του Μάκη Γεφυρόπουλου
Έχουν αξία τα συναισθήματα των παριών; Έχουν δικαίωμα οι κοινωνικά ανένταχτοι να ζήσουν με όρους ανθρώπινους, στο προσκήνιο της ιστορίας;
Η εμπειρία της δυστοπικής μας πραγματικότητας μειδιά και κουνάει το αυτάρεσκο κεφάλι της αρνητικά.
Η καθημερινότητα δείχνει το σκληρό της πρόσωπο σε μυριάδες υπάρξεις, που απλά επιβιώνουν στα σκοτεινά σοκάκια της αποξενωμένης ζωής, κατατρεγμένες από τα βάσανα και τις κακουχίες, καταδικασμένες να σβήσουν, ξεχασμένες και μόνες, με μοναδική τους συντροφιά τη λήθη των χαμένων ονείρων τους, βυθισμένες στη χωροχρονική οδύνη του «ασήμαντου» θανάτου τους.
Δεν είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Είναι τα κινούμενα «κεριά», που η φλόγα τους τρεμοσβήνει στα χαρτόκουτα που έχουν για καταφύγιο, είναι τα «περισσεύματα» και τα «αποφάγια» που ξερνάει η καπιταλιστική αδηφαγία, είναι τα ομιλούντα «σακιά» που «στολίζουν με τη «φιλανθρωπία» τους οι πλούσιοι, εκείνοι δηλαδή που με την «ικανότητά» τους κατάφεραν να πετύχουν, αφήνοντας τους υπόλοιπους, που δεν κατόρθωσαν να κατασκευάσουν ουρανοξύστες και παλάτια όπως οι ίδιοι, στο περιθώριο της συλλογικής μνήμης.
Στην οξεία ατομοκεντρική εποχή του κοινωνικού δαρβινισμού και του στυγνού στιγματισμού, εκείνοι που δεν διαθέτουν άλλα περιουσιακά στοιχεία, παρά την πολύτιμα μοναδική διαφορετικότητά τους, είναι καταδικασμένοι να επιβιώνουν μέσα στα σκατά και το αίμα τους, περιφρονημένοι, περιστοιχισμένοι μονάχα από αδιαφορία.
Ο «Joker» συγκλονίζει γιατί ενσαρκώνει τον θυμό που κάνει την καρδιά να βράζει και το πνεύμα να εξεγερθεί, είναι αυτός που μέσα από την κωμικότητα της τραγωδίας του και τη θλίψη του γέλιου του, μετουσιώνει τη συσσωρευμένη αδικία σε ένα πύρινο ωστικό κύμα που δεν μπορεί να οδηγήσει παρά στην επαναστατική εκείνη έκρηξη που θα φέρει το τέλος στο μαρτυρικό παρόν που βιώνουμε και θα σηματοδοτήσει την απαρχή ενός νέου και πιο ανθρώπινου κόσμου.
Μα πάνω από όλα, μας δείχνει πως οι υπάρξεις του πεζοδρομίου, των ασύλων και των shanty towns είναι πρώτα από όλα άνθρωποι με δικαιώματα που υπερβαίνουν τον φτηνό φιλανθρωπισμό των κυρίαρχων ελίτ, που πρέπει να αξιώνουν για τον εαυτό τους κάτι περισσότερο από τον οίκτο και το «παρηγορητικό» χτύπημα στην πλάτη που τους προσφέρεται όταν τους προσφέρεται.
Και αν χρειαστεί να επιστρατεύσουμε τη «τρέλα» για να φέρουμε στο φως την κοινωνία της ισότιμης αλληλεγγύης και της ειρηνικής συνύπαρξης, τότε ας είναι.
Άλλωστε η «παράνοια» κρύβει μέσα της τέτοιες ποσότητες από την ανθρώπινη, συναισθηματική ευθραυστότητα και ρέει με τόση ορμή, που κανένα θησαυροφυλάκιο απονιάς δεν μπορεί να τη τιθασεύσει.
Το απόσταγμα της καθηλωτικής ταινίας του Τοντ Φίλιπς, με τον απογειωτικό Χοακίν Φίνιξ, στον ρόλο της καριέρας του, θα μπορούσε να είναι:
«Γελωτοποιοί της οικουμένης ενωθείτε και με τα τρανταχτά δάκρυα που βαραίνουν τη τρυφερή καρδιά σας, πνίξτε τους κατεστημένους μηχανισμούς που καπηλεύονται τον μόχθο και τον ιδρώτα σας, που προκαλούν, αναπαράγουν και διαιωνίζουν τη δυστυχία σας και σας αντιμετωπίζουν τέλος ως τα μιαρά, μα αναγκαία εκείνα περιττώματα που μέσα από τη τραγικότητά σας, νομιμοποιούν την ονειρεμένη τους καλοπέραση.
Κι αν τώρα ανησυχείτε για τις ανθρώπινες νυχτερίδες, μη φοβάστε. Τούτη τη φορά, θα σταθούν στο πλάι σας».