Σήμερα το κοινωνικό κράτος δέχεται επίθεση!! Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της λιτότητας σε όλη την Ευρώπη επιχειρούν να αναιρέσουν τις κοινωνικές κατακτήσεις ολόκληρων γενεών (περικοπές σε μισθούς, συντάξεις οικογενειακά επιδόματα, επιδόματα ανεργίας και υποβάθμιση σημαντικών δομών κοινωνικής πρόνοιας όπως η υγεία και η παιδεία) και να ελαστικοποιήσουν τις εργασιακές σχέσεις (ριζική απομάκρυνση από την πολιτική πλήρους απασχόλησης, ευέλικτο ωράριο εργασίας, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων εργασίας) οδηγώντας ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας και ιδιαίτερα τη νεολαία στην ανεργία, στην κοινωνική εξαθλίωση και στον κοινωνικό αποκλεισμό.
Η επίθεση αυτή σε επίπεδο πολιτικού λόγου συνοδεύεται από μία ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη για ανταγωνιστικότητα της ελληνικής και ευρωπαϊκής οικονομίας (με κάθε κοινωνικό και εργασιακό κόστος) και από μία αμφισβήτηση και τελικά έμπρακτη υπονόμευση των δομών του κοινωνικού κράτους.
Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι για έναν από τους πατέρες του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, τον Friedrich Hayek, το κοινωνικό κράτος και η κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας «αντικατοπτρισμός», «μια άδεια και στερούμενη ουσιαστικού περιεχομένου έννοια», «ένα είδος κοινωνικού αταβισμού» που υπονομεύει την αξία της ατομικής ελευθερίας και έχει ένα έντονα αντιαναπτυξιακό πρόσημο (δεδομένου ότι καθιστά δυσχερέστερες τις ιδιωτικές επενδύσεις) (βλ. «The constitution of liberty», «Social Justice, Socialism and Democracy»). Η αντίληψη αυτή περί κοινωνικής δικαιοσύνης συμβαδίζει ή και πιθανόν εκπορεύεται από μια αντίληψη περί του οικονομικού ανταγωνισμού ως της μοναδικής πηγής ευμάρειας των σύγχρονων κοινωνιών, δεδομένου ότι καταφέρνει να εξισορροπεί και να μετατρέπει την εγωιστική επιδίωξη ατομικού οφέλους από τους ιδιώτες σε πηγή κοινωνικής και οικονομικής προόδου (μείωση μονοπωλίων και ολιγοπωλίων, σύνδεση με το κράτος δικαίου) (βλ. Άνταμ Σμιθ, Χομπς).
Ο ρεαλισμός του νεοφιλελευθερισμού και η «ορθολογικότητα» της ορθολογιστικής οικονομικής επιλογής (συνυφασμένης με την ατομική ευθύνη για την προσωπική επιβίωση) συνυφαίνονται συχνά με την επιβίωση του ισχυρότερου (έννοια που πρώτος εισήγαγε ο Χέρμπερτ Σπένσερ και σήμερα με μια ιδιότυπη θεωρία περί κοινωνικού δαρβινισμού) και με μία αντίληψη περί εγωιστικής ανθρώπινης φύσης, ο εξορθολογισμός και η τιθάσευση της οποίας επιτυγχάνονται μέσω του ανταγωνισμού και της αυτορρύθμισης της αγοράς (η ελευθερία όμως ταυτίζεται με τη δυνατότητα επιδίωξης του ιδιωτικού κέρδους μακριά από κρατικές παρεμβάσεις).
Είναι όμως άραγε η κοινωνική δικαιοσύνη ένας απλός αντικατοπτρισμός στην έρημο της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας? Είναι άραγε όσοι διψούν για έναν δικαιότερο κόσμο, έναν κόσμο με ανθρώπινη αξιοπρέπεια όπου δε θα υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας που να υποφέρουν και που να στερούνται στοιχειώδη βιοτικά αγαθά στ αλήθεια εξ αρχής καταδικασμένοι στη ματαιότητα του ανέφικτου? Και είναι άραγε ο νεοφιλελευθερισμός η μόνη ρεαλιστική και ορθολογική σύγχρονη πραγματικότητα?
