Το κράτος σε καμιά περίπτωση δεν είναι συνώνυμο του έθνους
Όλες οι συγχύσεις στην Ελλάδα ξεκινούν από την αδυναμία μας να ξεχωρίσουμε τις έννοιες «έθνος» και «κράτος», που σε καμία περίπτωση δεν είναι συνώνυμα. Η λέξη έθνος είναι σανσκριτικής καταγωγής και, στην κυριολεξία, σημαίνει «ομαιμοσύνη», δηλαδή ομοιότητα του αίματος των ανθρώπων που ανήκουν στην ίδια φυλετική ομάδα.
Είναι φανερό, όμως, πως για να διατηρήσει» την «καθαρότητα» του αίματός της μια φυλή, και συνεπώς να λειτουργήσει σαν μια ευρεία οικογένεια, όπου όλα τα μέλη της θα είναι στενοί ή μακρινοί συγγενείς, πρέπει αυτή η φυλή να είναι καταρχήν ενδογαμική, δηλαδή τα μέλη της να παντρεύονται μεταξύ τους και οι επιμειξίες με αλλόφυλους να απαγορεύονται αυστηρά. Αλλά κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί μόνο σε πολύ κλειστές και πολύ πρωτόγονες κοινωνίες.
Σήμερα, πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχουν «καθαρές» εθνότητες, διότι δεν υπάρχουν κλειστές κοινωνίες. Είναι αυτονόητο, πως κανείς νομοθέτης εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια δε θα μπορούσε να διαφυλάξει την «καθαρότητα» του αίματος μιας φυλής. Άλλωστε, οι άνθρωποι δεν είναι άλογα ράτσας, ταγμένα στις ιπποδρομίες, ώστε να φροντίζουμε για την καθαρότητα του αίματός τους.
Και ωστόσο, δεν έλειψαν ποτέ οι μικρόνοες που αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο σαν ζώο, περιορισμένο σ’ ένα οιονεί αναπαραγωγικό ιπποφορβείο. Και ο ρατσισμός είναι αυτό ακριβώς: Μια μεταφυσική και αυτόχρημα παρανοϊκή πίστη στην «καθαρότητα του αίματος της φυλής» -μια καθαρότητα που εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια ανήκει στην περιοχή του μύθου.
Αυτή η ολοφάνερα ανόητη πίστη, η τόσο διαδεδομένη ωστόσο, μας κάνει να νομίζουμε πως ο «χόμο σάπιενς» έχει να διανύσει πολύ δρόμο ακόμα, προκειμένου να γίνει όντως σοφός. Και εν πάση περιπτώσει, απ’ τον «χόμο. σάπιενς» πρέπει να αποκλειστούν εξαρχής οι ρατσιστές, που εδώ σε μας πήραν το ψευδώνυμο «εθνικόφρονες».Που σημαίνει «άνθρωποι που φρονούν – σκέφτονται – εθνικά». Αλλά για να σκέφτεσαι εθνικά πρέπει να σκέφτεσαι… αιματολογικά. Δηλαδή, πρέπει να πιστεύεις πως το αίμα σου έχει μια ειδική ποιότητα, οπωσδήποτε καλύτερη απ” την ποιότητα οποιουδήποτε άλλου που ανήκει σε άλλη… ομάδα (εθνικού) αίματος.
Ο ρατσισμός, λοιπόν, είναι φασισμός. Και ο φασισμός είναι πρωτογονισμός, ακριβώς γιατί είναι ρατσισμός. Για ράτσες μιλούν σήμερα μόνο οι ζωολόγοι, οι κτηνίατροι και οι κρετίνοι. Κάθε «εθνικόφρων» λοιπόν κρύβει μέσα του ένα φασίστα.
Φυσικά, δεν είναι καθόλου τυχαίο που τα φασιστικά καθεστώτα στηρίχτηκαν στους «εθνικόφρονες». Ούτε είναι τυχαίο ακόμα, που η εθνικοφροσύνη έχει την τάση να πυκνώνει όσο προχωρούμε προς τα δεξιά του πολιτικού φάσματος. Από δω και η λογικότατη άποψη, πως η κουταμάρα πολώνεται προς τα δεξιά – χωρίς, δυστυχώς, να είναι αποκλειστικό της προνόμιο.
