Πρέζες υπάρχουν πολλές. Η ηρωίνη όμως σκοτώνει… Ο Παύλος Σιδηρόπουλος σήμερα θα έκλεινε τα 68.
Από τον Γιώργο Μουργή
Τον “Πρίγκηπα” μουσικά δεν τον ακολουθούσαν είναι αλήθεια πολλοί όσο βρισκόταν στη ζωή.
Ο θάνατός του στάθηκε η αφορμή να δημιουργηθεί ένα μεγάλο περιφερειακό κοινό με ελάχιστα ροκ ακούσματα, μετατρέποντας τον ίδιο σε έναν ιδιότυπο μουσικό μύθο και κάποια από τα τραγούδια του στη εφαρμοσμένη μουσική διαλεκτική να παραμένουν μέχρι τα σήμερα «ερωτικά» ή «επαναστατικά» τοτέμ.
Το κενό που προέκυψε από το θάνατο του στην ελληνική ροκ μουσική σκηνή ουσιαστικά παραφράστηκε από αυτό το νέο κοινό. Τον ακολούθησε, χωρίς την αίσθηση του θυμικού των στίχων, της ποίησης και των μουσικών τεχνασμάτων όπως τα υιοθέτησε ή πειραματίστηκε ο Σιδηρόπουλος.
Ένα συμβολικό μεθεόρτιο πένθος εκδηλώθηκε χωρίς να ανταμωθεί ποτέ με τους κύκλους της ζωής του τραγουδοποιού ή να αφουγκραστεί το μοναχικό μονοπάτι που κουβαλούσε η θλίψη στην απώλεια της αθωότητας, καθώς οδηγούσε στο σκοτεινό δρόμο της αυτοκαταστροφής.
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος βίωσε ανέμελα παιδικά χρονιά, γιος μιας τυπικής μεσοαστικής οικογενείας της εποχής με λογοτεχνικές καταβολές που κρατούσαν από την Έλλη Αλεξίου, τον Καζαντζάκη και τον Αλέξη Ζορμπά.
«Υπάρχει ένα παρελθόν σε μένα. Και το παρελθόν αυτό είναι το εξής: είμαι δισέγγονος του Ζορμπά και ως γνωστόν ο Ζορμπάς ήταν ροκ εν’ ρολ, όπως και να το κάνουμε. Και πολύ μάλιστα. Αυτό μας το λέει και ο Καζαντζάκης. Απ’ την άλλη μεριά όμως, έχω σπέρμα απ’ τη γενιά των Αλεξίου. Της Έλλης της Αλεξίου η οποία είναι θεία μου. Κι έτσι έχω μέσα μου και τον διανοούμενο και τον αλήτη. Από τη σύγκρουση αυτών των δύο βγαίνει άλλοτε η καταστροφή και άλλοτε η δημιουργία.».
Χωρίς να συγκρουστεί, ίσως δεν το επέτρεψαν τα χαρακτηριστικά ευαίσθητα γνωρίσματα του, όχι μόνο δεν ενσωματώθηκε στο πατροπαράδοτο οικογενειακό γίγνεσθαι άλλα διέφυγε από τα φορμαλιστικά στερεότυπα που μεγάλωνε και το καθωσπρεπισμό των παραδόσεων, ακολουθώντας τη μουσική και τη ποίηση ως την διέξοδο από τα αστικό ανάχωμα γύρω του.
«Δεν είχα τραβήξει τίποτα ακόμα. Ήμουνα πιτσιρικάς. Δεν με αντιπροσώπευε καθημερινά στη ζωή μου αυτό το πράγμα, αλλά ταυτόχρονα κάτι μου ‘λεγε. Ότι στα λέω γιατί μπορεί να ‘ρθουνε κι αυτά έξω από την πόρτα σου κάποτε. Και με ξένιζε το blues, αυτό το μαύρο, το μουντό, το βαρύ πράγμα, αλλά ταυτόχρονα με γοήτευε αφάνταστα. Γιατί εγώ δεν ήμουν ροκενρολίστας από γεννησιμιού μου. Είχα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Αλλά το διάλεξα σαν τρόπο ζωής και ό,τι τράβηξα μετά, το τράβηξα επειδή το ‘θελα, όχι επειδή οδηγήθηκα προς τα κει» .
Η μουσική διαμόρφωνε το χαρακτήρα του ενώ ο ίδιος διαμόρφωνε τη μουσικότητα του χαρακτήρα των τραγουδιών του.
Μια αμφίδρομη ερωτική δράση στα όρια της πρόκλησης στο βυθό μιας αταλάντευτης ευαισθησίας, μιας εκ παραδρομής αμεσότητας που ρομαντικά έχασκε απέναντι στη σκληράδα του εφιάλτη της πρέζας, στο περιθώριο που άφηναν οι νότες πάνω στις παρτιτούρες, στο κούρδισμα της κιθάρας τους, στα αυλάκια που χάραζε η βελόνα πάνω στα βινύλια.
