Από την Μάιρα Ζαρέντη
Αλλά πριν το κάνω αυτό, οφείλω να παραθέσω μερικές κουβέντες που μου έμαθε το ελληνικό πανεπιστήμιο. Πριν αρχίσω να σας μιλάω, οφείλω να τονίσω πως δε μου αρέσει να περιαυτολογώ, οπότε πάρτε όλο το κείμενο , σα μια γενίκευση προς τη γενιά μου. Σα την απόδοση ενός φαντασιακού φόρου τιμής. Για όλους εμάς, της τάξης των λιγότερο ευνοημένων.
Υπό το πρίσμα της άσκησης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην οποία ζούμε, μας δίνεται η εντύπωση ενός εξισωμένου κοινωνικού πεδίου, η οποία ενθουσιάζει τους νεοφιλελεύθερους καθώς η κοινωνική ανέλιξη φαίνεται να καθίσταται μονόδρομος επιτυχίας και καθησυχάζει τους όποιους συντηρητικούς ή λιγότερο ριζοσπάστες καθώς δε χρειάζεται πια να δουλέψουν προς την κατεύθυνση οικοδόμησης διαφόρων προγραμμάτων θετικής δράσης. Τι σημαίνει αυτό σε επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης; Σημαίνει πως όλες οι πιθανές λύσεις είναι εκεί, τις βλέπεις, βρίσκονται σε μπροσούρες, σε fancy εκδηλώσεις σε ακριβά ξενοδοχεία, σε ημερίδες, ακόμα ακόμα και σε συναδέλφους που βλέπεις ότι το σκάνε για τα ακριβά πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Έρχεται λοιπόν η στιγμή, που ο καπιταλισμός σε κάνει να πιστεύεις πως επειδή υπάρχουν ορισμένες εμπειρίες, έχεις όλες τις πιθανότητες για να τις κατακτήσεις. Εάν δε, δυσκολευτείς να το κάνεις, τα βάζεις με τον εαυτό σου, με την οικογένειά σου, με τον προπάππου σου που διάλεξε να μείνει στο χωριό και όχι σε μία ακριβή περιοχή της Αθήνας για να έχεις καβάτζα κανά ενοίκιο.
«Για πολλές μειονεκτούσες ομάδες, η ατομική ανοδική κινητικότητα είναι περιορισμένη, με αποτέλεσμα να μπορούν να ανέλθουν κοινωνικά μόνο ελάχιστα πολύ ικανά μέλη, ενώ για τους υπόλοιπος η ανέλιξη παρεμποδίζεται συστηματικά. Αυτό που παρατηρείται είναι μια κατάσταση την οποία αποκαλώ «ανελιξιακή πλάνη» ή αλλιώς «τοκενισμό»: ένα διομαδικό πλαίσιο όπου τα όρια μεταξύ των ομάδων υψηλής και χαμηλής θέσης δεν είναι τελείως αδιαπέραστα, αλλά υπάρχουν αυστηροί περιορισμοί, βάσει της ομαδικής υπαγωγής, για την πρόσβαση στις προνομιακές θέσεις. Η συνολική εικόνα που προκύπτει, είναι ότι η ανελιξιακή πλάνη δεν αποτελεί ένα απλό, άκακο βήμα στην αργή διαδικασία της κοινωνικής αλλαγής, αλλά αντίθετα δημιουργεί νέα εμπόδια που νομιμοποιούν και διαιωνίζουν τις υπάρχουσες κοινωνικές ρυθμίσεις».
Συνεπώς, εάν κάποιος «τύχει» εν τέλει να ανελιχθεί , αυτό εξαρτάται αμιγώς από μια εξέχουσα και πρωτοπόρα ικανότητα; Η οποία για παράδειγμα θα ανοίγει το δρόμο για μία υποτροφία- η οποία πράγματι αφορά ελάχιστες περιπτώσεις- ή εξαρτάται από μία καταφανή διαφορά οικονομικών δυνατοτήτων; Δηλαδή, για να πάω λόγου χάρη στο Παρίσι να σπουδάσω, χρειάζομαι τουλάχιστον 20- 30.000 ευρώ προκειμένου να υλοποιηθεί κάτι τέτοιο. Έτσι, πολλοί συνάδελφοι, έπειτα από την ολοκλήρωση ενός βασικού πτυχίου, βουτάνε πολύ τη γλώσσα στο μυαλό για να πουν ακόμη και το πιο «τρελό» τους όνειρο. Ελάχιστοι μένουν και ακόμη πιο ελάχιστοι συνεχίζουν τις σπουδές τους στην Ελλάδα. Και αυτή η επιθυμία δεν προκύπτει από κάποιο ακατανόητο καπρίτσιο ή από κάποια εγγενή ματαιοδοξία, παρά μόνο από τη βαθιά θέληση της προαγωγής της επιστήμης. Και αυτό δε συμβαίνει διότι ανήκουμε σε μία ελίτ που πρέπει να δικαιολογούμε τον ελεύθερό μας χρόνο, ούτε γιατί απέχουμε από την εργασιακή πράξη και ηδονιζόμαστε στη θεωρητική προσέγγιση των πραγμάτων, είναι κάτι που συμβαίνει απλά και μόνο επειδή αγαπάμε αυτό που κάνουμε και θέλουμε να γίνουμε επαγγελματίες και επιστήμονες και να συμβάλλουμε στην κοινωνία, κάνοντάς την καλύτερη, γιατί αυτό είναι το όπλο μας.