Διότι υπάρχει και μια αριστερή κουταμάρα. Αλλά τουλάχιστον αυτή δεν έχει την… αιματολο¬γική καθαρότητα της δεξιάς κουταμάρας, που είναι πολύ πιο εκνευριστική και, φυσικά, πολύ πιο επικίνδυνη.
Ανάμεσα σε δύο ηλίθιους θα διάλεγα τον αριστερό ηλίθιο απ΄τον οποίο κινδυνεύω λιγότερο, παρότι η ηλιθιότητα καθαυτή είναι έτσι κι αλλιώς επικίνδυνη. Και για να μη δημιουργηθούν παρανοήσεις, πρέπει να τονίσουμε πως η ηλιθιότητα είναι ιδιότητα υπαρξιακή και υπερκομματική. Κι αλίμονο στον έξυπνο αριστερό που θα συγκρουστεί με βλάκα αριστερό. Είναι από χέρι χαμένος, γιατί η βλακεία έχει τη δύναμη να μετακινεί όρη, όπως ακριβώς και η πίστη.
Το Έθνος, λοιπόν, είναι ένας αρχαϊσμός και ένας αταβισμός. Επιβιώνει ως έννοια για να δημιουργεί στα απλοϊκά μυαλά την ψευδαίσθηση της συνοχής και της συνέχειας μιας μικρής ή μεγάλης ομάδας ανθρώπων, που συνεχίζουν να πιστεύουν, γιατί έτσι θέλουν, πως ανήκουν σε μια πολύ μεγάλη οικογένεια με κοινό γενάρχη.
Κάποτε, ωστόσο, η έννοια της εθνότητας έπαιζε έναν πολύ σοβαρό ρόλο. Πράγματι, η οργάνωση της ανθρώπινης κοινωνίας άρχισε με τη συσσωμάτωση των ατόμων σε ομάδες ευρύτερες της μικρής, τυπικής οικογένειας, οι οποίες αποτελούν μια ευρεία, αιματοσυγγενική οικογένεια. Τούτες οι ομάδες ανέπτυξαν έναν κοινό πολιτισμό στη βάση μιας κοινής γλώσσας.
Με τους αιώνες, η αιματοσυγγένεια, με τις συνεχείς επιμειξίες, έπαιζε ολοένα και μικρότερο ρόλο, ενώ αντίθετα τα πολιτιστικά δεδομένα, που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στο στάδιο της αιματοσυγγένειας, διατηρήθηκαν και αναπτύχθηκαν, για να αποτελέσουν στη συνέχεια, αυτά και μόνο, τα ειδικά χαρακτηριστικά μιας εθνότητας.
Μ’ άλλα λόγια, η έννοια της εθνότητας υπάρχει και σήμερα, αλλά είναι καθαρά και αποκλειστικά πολιτιστική. Συνεπώς, μέλη μιας συγκεκριμένης εθνότητας είναι άνθρωποι που έχουν ένα συγκεκριμένο κοινό πολιτισμό, που διαφέρει απ’ τον πολιτισμό μιας άλλης εθνότητας. Όμως, με την όσμωση ανάμεσα στους λαούς που επέφερε η βελτίωση και στις μέρες μας η καλπαστική ανάπτυξη των επικοινωνιών και των συγκοινωνιών, οι πολιτιστικές ιδιαιτερότητες άρχισαν να ατονούν και να τείνουν προς μια ισοπέδωση, που κανένα διοικητικό μέτρο δε θα ήταν δυνατό να την ανακόψει.
Για να περιοριστούμε στον κινηματογράφο και μόνο, σήμερα γνωρίζουμε τόσο καλά τα αμερικανικά ήθη εξαιτίας της πληθώρας των αμερικάνικων ταινιών που έχουμε δει, όσο δε γνωρίζουμε τα εγχώρια ήθη. Ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός είναι μια πραγματικότητα. Αλλά προσωπικά δε βρίσκω τίποτα το μεμπτό σ’ αυτή τη μορφή ιμπεριαλισμού, που ωστόσο ακολουθεί, όπως η ουρά το κεφάλι, τον κυρίως ειπείν ιμπεριαλισμό (τον οικονομικό).
