Του Άρη Κεραμάρη
«Το γεφύρι της πλάκας, υπήρξε το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων. Φτιάχτηκε το 1864 από τον πρωτομάστορα Κώστα Μπέκα.»
Έτσι είναι ο τόπος μας. Αυτοδίδακτος.
Εξελίσσει μόνο τις θύμησες από χαραυγή σε χαραυγή και αυτές τραγουδάει σε κηδείες, γάμους και πανηγύρια.
Χρόνια ακόμα, αυτό είναι το σωτήριο παραμύθι τους.
Τις ώρες που ακούγεται μόνο το σύρσιμο της ομίχλης και το ζωντανό νερό της βροχούλας.
Κι όσες φορές έφυγα, η δική μου θύμηση ήταν πότε σαν ύπνος σε παγωμένο χιόνι και πότε σαν ζάλη από την μυρωδιά λιβανιού, στο μαντήλι της γιαγιάς. Ο δικός μου κήπος της Γεσθημανής. Τα βλέμματα χαμηλωμένα όπως το δέος τα χαμηλώνει ή ο άνθρωπος που ξέρει από την αρχή πως είναι σπείρα.
Τα λόγια λίγα, σαν να φοβούνται οι λέξεις.
Όπου βλέπω τρία λιθάρια, κάθεται ο παππούς με τα αδέρφια του. Ανοίγουν τις καπνοσακούλες και στρίβουν τσιγάρα με ροζ χαρτάκια, φυλαγμένα σε ξύλινο κουτάκι με τον άι Γιώργη σκαλισμένο. Μόνο που μιλάνε μια γλώσσα, που πια δεν την θυμάμαι. Και ύστερα σιωπή.
Σαν να έχει μόλις χασμουρηθεί ο κόσμος πάνω στις λυπημένες στέγες. Λες και πρέπει, μυστικά, να φανταστείς την ζεστασιά, την κλέφτη μάτια, το μοσχοβόλημα της μαυρομάτας που πέρασε…
Έχουμε αυτήν την ευχή και κατάρα, εμείς οι Ηπειρώτες. Πέτρα και δάκρυ στο μάτι, κλαρίνο στο αυτί, παράπονο στο στόμα. Δεν βγάζεις άκρη μαζί μας.
Κοιτάμε κρυφά σαν από ανάγκη το ξένο και για να σε μπάσουμε στο σπίτι μας , πρέπει να φέξει. Όταν διαβείς όμως, είναι σαν να μην έλειπες ποτέ. Στις πόρτες είναι τα κεντήματα . Στο έμπα και στο έβγα.
Σε ξένους τόπους , ότι πέτρινο δούμε, λέμε, δικό μας είναι.
Παππούδες δικοί μας , χτιστάδες , ήρθαν και πελεκήσαν εδώ μακριά και σαν χαμένα πρόβατα, θέλουμε να τα μαζέψουμε πίσω στον τόπο τους. Χρόνια κλεισμένοι, τα πρόσωπα μας χαμογελάνε, κλαίνε, αντέχουν, πονάνε με τον δικό μας τρόπο. Λιτά χωρίς στολίδια. Με ένα καθρέφτισμα στον πάγο και στο χιόνι.
Γελάει για λίγο η γιαγιά μου… Να λέει, να σκούζει το παιδί στην πλάτη και τα κεντίδια πάνω από τον αστράγαλο.
Να βγαίνουν από τους τοίχους στα χαλάσματα… ζευγάρια χωρισμένα στην ζωή, στην Γερμανία… με τα κορμιά καμάρες, από το ζαλίκωμα. Σαν τα γεφύρια της πατρίδας μας, που μόνο ταπεινός μπορείς να σταθείς μπροστά τους, έτσι όπως ξεφτιλίζουν τον χρόνο.
Ακριβές αυταπάτες και παρήγορα λόγια.
Τα κομμάτια της καρδιάς δεν σπάνε. Γκρεμίζονται. Τα γκρεμίζει ο αέρας και το ποτάμι.
Έχεις δει πως είναι να γυμνώνεται ένας τόπος;
Σαν χέρι που περιμένει είναι.
Κόκκινα μάτια άγρυπνα στο τελευταίο σπίρτο και το κλαρίνο, να σημαδεύει το χώμα, σαν να ρίχνει νότες, σκάλα στους πεθαμένους… και η απότομη κίνηση του χεριού “σιγααααά”. Μην τους ταράξεις και τους αγριέψεις.
Έχεις δει πως είναι ένας τόπος σε αναμονή;
Ανάμεσα στο ζωντανό και στον λήθαργο, πως μπερδεύει τα αρώματα;
Τρία χρόνια στο χώμα και ετούτο. Να χτιστεί θέλει, με τις ίδιες πέτρες.
Ο τόπος το λέει. Γιατί εδώ από μόνος του, είναι το βασίλειο των σκιών και ο ήχος ο πρωταρχικός… είναι το τρίξιμο.
Μη με κατηγορήσετε για τοπικιστή.
Και σεις Ηπειρώτες είστε.
Το γεφύρι της πλάκας, υπήρξε το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων. Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1864 από τον πρωτομάστορα Κώστα Μπέκα.
Τον Φλεβάρη του 2015 έπεσε, για τρίτη φορά, μετά από 150 χρόνια.
Η πρώτη ήταν το 1860 και η δεύτερη το 1863, μέσα σε γλέντι τρικούβερτο… την μέρα των εγκαινίων του, την ώρα που κάψανε τα καλούπια.
Το φθινόπωρο. Έτσι λένε τα τελευταία μαντάτα. Θα είναι όρθιο.