Ο τσιριχτός απόηχος που δεν άφηνε αμφιβολία στη περιθωριακή ειλικρίνεια, την εσωτερικότητα των στίχων στα τραγούδια του.
Ένα πογκρόμ συναισθημάτων κάτω από τη μουσική προδιάθεση που κουβάλαγε ο Παύλος, άλλοτε μέσα από τις ερωτικές μπαλάντες του άλλοτε από τις λευκές μπλουζιές του, άλλοτε από το αύθαδες ροκ εντ ρολ.
Τον Ιούνη του 1987, στην πλατεία Κοραή, είχα την τύχη να τον δω από κοντά για τελευταία φορά. Η ΕΑΡ, το κόμμα που Λεωνίδα Κύρκου μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ Εσωτερικού, μαζί με περιβαλλοντικές οργανώσεις, κινήσεις πολιτών και οικολογικές συλλογικότητες διοργάνωσε με αφορμή την ατμοσφαιρική μόλυνση από το νέφος, συναυλία – διαμαρτυρία που συμμετείχε ο Παύλος με τους «Απροσάρμοστους».
Από τα λίγα που θυμάμαι είναι η εύστοχη πρόζα του πριν τραγουδήσει, ένα πολίτικο δοκίμιο της εποχής, το πρόσωπο του με τη φυσική ευγένεια που σε παρέπεμπε στην υπεροχή αληταμπουρία που έκρυβε και το κόσμο να τραγουδά κάθε στίχο από τα τραγούδια του.
Ο Θανάσης Κρεκούκιας σε ένα εξαιρετικό του άρθρο με τίτλο “Π. Σιδηρόπουλος. Εν κατακλείδι” γράφει:
«Ο Σιδηρόπουλος δεν ασχολήθηκε με τις ισορροπίες στην κόψη του ξυραφιού, αντίθετα βρέθηκε να ορίζει άκρα και όρια, στα οποία είχαν εξαφανιστεί οι διαχωριστικές γραμμές. Ένας περιπλανώμενος ταξιδιώτης που διοχέτευσε στα ενστικτώδη του πεντάγραμμα – αφού δεν ήξερε παρά ελάχιστη μουσική θεωρία – τις προσωπικές του εικασίες για το τί είναι ο έρωτας, η μοναξιά, η άρνηση, οι συμβολισμοί, οι αφορισμοί, οι εσωτερικές κραυγές και η ατέρμονη αγωνία μπροστά στην κοινωνική αποξένωση και τις παγίδες των παρορμήσεων. Στην πραγματικότητα, η ρήξη με το κατεστημένο ήταν εκείνη που δημιούργησε σκληρά “χρώματα” και εκφραστικές “αντιπαραθέσεις”, διατηρώντας ωστόσο μια γλυκιά αμεσότητα που ήταν ικανή – και πέτυχε – να κατακτήσει ένα συνολικό κοινό, το οποίο γοητεύτηκε από την αυθάδεια και την αλήθεια ενός “υπέροχου αλήτη”. Σε αυτό βοήθησαν η ανυπότακτη φωνή του και η ευγένεια του προσώπου του, δυο “όπλα” που τελειοποίησαν την αστική εξιδανίκευση του στις ζωντανές του εμφανίσεις, εκεί όπου δεν είχε ταίρι στην, ας την ονομάσουμε, ελληνική ροκ σκηνή.
Οι ερμηνείες του φλερτάριζαν με τη μανία του ροκ εν ρολ, με την επανάσταση, με την αμφισβήτηση, με τα νιάτα, με τους “παραστρατημένους και ξαναμμένους τρελούς” που χόρευαν από κάτω, με τις εικόνες, τα πάθη και τις επιθυμίες. Η φωνή του ήταν γεμάτη λευκό μπλουζ, αναζήτηση, ενέργεια, μαστούρα, φυγή, αναχώρηση, άρνηση. Νόμιζες ότι άκουγες τον Άρλο Γκάθρι, τον Ρέι Ντέιβις, τον Πολ Ριβίρ και τον Βαν Μόρισον μαζί. Με εκείνους τους νωχελικούς, σκυθρωπούς, αυθεντικά ροκ ελληνικούς στίχους, που αιμορραγούσαν αισθητική και αλήθεια. Ένας “καταραμένος” ποιητής που λιποτάκτησε στο σκοτάδι για να βρει το πεπρωμένο του».