Εφόσον, δηλαδή, η Αμερική κυριαρχεί οικονομικά στο Δυτικό κόσμο, είναι φυσικό να κυριαρχεί και πολιτιστικά. Και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να αναχαιτιστεί η πολιτιστική της κυριαρχία, αν προηγουμένως δεν αναχαιτιστεί η οικονομική. Τον πολιτισμό τον δημιουργούν πάντα οι οικονομικά ισχυρότεροι. Κι αυτό που λέγεται «λαϊκός πολιτισμός» αναφέρεται μόνο και αποκλειστικά σε κλειστές κοινωνικές ομάδες, κυρίως αγροτικές.
Αλλά τούτη η κλειστότητα, το ξέρουμε καλά, είναι εντελώς αδύνατη σήμερα. Και μόνο η τηλεόραση είναι επαρκής παράγων για να εισβάλει ο ένας πολιτισμός μέσα στον άλλο και να δημιουργηθεί ένα αξεδιάλυτο πολιτιστικό μπέρδεμα, που στη μεταβατική περίοδο που περνάμε σήμερα μπορεί να μας ενοχλεί, αλλά τους ανθρώπους του 21ου αιώνα είναι βέβαιο πως δε θα τους ενοχλεί καθόλου.
Οι πολιτισμοί, άλλωστε, δεν είναι για να φυλακίζονται στα μουσεία, αλλά για να κυκλοφορούν, να ενοποιούνται και να δημιουργούν τη χωρίς σύνορα πανανθρώπινη κοινωνία. Το τι είδους κοινωνικό καθεστώς θα έχει αυτή η υπερεθνική κοινωνία του άμεσου μέλλοντος είναι ένα άλλο ζήτημα, που ξεπερνάει τα όρια αρμοδιότητας της επιστήμης της Εθνολογίας και μετατίθεται στην περιοχή της αρμοδιότητας των επιστημών της Κοινωνιολογίας και της Πολιτικής Οικονομίας.
Λοιπόν, κάτω από συνθήκες αυξανόμενης πολιτιστικής όσμωσης, το να μιλάει κανείς για «εθνική καθαρότητα» ακόμα και με την ελαστική πολιτιστική έννοια είναι τόσο αστείο, όσο περίπου και το να μιλάει για «εθνική καθαρότητα» με την πανάρχαια αιματολογική έννοια. Διότι, δε σμίγουν μόνο τα αίματα, αλλά και τα ήθη, και τα έθιμα, και οι νόμοι, και οι θεσμοί και οι ιδέες.
Σήμερα, το πεδίο δράσεως, τόσο της οικονομίας όσο και των ιδεών είναι η υδρόγειος σφαίρα. Μια μέρα, τα εθνικά σύνορα θα καταρρεύσουν οπωσδήποτε, και μάλιστα χωρίς να το επιδιώξει κανείς συνειδητά. Η ανθρώπινη κοινωνία, από τότε που εμφανίστηκε, βαδίζει συνεχώς και αδιάλειπτα προς την ενοποίηση. Που δε θα ολοκληρωθεί, αν όλοι οι άνθρωποι ολόκληρης της Γης δεν αισθανθούν πως ανήκουν στην ίδια εθνότητα, δηλαδή την κοινότητα όλων των ανθρώπων, ολόκληρης της Γης.
Πρόκειται για ένα ιδανικό κοινό και στο χριστιανισμό και στο μαρξισμό και στον καπιταλισμό. Μόνο που ο καθένας τους αντιλαμβάνεται τούτη την ενότητα στη βάση μιας διαφορετικής ιδεολογίας και κοσμοθεωρίας. Και, βέβαια, αυτή η ενότητα δε θα είναι ούτε πλήρης ούτε σταθερή αν δε συντελεστεί στη βάση της οικονομικής ενότητας, που είναι η αναγκαία προϋπόθεση για κάθε άλλης μορφής ενότητα.
Ακόμα και στην πατρική οικογένεια δεν είναι δυνατό να υπάρξει ενότητα αν τη συνοχή της τη διαβρώνουν παράγοντες οικονομικής τάξεως. Ο μαρξισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια εμφατική επισήμανση της πρωταρχικότητας του οικονομικού παράγοντα στα πάντα. Και είναι κωμικό να τον αμφισβητούν άνθρωποι που ολόκληρη τη ζωή τους τη δομούν γύρω από ένα χρηματοκιβώτιο, και και μια φορά γύρω από μια και μοναδική λίρα ή από έναν κηπάκο ευτελούς αξίας.