Για τους drop outs λοιπόν τι ισχύει; Για όλους εκείνους που ενώ ξεκινάνε ένα μεταπτυχιακό ή ένα διδακτορικό π.χ. και λόγω οικονομικών δυσκολιών δε μπορούν να φέρουν εις πέρας, εκεί τι απάντηση δίνουμε; Ότι δεν είναι αρκετά ικανοί; Ότι όσοι μπορούν να πληρώνουν 10.000 δίδακτρα είναι πιο έξυπνοι; Ή πιο επιστημονικά τεκμηριωμένοι; Κάνουν καλύτερες έρευνες; Ποια είναι λοιπόν η ειδοποιός διαφορά που θα κρίνει το αν κάποιος θα σπουδάσει ή όχι, το αν κάποιος θα μπορέσει να συνεισφέρει στον κλάδο του ή όχι; Νομίζω, και χωρίς να θέλω να γίνω λυσσασμένος ταξικός εχθρός, αλλά η ειδοποιός εκείνη διαφορά, ανήκει καθαρά στη σφαίρα της οικονομικής ανισότητας και σαφώς λιγότερο στη σφαίρα της ικανότητας. Δε θα πάω να κουνήσω το δάχτυλο σε κανένα παιδί που έχει αρκετά χρήματα για να τα διαθέτει σε δίδακτρα, όμως θα πάω να κουνήσω εμφατικά το δάχτυλο σε μια κοινωνία για την οποία δεν έχει καμία σημασία αν κατάφερες να γίνεις επιστήμονας ή αν έκανες drop out. Για την οποία είσαι το ίδιο να σπουδάζεις με το να εγκλωβίζεις τόνους διαβάσματος και γνώσης πίσω από ράφια και αποθήκες, ανάμεσα στην ώρα της παραλαβής και στο σχόλασμα.
Πέρασα πριν από κάνα μήνα από το παλιό μου πανεπιστήμιο και ρώτησα μία καθηγήτρια εάν θα βγάλουν μεταπτυχιακά φέτος. Μου είπε ότι δεν ξέρει, ότι δεν υπάρχει καμία εγκύκλιος, καμία κρατική επιχορήγηση, ότι θα προσπαθήσει όσο μπορεί να μας βοηθήσει, γιατί είμαστε τα παιδιά της. Η Κατερίνα η διδακτορική της, είναι 12 ώρες στο πανεπιστήμιο, βγάζοντας όλη τη λάντζα, γράφοντας, κάνοντας έρευνες, διορθώνοντας γραπτά, διδάσκοντας, χωρίς να παίρνει δεκάρα τσακιστή.
Ο Φάνης διδάσκει στη Νομική και είναι πάνω από ένα χρόνο απλήρωτος. Εγώ, αδυνατώ να πληρώσω τα δίδακτρά μου και τώρα πρέπει να σταματήσω να σπουδάζω. Και αναγκαστικά πρέπει να μπει μια κατακλείδα εδώ. Μια κατακλείδα που να είναι ικανή να απαντήσει σε μερικά ερωτήματα. Στο γιατί διαβάζουμε, στο γιατί ονειρευόμαστε να προχωράμε παραπάνω, στο αν μερικοί το θέλουμε και φαντάζει ανέφικτο, τότε ποιο είναι το νόημα; Τότε τι ενδείκνυται να κάνουμε από εδώ και μπρος; Γιατί αν είναι η ακαδημαϊκή πορεία να περνάει από πίστες του super Mario και να τη γλυτώνουν μόνο όσοι έχουν τους πιο πολλούς οβολούς, τότε όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να μείνουμε με τα μάτια νεκρικά ανοιχτά. Να εφεύρουμε νέα όνειρα, να κινηθούμε σε μια άλλη κατεύθυνση.
Απλά ξέρεις, όσο προσπαθείς διαρκώς να μπεις στη διαδικασία της επανεκκίνησης αυτής, τόσο καταλήγεις να περπατάς με ένα τσιγάρο στο στόμα σιγοψιθυρίζοντας το “Like a rolling stone” και κρυφοδακρύζοντας μην σε πάρουν πρέφα οι περαστικοί. Αλλά δε γαμιέται; Φτου κι’ απ’την αρχή.
Χρυσοχόου Ξ., Ιατρίδης Τ. (2013), Όψεις της ηγεμονίας στις φιλελεύθερες κοινωνίες, Εκδόσεις Πεδίο