του Βαγγέλη Τσίρμπα
To ποδόσφαιρο είναι ένα σύνθετο πολιτισμικό φαινόμενο με τη λαϊκότητα, το ομαδικό πνεύμα και τη δημιουργικότητα ως ουσιώδη και αναπόσπαστα συστατικά στοιχεία εν τη γενέσει του. Είναι μία μορφή τέχνης που σπάει τα καλούπια, απαιτεί υγιή και ελεύθερα πνεύματα και σώματα, βασίζεται στην πρωτοβουλία και την αυτενέργεια, όχι για την επιδίωξη ατομικού συμφέροντος και αυτοπροβολής, αλλά στην υπηρεσία της ομάδας και του κοινού στόχου. Είναι γέννημα θρέμμα της εργατικής τάξης και απευθύνεται σε όλους, καθώς δεν χρειάζεται ακριβό εξοπλισμό και μπορεί να παιχτεί οπουδήποτε. Ας μην ξεχνιόμαστε, βέβαια: Η εξέταση του παρελθόντος πρέπει να γίνεται με κριτική ματιά, χωρίς περιττούς ρομαντισμούς και εξιδανικεύσεις, με σκοπό να προσφέρει χρήσιμη προοπτική σε σχέση με την αρκετά δυσοίωνη σημερινή ποδοσφαιρική πραγματικότητα.
Σήμερα το ποδόσφαιρο είναι εγκλωβισμένο στη σφιχτή αγκαλιά του καπιταλισμού. Ως καπιταλιστικό προϊόν αποτελεί εύφορο έδαφος για τον σεξισμό, τον ρατσισμό και τον εθνικισμό. Πολύ συχνά τα γήπεδα φιλοξενούν πανό και συνθήματα με αποκρουστικό περιεχόμενο. Σε ό,τι αφορά τον χώρο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, ο ανταγωνισμός και το κυνήγι επιδόσεων αλλοιώνουν τον χαρακτήρα του αθλήματος και προωθούν την ανάδυση αρνητικών εκφράσεων, όπως ο χουλιγκανισμός και τα παραγοντιλίκια. Σε καθημερινό επίπεδο, στην εποχή «των λόμπι και των χόμπι» η κοινωνία εξειδικεύεται και κατακερματίζεται ολοένα και περισσότερο. Ο μέσος άνθρωπος δουλεύει 8 ώρες, κοιμάται 8 ώρες και έχει άλλες 8 ώρες ελεύθερου χρόνου να σκοτώσει. Αυτός ο ανθρωπολογικός τύπος δεν μπορεί να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο ενεργητικά, στην ολότητά του. Τις προηγούμενες δεκαετίες ποδόσφαιρο παιζόταν από όλες τις ηλικίες, όλες τις ώρες και τις ημέρες – από πολύ νωρίς τα χαράματα στα σοκάκια, στα διαλείμματα των εργατών στα εργοστάσια, μέχρι τα μεσάνυχτα στις πλατείες. Σήμερα ποδόσφαιρο παίζουμε στο PlayStation και βλέπουμε μέσα από τις τηλεοπτικές οθόνες. Η ευθύνη δεν επιρρίπτεται στο παιχνίδι καθαυτό, αλλά στο σύστημα που το αλλοτριώνει, το εμπορευματοποιεί και το εκφυλίζει. Καθήκον μας είναι να το ανακτήσουμε.
Σημαντικές είναι οι ριζοσπαστικές παρεμβάσεις που γίνονται στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο από ομάδες, παίκτες και οπαδούς, με χαρακτηριστικά τα παραδείγματα της Λιβόρνο στην Ιταλία και της Ζανκτ Πάουλι στη Γερμανία. Το ποδόσφαιρο σε επίπεδο εθνικών ομάδων μπορεί να αποτελέσει εργαλείο ανάδειξης του αγώνα των λαών για ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση, όπως στην περίπτωση της της Παλαιστίνης. Πολιτικοποιημένοι οπαδοί σε ολόκληρο τον πλανήτη αρνούνται τις επιταγές του no politica, δεν εγκαταλείπουν την πολιτική τους ταυτότητα και τις κοινωνικές τους ανησυχίες εκτός γηπέδου και αφήνουν το στίγμα τους στις κερκίδες και στον δρόμο. Η πολιτισμική υποκουλτούρα των ούλτρας έχει μία ρευστή δυναμική, δεν εγκλωβίζεται στα μιντιακά στερεότυπα περί τυφλής βίας και χουλιγκανισμού που λατρεύει να προωθεί το σύστημα για να καταστέλλει και να συντηρητικοποιεί – αντιθέτως, συχνά οι ισορροπίες στις τάξεις των ούλτρας τείνουν προς μία προοδευτική, ριζοσπαστική κατεύθυνση. Πολλές φορές στις κερκίδες κάνουν την εμφάνισή τους πανό ενάντια στο σύγχρονο ποδόσφαιρο και την εμπορευματοποίηση, οι ριζοσπαστικοί οπαδοί στέλνουν συχνά πολιτικά μηνύματα, ενώ επίσης οργανώνουν δράσεις αλληλεγγύης και συμμετέχουν σε κοινωνικά κινήματα.