Αν το έθνος είναι μια έννοια που ανήκει πλέον στην αρχαιολογία της σκέψης, πράγμα που δημιουργεί την ανάγκη της επικάλυψης της απ’ την πάντα δρώσα επικαιρότητα του συναισθήματος (μόνο το συναίσθημα θα δικαιολογούσε την προσκόλλησή μας στην έννοια της εθνότητας, που κατάντησε έννοια περίπου… ερωτική), η έννοια του κράτους, αντίθετα, είναι πάντα επίκαιρη και πάντα δρώσα.
Το κράτος σε καμιά περίπτωση δεν είναι συνώνυμο του έθνους. Όπως ήδη αντιληφθήκαμε, το έθνος είναι έννοια εξαιρετικά πλατιά – τόσο πλατιά που να ξεχειλώνει από παντού και κανείς να μην μπορεί να τη συμμαζέψει. Άλλωστε, κανείς μελετητής δεν κατάφερε να δώσει έναν σαφή ορισμό της έννοιας «έθνος».
Πώς θα ήταν δυνατό να οριστούν με σαφήνεια τα συναισθήματα; Η έκφραση, για παράδειγμα, «αγαπώ την Ελλάδα» (νοούμενη ως έθνος) δεν έχει μεγαλύτερη αξία από την έκφραση «αγαπώ τη Μαρία». Και οι δύο εκφράσεις είναι το ίδιο δυσπερίγραπτες λο¬γικά, γιατί είναι το ίδιο συναισθηματικές.
Και επειδή κάτι πρέπει ν’ αγαπάει κανείς σε τούτο τον κόσμο, όταν δεν είναι σε θέση να αγαπήσει τις γυναίκες (και οι γυναίκες τους άντρες) καταλήγει τελικά ν’ αγαπήσει μέχρι παραφροσύνης… τη σημαία, το στέμμα και άλλα τέτοια φετίχ, αποδεικνυόμενος γνήσιος ειδωλολάτρης. Παρά ταύτα, έχει την αξίωση να τον αντιμετωπίζουμε ως πολιτισμένο άνθρωπο. Ε, όχι. Πάει πολύ. Είναι τόσο βάρβαρος, όσο και ο Αφρικανός ανθρωποφάγος.
Γιατί, αν δεν ήταν ανθρωποφάγος δε θα επιθυμούσε να «φάει τον εχθρό», ή να τον «πετάξει στη θάλασσα» (δηλαδή να τον πνίξει σαν γατί) ή να του «πιει το αίμα» σαν βρικόλακας. Ας το καταλάβουμε καλά: Ο εθνικισμός είναι πρωτογονισμός και βαρβαρότητα, κυρίως όταν ο «εθνικόφρων» είναι τόσο βλαξ, που να μην μπορεί να καταλάβει πως πίσω απ’ αυτό τον πρωτόγονο συναισθηματισμό κρύβονται τα πεζά σχέδια τον οικονομικά ισχυρών.
Η ομηρική λέξη κράτος, λοιπόν, σημαίνει στην κυριολεξία ισχύς, δύναμη, εξουσία, βία, κυριαρχία. (Η λέξη παράγεται απ» το ρήμα κρατώ που σημαίνει είμαι ισχυρός, είμαι δυνατός, είναι κυρίαρχος.) Αν το έθνος είναι έννοια συναισθηματική, που έγινε τέτοια από εκπεσμό του αρχικού φυλετικού και στη συνέχεια του πολιτιστικού της περιεχομένου, το κράτος είναι έννοια λογική μέχρι παραλογισμού.
Τίποτε δεν είναι πιο υπαρκτό, πιο βασανιστικό και πιο καταπιεστικό απ’ το σύγχρονο κράτος, σ’ όλες του τις μορφές. Σε τελική ανάλυση, κράτος είναι οι νόμοι του κράτους, οι χωροφύλακες του κράτους, οι δεσμοφύλακες του κράτους. Και οι… παπάδες του κράτους, στην περίπτωση που οι παπάδες πλην της πνευματικής θέλουν να ασκούν και κοσμική εξουσία, καλή ώρα σαν τους δικούς μας δεσποτάδες, που ολοένα και περισσότερο απομακρύνονται απ’ τό πνεύμα και ολοένα και περισσότερο πλησιάζουν το… οινόπνευμα. (Το καλό κρασί θέλει και καλό φαΐ, λέει ο λαός.)
