.
Ο Κάρλ, ένας 36χρονος αυτόχθονας, διώχτηκε από τη μια θετή οικογένεια μετά την άλλη, τον έβαλαν και ήπιε υγρό πιάτων σαν τιμωρία για την απρεπή γλώσσα του στην ηλικία των 5 χρόνων και τον έδεσαν σε μια καρέκλα, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, για να τεθεί υπό έλεγχο η υπερκινητικότητά του. Όταν θυμώνει με τον εαυτό του, σκαλίζει το πόδι του με ένα μαχαίρι, για τιμωρία.
Τι γίνεται, όμως, με τις οικογένειες όπου δεν υπήρχε κακοποίηση, αλλά αγάπη; όπου οι γονείς έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους για να προσφέρουν στα παιδιά τους ένα σπιτικό ασφάλειας και φροντίδας; Στο κάτω-κάτω, οι εξαρτήσεις γεννιούνται και μέσα σε τέτοιες οικογένειες. Ο αθέατος παράγοντας εδώ είναι το άγχος που μέσα του έζησαν οι ίδιοι οι γονείς, ακόμα και αν δεν το αναγνώρισαν. Το άγχος αυτό μπορεί να είχε προέλθει από προβλήματα στις σχέσεις ή από εξωτερικές συνθήκες, όπως οικονομική πίεση ή πολιτική αναστάτωση.
Η πιο συχνή πηγή κρυμμένου άγχους είναι οι ιστορίες της παιδικής ηλικίας των ίδιων των γονιών, οι οποίες τους φορτώνουν με συναισθηματικές αποσκευές που δεν συνειδητοποιούν. Ό,τι υπάρχει στον εαυτό μας και δεν έχουμε επίγνωσή του, το μεταγγίζουμε στα παιδιά μας. Οι ανήσυχοι, αγχωμένοι ή καταθλιπτικοί γονείς έχουν μεγάλη δυσκολία να ξεκινήσουν αρκετές από αυτές τις αλληλεπιδράσεις με τα παιδιά τους – τις αλληλεπιδράσεις συναισθηματικής ανταμοιβής, που απελευθερώνουν ενδορφίνες. Μετέπειτα στη ζωή, τα παιδιά αυτά μπορεί να βιώσουν ένα βάρεμα ηρωίνης σαν τη «ζεστή, τρυφερή αγκαλιά» που περιγράφει ο ασθενής μου: Ό,τι προηγουμένως δεν πήραν αρκετό, τώρα μπορούν να το δώσουν στον εαυτό τους μέσα από μια βελόνα.
Άνευ όρων αγάπη
Οι μελέτες γύρω από τις Δυσμενείς Εμπειρίες Παιδικής Ηλικίας στις ΗΠΑ έχουν αποδείξει πέραν κάθε αμφιβολίας ότι τα παιδικά άγχη, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως η κακοποίηση, η εξάρτηση στην οικογένεια, ένα επώδυνο διαζύγιο κ.ο.κ., συνιστούν το καλούπι για εξαρτήσεις αργότερα στη ζωή. Δεν συνεπάγεται, βέβαια, πως όλοι οι τοξικομανείς έχουν κακοποιηθεί ή πως όλα τα κακοποιημένα παιδιά γίνονται τοξικομανείς, αλλά οι συσχετίσεις είναι αναπόδραστες.
Αν κοιτάξουμε προσεκτικά, θα δούμε ότι τα εθιστικά πρότυπα χαρακτηρίζουν τις συμπεριφορές πολλών μελών της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων πολιτών υψηλής λειτουργικότητας και αξιοσέβαστων. Ως εργασιομανής γιατρός, έχω τις δικές μου εξαρτήσεις, που δεν σχετίζονται με ουσίες: εξάρτηση από την πυρετώδη επαγγελματική δραστηριότητα, επίσης από τα ψώνια. Στην περίπτωσή μου, μπορώ να εντοπίσω την πηγή τους στις συναισθηματικές απώλειες, που υπέφερα ως Εβραίος, βρέφος ακόμα, στην κατεχόμενη από τους Ναζί Ουγγαρία, στα τελευταία χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα παιδιά μου, με τη σειρά τους, υποβλήθηκαν στα άγχη μιας οικογένειας με επικεφαλής έναν εργασιομανή πατέρα, που ήταν φυσικά παρών, αλλά συναισθηματικά απών.
Η αίσθηση ότι είναι μόνοι, η αίσθηση ότι δεν υπήρξε ποτέ κάποιος με τον οποίο να μοιραστούν τα βαθύτερα συναισθήματά τους, είναι καθολική μεταξύ των τοξικομανών. Αυτό είναι που θρηνούσε η Άννα στον τοίχο της. Όση αγάπη κι αν έχει ένας γονιός, το παιδί δεν βιώνει ότι το θέλουν, αν δεν το κάνουν να αισθάνεται ολότελα ασφαλές να εκφράσει ακριβώς πόσο δυστυχισμένο, ή θυμωμένο ή γεμάτο μίσος μπορεί να νιώθει κάποιες φορές. Η αίσθηση της άνευ όρων αγάπης, της πλήρους αποδοχής ακόμα και στις πιο κακότροπες στιγμές τους, είναι αυτή που δεν βίωσε ποτέ κανένας εξαρτημένος στην παιδική ηλικία – όχι επειδή οι γονείς δεν την είχαν για να τη δώσουν, μα απλά επειδή ήταν υπερβολικά αγχωμένοι, ή διαλυμένοι λόγω της υπερβολικά πολλής δουλειάς, ή βασανισμένοι από τους δικούς τους δαίμονες ή απλά δεν ήξεραν πώς να τη μεταδώσουν στο παιδί.
Οι εξαρτημένοι σπάνια κάνουν τη σύνδεση μεταξύ δύσκολων εμπειριών της παιδικής ηλικίας και αυτοκαταστροφικών έξεων. Κατηγορούν τους εαυτούς τους – και αυτή είναι η μεγαλύτερη από όλες τις πληγές, το να αποκόβονται από τη φυσική συμπόνια για τον εαυτό τους. «Με δείρανε πολύ», μου είπε ο 40χρονος Γουέην, «αλλά πήγαινα γυρεύοντας. Τότε πήρα κάτι ηλίθιες αποφάσεις». Και, θα έδερνε ένα παιδί, ανεξάρτητα από το πόσο το παιδί «πήγαινε γυρεύοντας» ή θα κατηγορούσε το παιδί για «ηλίθιες αποφάσεις»; «Δεν γουστάρω να συζητάω τέτοιες μπούρδες», είπε ο σκληροτράχηλος αυτός άντρας, που δούλεψε τρυπάνια σε πετρελαιοπηγές, που δούλεψε σε κατασκευαστικά εργοτάξια και που εξέτιε ποινή 15 χρόνων στη φυλακή για ληστεία. Κοίταξε πέρα και σκούπισε ένα δάκρυ απ’ τα μάτια του.