Πέρα από τα εγχειρήματα εντός του υπάρχοντος πλαισίου, ακόμα πιο ελπιδοφόρα είναι η ανάδυση μιας ριζικά αντισυστημικής εναλλακτικής ποδοσφαιρικής κουλτούρας. Πρόκειται για εγχειρήματα από τα κάτω με πρόταγμα την επανανοηματοδότηση του ποδοσφαίρου που μας καλούν να επιστρέψουμε στις αλάνες και στην απλότητα της χαράς του παιχνιδιού, να αυτοστοχαστούμε επί της (πολλές φορές αντιφατικής) συμπεριφοράς μας στο γήπεδο, επί του λεξιλογίου που χρησιμοποιούμε όταν παίζουμε και όταν βλέπουμε ποδόσφαιρο κι επί της στάσης ζωής μας εν γένει, όπως απορρέει και συνδιαμορφώνεται από το παιχνίδι. Το ποδόσφαιρο ιδωμένο από μία ριζοσπαστική σκοπιά μπορεί να αποτελέσει οικουμενική γλώσσα για την επικοινωνία και την αλληλεπίδραση πολιτικών κοινοτήτων από κάθε γωνιά της γης. Αναρχικές και κομμουνιστικές ποδοσφαιρικές ομάδες δημιουργούν παγκόσμια δίκτυα, ανταλλάσσουν κινηματικές εμπειρίες και συμμετέχουν σε διεθνή αυτοοργανωμένα ποδοσφαιρικά τουρνουά που λαμβάνουν χώρα από την Αγγλία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ, μέχρι το Μεξικό, τη Βραζιλία, το Μαρόκο και την Παλαιστίνη.
Το «Ποδόσφαιρο εναντίον Κράτους. Περί ποδοσφαίρου και ριζοσπαστικής πολιτικής» εστιάζει στις κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις του δημοφιλέστερου παιχνιδιού στον πλανήτη και διαλύει την ψευδαίσθηση ότι το ποδόσφαιρο είναι απλώς ένα άθλημα. Αναδεικνύει ενδιαφέρουσες θεωρητικές προσεγγίσεις, από την πολιτισμική ανάλυση του ποδοσφαίρου του Εδουάρδο Γκαλεάνο και τη σύνδεση του ποδοσφαίρου με την ταξική πάλη του Αντόνιο Νέγκρι, μέχρι την πάσα ως αντιεξουσιαστική, αλτρουιστική πράξη κατά τον Καμύ και την τριαλεκτική ανάλυση του Λεφέβρ που βρίσκει εφαρμογή στο ποδόσφαιρο τριών πλευρών. Το ποδόσφαιρο προσφέρει ένα λαμπρό πεδίο δοκιμής και ανάπτυξης ριζοσπαστικών πολιτικών ιδεών – ένα από τα συγκλονιστικότερα εγχειρήματα που περιγράφονται στο βιβλίο είναι η Κορινθιανή Δημοκρατία που αφορούσε τον αυτοπροσδιορισμό και τα δικαιώματα των ποδοσφαιριστών, εν μέσω μάλιστα της στρατιωτικής δικτατορίας στη Βραζιλία. Είναι ένα απολαυστικό ταξίδι από το χθες στο σήμερα, σε πέντε ηπείρους, σε διαφορετικές πολιτικές κοινότητες και συναρπαστικές ποδοσφαιρικές εμπειρίες. Δίνει μία καλή πάσα στον πολιτικοποιημένο φίλο του ποδοσφαίρου να τοποθετήσει το ποδοσφαιρικό βίωμα σε νέα βάση, αμφισβητώντας την εξουσία εντός και εκτός γηπέδων, επιστρέφοντας στις αλάνες και ξαναβρίσκοντας τη χαμένη ομορφιά του παιχνιδιού.
Το «Ποδόσφαιρο εναντίον κράτους. Περί ποδοσφαίρου και ριζοσπαστικής πολιτικής» του Γερμανού ακτιβιστή και πολιτικού συγγραφέα Gabriel Kuhn κυκλοφορεί στα Ελληνικά σε μετάφραση του Βαγγέλη Τσίρμπα από τις εκδόσεις 24 Γράμματα. Προλογίζεται από τον Σάββα Κωφίδη, τον Γιώργο Κεντρωτή και τον Παναγιώτη Ζιάκα. https://24grammata.com/product/00212/
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Βασίλη Μάγγου.