Και παρόλο που το κράτος στηρίζεται συναισθηματικά στο έθνος, στις περιπτώσεις εκείνες που, όπως εδώ, δεν μπορεί να στηριχτεί σ’ αυτό ούτε φυλετικά ούτε πολιτιστικά, αδιαφορεί πλήρως για το έθνος.η μου πείτε πως οι υδροκέφαλοι «κρατικοί λειτουργοί» εδώ στην Ελλάδα των Ελλήνων κομπιναδόρων πιστεύουν έστω και μια λέξη απ’ αυτά, που λένε στους εκφωνούμενους κατά τις εθνικές επετείους λόγους.
Πρόκειται, απλώς, για λόγια παχιά που απευθύνονται σε εγκέφαλους αδύνατους. Και καμιά φορά, πρόκειται για λόγια παχιά που κυοφορούνται σε εγκέφαλους αδύνατους και απευθύνονται σε εγκέφαλους το ίδιο αδύνατους. (Είναι η περίπτωση των «εθνικών» άλογων λόγων του Γ. Παπαδόπουλου και των περί αυτόν κρετίνων.).
ΚΑΠΟΥ, λοιπόν, τα πράγματα έχουν μπλέξει επικίνδυνα. Τόσο που εδώ στην Ελλάδα να μην ξέρουμε πια που σταματάει το κράτος και που αρχίζει το έθνος – και αντίστροφα. Έτσι, τα κρατικά τα βαφτίζουμε εθνικά, ενώ τα εθνικά δεν είναι παρά κρατικά. Κουλουβάχατα, κατά το δη λεγόμενο. Μ’ άλλα λόγια, ακόμα δεν καταλάβαμε πως Έλληνας, έτσι πεζά, είναι ο καθένας που έχει την ελληνική υπηκοότητα, που υπακούει, δηλαδή, στους νόμους του ελληνικού κράτους, άσχετα απ’ τη φυλετική του προέλευση.
Εντούτοις θέλουμε τους Έλληνες να υπακούουν και στους «νόμους του αίματος», ως γνήσιοι Αφρικανοί. Και παρά ταύτα δε μας πετούν με τις κλωτσιές απ’ την ΕΟΚ, κι απ’ όπου αλλού υπάρχουν πολιτισμένοι άνθρωποι.
Ο Γεράσιμος Κακλαμάνης στο επίμοχθο και σχολαστικά τεκμηριωμένο έργο του «Επί της δομής του Νεοελληνικού Κράτους» (έκδοση του συγγραφέα) λέει: «Η συνεπής επιδίωξη της θρησκευτικής κλειστότητας στην τουρκοκρατία, ενώ διατήρησε την εθνική συνείδηση μεγάλων τμημάτων του ανά την Μικρά Ασία ελληνισμού, επί των Βαλκανίων επέφερε ένα αξεδιάλυτο συνειδησιακό μείγμα μεταξύ Ελλήνων, Σλάβων, Βλάχων, Αλβανών», κλπ.
Και συνεχίζει: «Η κατάσταση του νεοελληνικού εθνισμού των πρώτων επαναστατικών χρόνων ήταν η συνειδησιακή πολλαπλότητα διαφόρων τμημάτων του ελληνισμού και συνεπώς η μη ύπαρξη συγκεκριμένης ιδεολογίας». Και διερωτάται ευλόγως: «Ποια εξωτερική πολιτική μπορεί να έχει μια χώρα μειονοτήτων;». Και διευκρινίζει αλλού: «Οι πολιτικοί δε δημιουργούν Ιστορία. Απλώς την υπηρετούν».
Εδώ όμως, ούτε ο λαός δημιουργεί ενσυνείδητα Ιστορία. Διότι υπηρετεί τους πολιτικούς και όχι τον εαυτό του. Και η νεοελληνική Ιστορία δεν υπακούει σε καμιά πρόθεση. Απλώς, αναφύεται τυχαία και αναγκαία, όπως το χορταράκι στους αγρούς. Η νεοελληνική Ιστορία είναι… αγροτική ιστορία στην πιο απόλυτη κυριολεξία.
Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Έθνος” το μακρινό 1987. Ο διανοητής Βασίλης Ραφαηλίδης αναλύει τις έννοιες του έθνους, του κράτους και του ρατσισμού στην Ελλάδα, πάντα διορατικός και μπροστά από την εποχή του.