«H φωνή των φτωχών δεν είναι πάντα δίκαιη, αλλά αν δεν
την ακούσεις δε θα μάθεις ποτέ τι είναι δικαιοσύνη!!» – Howard Zinn
Στο σημείο αυτό καθοριστική είναι η συμβολή της ανθρωπολογικής σχολής του Σικάγο (και ιδιαίτερα του Marshall Sahlins) που αντιπαραθέτει στην αντίληψη περί εγωιστικής ανθρώπινης φύσης την έννοια της πολιτισμικής νοηματοδότησης, ιεράρχησης και καθορισμού του τρόπου ικανοποίησης των βιοτικών αναγκών. Σύμφωνα με τον Marshall Sahlins: «Όλος αυτός ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός του κοινωνικού δαρβινισμού και της νεοφιλελεύθερης «ορθολογικής επιλογής» έχουν επαινεθεί σαν το ξεμάγεμα του κόσμου, αλλά αυτό που πράγματι σημαίνουν είναι το μάγεμα της κοινωνίας από τον κόσμο- από το συμβολισμό του σώματος και της ύλης στη θέση του πνεύματος. Έχουμε εδώ την κατασκευή της φύσης από συγκεκριμένα πολιτισμικά νοήματα και πρακτικές, οι συμβολικές ιδιότητες των οποίων θεωρούνται ωστόσο καθαρά υλικές ιδιότητες, ενώ οι κοινωνικές τους πηγές αποδίδονται σε σωματικές επιθυμίες, που η αυθαίρετη ικανοποίηση τους κρύβεται πίσω από οικουμενικές ορθολογικές επιλογές» («Η δυτική ψευδαίσθηση περί ανθρώπινης φύσης»).
Επομένως, η αντίληψη περί ανθρώπινης φύσης ως εμπειρική αφετηρία του κοινωνικού δαρβινισμού αλλά και του οικονομικού μονεταρισμού (παρά τις διαφοροποιήσεις και την εξέλιξη των επιχειρημάτων περί προστασίας των καταναλωτών- αλήθεια η προστασία των καταναλωτών μπορεί να έχει μεγαλύτερη κανονιστική δύναμη από τα ανθρώπινα δικαιώματα και άρα και τα κοινωνικά δικαιώματα- οι ιδέες του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού συνιστούν συνέχεια της αντίληψης του Άνταμ Σμιθ περί ανθρώπινης φύσης) βασίζεται σε μια ιδεολογική κατασκευή (σύγχρονοι οικονομολόγοι έχουν άλλωστε δείξει ότι πολλές φορές αυτό που θα έπρεπε να είναι ορθολογική επιλογή στην πραγματικότητα επηρεάζεται από πολιτισμικές τάσεις) και παραβλέπει την αξία της κοινωνικής δικαιοσύνης ως βαθιά ριζωμένης στον ανθρώπινο πολιτισμό και άρα στα κοινωνικά κινήματα ως παραγωγών πολιτισμικών αξιών και κοινωνικών προταγμάτων.
Παράλληλα, ιδιαίτερη σημασία για την ανάδειξη του ιδεολογικού προσήμου των σύγχρονων μοντεραστικών πολιτικών έχει και το έργο του Φουκώ αναφορικά με τη γενεαλογία της κυβέρνησης. Στο έργο αυτό ο Φουκώ χρησιμοποιεί τον όρο «governmentality» (ετυμολογική σύνθεση των όρων “gouverner”= κυβερνώ και “mentalite”= νοοτροπία) προκειμένου να καταδείξει αφενός το στενό σύνδεσμο της διακυβέρνησης και της βιο- εξουσίας με τις πολιτικές ορθολογικότητες που τις υποστηρίζουν και αφετέρου το ότι ο όρος κυβέρνηση μολονότι ταυτισμένος σήμερα με την εκτελεστική εξουσία σε πολιτειακό επίπεδο στην πραγματικότητα (και άρα έχει κυρίως πολιτικό νόημα συνυφασμένο με τη δημόσια διοίκηση) μέχρι το 18ο αιώνα χρησιμοποιούνταν σε ένα ευρύτερο φάσμα κειμένων (πολιτικά, φιλοσοφικά, παιδαγωγικά, θρησκευτικά και ιατρικά κείμενα) έχοντας μια ευρύτερη σημασία (π.χ αυτοδιάθεση ,γι’ αυτό και ο Φουκώ θεωρεί ότι ο όρος κυβέρνηση καταλαμβάνει στο εύρος του εκτός από την πολιτειακή διοίκηση και το ζήτημα της διακυβέρνησης του εαυτού).
