Του Δημήτρη Βεργίνη
Τρία χρόνια ακριβώς πριν, Μάρτης και τότε, στη Λαχώρη του Πακιστάν κάποιος φανατικός ανατινάχτηκε σε μια παιδική χαρά που έπαιζαν παιδιά με τις μητέρες τους. Τότε είχε 65 νεκρούς, τότε όλο αυτό μας έμοιαζε μακριά. Κι ό,τι είναι μακριά απ’ την αυλή μας είναι πρόβλημα αλλά δεν είναι και τόσο δικό μας πρόβλημα.
Τρία χρόνια ακριβώς πριν δεν το χωρούσε ο νους μου. Η σκέψη μου, η λογική μου, το μυαλό μου, δεν το χωρούσαν. Γιατί εκεί, αναρωτιόμουν; Αναγνώριζα ότι είναι φανατικοί, ότι έχουν μίσος, ότι έχουν οργή, ότι έχουν και πόνο, ότι έχουν θρησκευτικές αγκυλώσεις. Προσπαθούσα να τα δω όλα αυτά. Αλλά δε γινόταν, δεν μπορούσα, δεν κατόρθωνα να καταλάβω γιατί εκεί! Εκεί που έπαιζαν παιδιά, σε μια παιδική χαρά, γαμώτο!
Τρία χρόνια πριν δεν ήξερα πώς να διαχειριστώ την πληροφορία. Έκανα εικόνα την πράξη, έκανα εικόνα τον τύπο με τα εκρηκτικά λίγο πριν την έκρηξη. Δεν μπορούσα να λύσω την εξίσωση. Πώς κάποιος μπορούσε να δεχτεί να θέσει τέλος στη ζωή του εκεί; «Ποιοι του το είπαν, συνειδητοποίησε τι θα έκανε, συγκατατέθηκε, ήταν δική του ιδέα; Κι όταν έφτασε, είδε τα παιδιά, άκουσε τις φωνές και τα γέλια τους και τους τσακωμούς τους κι όμως δε λύγισε, δεν έκανε πίσω, πάτησε το κουμπί κι ανατινάχτηκε»; Είχα μπλοκάρει.
Τρία μέρες πριν, από την δομή στην Κόνιτσα με πήραν τηλέφωνο μέσα στη νύχτα. «Χτύπησαν κάποια παιδιά μας, φορούσαν κουκούλες full face, κρατούσαν καδρόνια, έσπασαν ένα χέρι»! Πάγωσα. Προσπάθησα να φανώ ψύχραιμος. Θέλησα να μάθω παραπάνω, πού έγινε, αν όλοι πια ήταν ασφαλείς. «Ναι, είναι μουδιασμένοι αλλά ηρεμούν σιγά-σιγά. Έγινε στην αλάνα. Στο γηπεδάκι του μπάσκετ πλάι στο μεγάλο του ποδοσφαίρου. Τα παιδιά έπαιζαν μπάσκετ…»
Τα παιδιά έπαιζαν μπάσκετ… Στην αλάνα… Έπαιζαν…
Τρεις μέρες πριν, τύποι σκέφτηκαν, σχεδίασαν και υλοποίησαν μιαν επίθεση σε ανήλικους ασυνόδευτους πρόσφυγες. Σε αγόρια που έπαιζαν. Σε παιδιά που ίδρωναν, γελούσαν, τσακώνονταν. Σε παιδιά που φώναζαν, σκόραραν, πανηγύριζαν. Τρεις μέρες πριν τύποι πήραν καδρόνια, κυνήγησαν, έπιασαν, χτύπησαν ανήλικα παιδιά. Το ένα έβαλε το χέρι να προστατεύσει το κεφάλι του. Δέχτηκε το χτύπημα. Έσπασε το χέρι του. Αν δεν είχε βάλει το χέρι; Αν δεν; Ευτυχώς το έβαλε. Δε χρειάζεται να μιλάμε από άλλη αφετηρία τώρα.
Τρεις μέρες πριν, εδώ δίπλα, σε έναν τόπο που έχει πρόσφυγες χρόνια τώρα, που έχει μάθει ή που κάθε μέρα μαθαίνει να συνυπάρχει με ανθρώπους από άλλες χώρες, από άλλα δουλεμένα χώματα, κάποιοι βγήκαν ουρλιάζοντας να τρομοκρατήσουν, να τραμπουκίσουν, να χτυπήσουν, να στείλουν στο νοσοκομείο παιδιά. Τρεις μέρες πριν φέραμε την έκρηξη της παιδικής χαράς στη Λαχώρη, στην αυλή μας.
Κλείνω με τα ίδια, όπως και τότε, λόγια. Κλείνω γιατί πάλι νιώθω ότι θα μου στρίψει. Γιατί 3,5 χρόνια στο προσφυγικό λίγες φορές ένιωσα έτσι παγωμένος, έτσι ανήμπορος να παραμείνω ψύχραιμος.
Συνέχεια, σε όλη μου τη ζωή ήλπιζα σε έναν καλύτερο κόσμο. Αγωνίζομαι με το λίγο ή το πολύ που μπορώ γι’ αυτόν. Και πάντα, παρ’ όλες τις αυτοκαταστροφικές τάσεις του ανθρώπου, πίστευα ότι θα έρθει η μέρα που τα πράγματα θα αλλάξουν. Ε, δεν ξέρω πια. Τι στροφή είναι αυτή που έχουμε πάρει; Σπάσαμε τα φρένα μας και κατηφορίζουμε χωρίς μέτρο. Βλέπουμε τον πάτο, έρχεται η συντριβή μας κι απλά κλείνουμε τα μάτια και περιμένουμε το αναπόφευκτο. Δε γυρίζει. Δεν αλλάζει.
Πώς; Καλόπιστα ρωτάω. Πώς;
Τρεις μέρες πριν, μερικοί τύποι φόρεσαν κουκούλες, πήραν καδρόνια κι επιτέθηκαν σε παιδιά που έπαιζαν. Τρεις μέρες πριν, στις 17 του Μάρτη. Τρεις μέρες πριν για αυτό το κείμενο. Χτες όμως για τον άνθρωπο.