Ο ίδιος ο Παύλος στις συνεντεύξεις του έδινε το προσωπικό του στίγμα, αυτή την ελευθεριακή μουσική φιλοσοφία των επιλόγων του που άγγιζαν το αυτοκαταστροφικό του χαρακτήρα του.
Έλεγε για την αναρχία:
«Υπάρχουν αναρχικοί, άναρχα άτομα δεν υπάρχουν. Έχω τις προσωπικές μου αρχές που άλλες συμφωνούν κι άλλες δεν συμφωνούν με αυτές της κοινωνίας. Δεν είμαι απόλυτος πάνω σ’ αυτές τις αρχές. Είμαι ρευστός και αυτό εξαρτάται από την καθημερινή μου ζωή και από τις εμπειρίες. Για να μη γίνει ρευστότητα, διάλυση, αυτοκαταστροφή, ισορροπώ αυτήν τη ρευστότητα με μια συνέπεια που φαίνεται στις σχέσεις μου με τους άλλους».
Για την δική του υπόσταση στη ροκ σκηνή:
«Πραγματικά δεν ξέρω ποιος είναι ο δικός μου ρόλος στο ελληνικό ροκ και είναι ένα θέμα που ποτέ δεν αναρωτήθηκα. Αλλά αισθάνομαι πάρα πολύ μεγάλη ευθύνη απέναντι στον κόσμο. Δηλαδή, άμα φύγω από ένα μέρος που έχω παίξει και βλέπω ότι δεν έχουνε πάει καλά τα πράγματα, είμαι άρρωστος κυριολεκτικά, σαν να έχω κάνει το μεγαλύτερο σφάλμα της ζωής μου. Αντίθετα, όταν δω ότι και γω και το κοινό τη βρίσκουμε, είναι από τις μεγαλύτερες ηδονές της ζωής μου».
Για τη σχέση του με τις γυναίκες:
«Η γυναίκα είναι ο καθρέφτης μας. Είναι το πλάσμα που μπορούμε να πούμε ότι το αγαπάμε στο έπακρο και το μισούμε, στο έπακρο, ταυτόχρονα, όπως με το ίδιο σκεπτικό λέμε ότι εμπεριέχουμε τον Σατανά και τον Θεό».
Για τα χαρακτηριστικά των τραγουδιών της εποχής του:
«Σήμερα, με τις μουσικές και τις στιχουργικές ελευθεριότητες, έχουμε καταλήξει, κατά βάση λόγω του μάρκετινγκ, σε μουσικά κατασκευάσματα όπου κυριαρχούν η πλακίτσα, οι κλισαρισμένοι στίχοι, οι εντυπωσιακές, ρηχές ενορχηστρώσεις, οι δήθεν μουσικές επιμειξίες και φυσικά τα άθλια Ελληνικά».
Θ. Κρεκούκιας:
«Ο Παύλος Σιδηρόπουλος, αν και κατάφερε να «ανοίξει» τον κύκλο μέσα στον οποίο σφιχταγκάλιασε τους περιπλανώμενους αλήτες της απόρριψης, δεν μπόρεσε ποτέ να κλείσει τις δικές του πληγές. Η πρέζα τον τύλιξε στη μέθη της, τον γέμισε μικρές σκληρές σπασμένες απώλειες και όταν ήρθε η ώρα της στερνής μάχης, τον βρήκε φθαρμένο μέσα στα χαρακώματα της εγκατάλειψης και τον απογύμνωσε από ανάσες και όνειρα. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1990, “το φιξάκι δεν κράτησε μια στιγμή”, αλλά παρέσυρε “μια ολόκληρη ζωή” στον θάνατο. Το ταξίδι του μπορεί να ήταν καταραμένο, αλλά ο ίδιος έδωσε μορφή στην ανυπακοή και τις χαμένες ψυχές, ξεσκεπάζοντας κάθε συμβατική προσποίηση. Οι στίχοι του άγγιξαν σκοτεινές ιστορίες, οι νότες του αναζήτησαν τη λατρεία της στιγμής. Προχωρώντας μέσα στα σκοτάδια, τραγούδησε τα μπλουζ με μια γεμάτη ενέργεια κομψότητα, δέσμιος ο ίδιος ενός τραγικού πεπρωμένου».
Αξίζει για τους λάτρεις του να επισκεφθούν τον διαδικτυακό τόπο όπως τον δημιούργησε η αδελφή του Μελίνα με την δημοσιογραφική επιμέλεια του Αντώνη Μποσκοΐτη: Παύλος Σιδηρόπουλος, ο πρίγκιπας της ροκ.
Αντί επίλογου:
«Ένοχος για κάποια αιτία που δεν την έμαθες ποτέ, πες μας ρε φίλε ποιος θεός σ’ ορίζει, ποιος σε γεμίζει μ’ ενοχές… »
Διαβάστε κι εδώ