«το δράμα της εποχής μας δεν είναι ότι δεν έχουμε τίποτα να πούμε
αλλά το ότι δεν έχουμε τίποτα για να σιωπήσουμε»
Επομένως, δεδομένου ότι για τον Φουκώ η έννοια της πολιτικής ορθολογικότητας δε συνιστά μια «καθαρή», ουδέτερη γνώση της πραγματικότητας της διακυβέρνησης, αλλά είναι ζωτικό και εγγενές στοιχείο της ίδιας της διακυβέρνησης συμβάλλοντας καθοριστικά στη δημιουργία του διαλεκτικού πλαισίου στο οποίο η εξουσία καθίσταται ορθολογική ο οικονομισμός του νεοφιλελευθερισμού δεν επιφέρει το τέλος της πολιτικής αλλά τη δομική μεταλλαγή της. Η απόσυρση του κράτους ως του κατεξοχήν συντελεστή της δημόσιας διακυβέρνησης οδηγεί στην ανάδειξη νέων μορφών (συνήθως άτυπων) ιδιωτικής διακυβέρνησης σε υπερεθνικό επίπεδο (μορφές ήπιας διεθνικής διακυβέρνησης, αλλά βλ. και προσπάθειες αντιστροφής αυτών των φαινομένων π.χ global administrative law που όμως πιθανώς εγγράφονται εν μέρει στον ίδιο ορίζοντα κτλ) αλλά και σε επίπεδο έθνους κράτους που όντας μη δημοκρατικά ελεγχόμενες επιδιώκουν τη μεταβολή της σχέσης της κοινωνίας με την πολιτική εξουσία και την οικονομία. Απ’ αυτή την άποψη ο νεοφιλελεύθερος ρεαλισμός λειτουργεί ως ένα ιδεολογικό πέπλο που συγκαλύπτει την απομάκρυνση των δομών πολιτικής εξουσίας από θεσμούς δημοκρατικής λογοδοσίας και κοινωνικού ελέγχου επικαλούμενος τη ρεαλιστική αναγνώριση μιας πραγματικότητας την οποία όμως έχει προηγουμένως ο ίδιος δημιουργήσει.
Η νεοφιλελεύθερη ανάγνωση της σύγχρονης κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας προσλαμβάνει την πολιτική της λιτότητας, της διογκωμένης ανεργίας, των ιδιωτικοποιήσεων και της υπονόμευσης του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών κατακτήσεων ως το μόνο ρεαλιστικό δρόμο για την υπέρβαση της κρίσης. Άλλωστε, για το νεοφιλελευθερισμό το κοινωνικό κράτος δεν είναι παρά ένας αντικατοπτρισμός, μια οφθαλμαπάτη ανέφικτη και αντιαναπτυξιακή μέσα στην κενότητα της λάμψης της. Είναι όμως άραγε έτσι? Ο Βίτγκενσταιν έλεγε κάποτε ότι «το δράμα της εποχής μας δεν είναι ότι δεν έχουμε τίποτα να πούμε (σήμερα το νεοφιλελεύθερο τεχνοκρατικό «ιδεολογικό εποικοδόμημα» αυτοπαρουσιάζεται ως το μόνο ορθολογικό και ρεαλιστικό) αλλά το ότι δεν έχουμε τίποτα για να σιωπήσουμε». Κι όμως αν για μία και μόνο στιγμή μείνουμε σιωπηλοί και αφουγκραστούμε τη φωνή της κοινωνίας θα διαπιστώσουμε ότι αυτό που για την τεχνοκρατική νεοφιλελεύθερη λογική ανήκει στη σφαίρα του ανύπαρκτου, είναι υπαρκτό και έχει βαθιές ρίζες στις παραδόσεις, στις αξίες και στον ευρωπαϊκό πολιτισμό (πέρα όμως από τη σφαίρα της μονεταριστικής λογικής, η οποία ίσως δε μπορεί να το εγγράψει, όπως δε μπορεί ακριβώς συχνά να εγγράψει άλλα ιδεώδη όπως η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία συσχετίζει με μια λογική ανάπτυξης με βάση το κράτος δικαίου και όχι με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια).
Η σιωπή αυτή κρύβει μέσα της σαν ένα κοχύλι τον απόηχο της θύελλας του εικοστού αιώνα που σφυρηλάτησε στην καρδιά των ευρωπαϊκών κοινωνιών και του δυτικού πολιτισμού την αξία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Και ο απόηχος αυτός σε συνδυασμό με τις συλλογικές αντιστάσεις και τα κοινωνικά κινήματα μας δείχνουν ότι αν αλήθεια είναι η άρση της λήθης τότε η πιο γενναία πολιτική πράξη είναι να θυμηθούμε τα όσα μας δίδαξε ο προηγούμενος αιώνας (οικοδόμηση κοινωνικού κράτους ως προϊόν υπέρβασης κρίσεων) και να τολμήσουμε να ονειρευτούμε αναζητώντας συλλογικά ένα νέο δρόμο κοινωνικής αλληλεγγύης, ανθρώπινης αξιοπρέπειας και κοινωνικής δικαιοσύνης. To αδύνατο λοιπόν καταφτάνει!! Είναι στο χέρι μας!!
Tου Γιάννη Γεράσιμου