Από τον Abraham Gefuropoulos
Αν η Τέχνη είναι η δημιουργία της ελευθερίας και ο Κινηματογράφος, ο έρωτας της απόλυτης εκφραστικότητας, τότε εύκολα μπορούμε να ισχυριστούμε, ότι μέσα από το βιζέρ της κάμερας έχουμε τη δυνατότητα να κρυφοκοιτάξουμε πίσω από το εβένινο παραβάν της αμάθειας, το Απόλυτο και να αγγίξουμε τη λεία επιφάνεια της ονειροφαντασίας που σχηματίζει την πραγματικότητα που αρμόζει στον καθένα μας.
Μία πραγματικότητα αδάμαστη, χωρίς να υπόκειται στις αρτηριοσκληρωτικές συμβάσεις μίας ξεχασμένης στο συντηρητικό χρόνο, κοινωνίας, ανεξάρτητης και προοδευτικής, ικανής να εξελίσσεται διαρκώς, στοχεύοντας σε ένα αισιόδοξο αύριο, επιθυμώντας διακαώς τη ζωή όπως αυτή βιώνεται υπό το πρίσμα της ελευθερίας, απαλλαγμένη από τα διάφορα ταμπού της σύγχρονης κοινωνικής καπιταλιστικής δυστοπίας, μέσα στην οποία βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι.
Η Ελευθερία είναι Πολιτική και αυτή με τη σειρά της είναι Φιλοσοφία, ένας τρόπος σκέψης, έμφυτος στον ανθρώπινο νου που μέσα στην παράνοια του είναι ικανός να πεθάνει στο όνομα της όταν δεν την έχει και να πνίγεται στα λιμνάζοντα ύδατα της απονενοημένης ματαιοδοξίας του όταν νομίζει πως την έχει κατακτήσει, ενώ στην πραγματικότητα μένει ικανοποιημένος με ένα τοσοδούλικο ψήγμα της.
Η Αισθητική της Αναρχίας, το να ζεις δηλαδή σύμφωνα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες της ελεύθερης βούλησης σου, χωρίς κανένα εξωτερικό πρόσκομμα, είναι μία θεματική που απασχόλησε τη μεγάλη οθόνη, από την πρώτη εκείνη στιγμή που καταπιάστηκε μαζί της το τρομερό παιδί του παγκόσμιου κινηματογράφου, Λουίς Μπουνιουέλ (1900-1983).
Ο Ισπανός μεγαλοφυής σκηνοθέτης, όχι μόνο ασχολήθηκε ενεργά και με ενάργεια με το κίνημα του υπερρεαλισμού, σε μία αγωνιώδη προσπάθεια του να αμφισβητήσει τα τετριμμένα της εξουσίας, μα επιχείρησε να μεταλλάξει ριζικά τον κόσμο σε ένα καλύτερο μέρος για να ζουν ισότιμα σε αυτόν οι άνθρωποι, χωρίς να είναι σκλάβοι και μαριονέτες κανενός.
Ο γεννημένος στην Καλάντα της Ισπανίας κατάφερε να εξελιχθεί σχεδόν από το μηδέν, σε έναν από τους σημαντικότερους διανοούμενους που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Συνδέθηκε φιλικά με τον ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα και με τον εξίσου μεγάλο ζωγράφο, Σαλβαδόρ Νταλί.
Ο Μπουνιουέλ είχε την ικανότητα και τη τύχη να αποσπαστεί από το πειθήνιο «κοπάδι» και να αποτελέσει τον εκφραστή και κύριο εισηγητή μίας νέας τάσης, όχι μόνο στον χώρο της σκηνοθεσίας, μα πολύ περισσότερο όταν ερεύνησε διεξοδικά τα πεδία της πολιτικής και της φιλοσοφίας.
Ο κινηματογραφικός αναρχισμός διακρίνεται στο σύνολο της φιλμογραφίας του, μα ο ίδιος δεν καπνίζει την ιδεολογία καμίας μάρκας, ούτε καν της αγαπημένης του αναρχικής πεποίθησης. Αντιθέτως, φουμάρει με το πάθος του, τον ψοφοδεϊσμό των τρομοκρατημένων ανθρωπάκων και ψέλνει τραγούδια στο όνομα της πιο απόλυτης λευτεριάς.
Θα μπορούσε να είναι αδελφός του θρυλικού Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι, μα έτσι όπως κοχλάζει η Λατίνια καρδιά του δεν απέχει πολύ από το να τον φανταστούμε με ένα τουφέκι στο χέρι να παίρνει στο κυνήγι τους εχθρούς της ελευθερίας. Τα χρόνια που πέρασε στη Γαλλία και το Μεξικό, χώρες με πλούσια επαναστατική παράδοση, απλά ενισχύουν τη σημειολογία μας.
Το «Σκοτεινό Αντικείμενο του Πόθου» (1977) αποτελεί το κύκνειο κινηματογραφικό του αριστούργημα. Βασίζεται σε ένα μυθιστόρημα του Πιερ Λουίς (1870- 1925) «Η Γυναίκα και το Νευρόσπαστο» και πραγματεύεται το αγαπημένο θέμα της μεγάλης οθόνης, αυτό του μοιραίου θηλυκού και τις «οδύνες» που αυτό προκαλεί στους απανταχού μπουνταλάδες που τρέχουν πίσω από το φουστάνι του, ως άλλα άμυαλα κοκόρια.
Ο Μπουνιουέλ καταφέρνει να διεισδύσει βαθύτερα από την επιδερμική επιφάνεια, φτάνοντας μέχρι την καρδιά που αποτελεί την πεμπτουσία της ύπαρξης μας. Εκεί θα ανακαλύψει τα μύχια της ανθρώπινης ανασφάλειας και του παθιασμένου ερωτικού δράματος που μπορεί να οδηγήσει στην παραφροσύνη.
ΣΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΗΣ ΚΟΝΤΣΙΤΑ
Μεταφερόμαστε βιαστικά σε ένα βαγόνι αμαξοστοιχίας που οδεύει ολοταχώς από το Παρίσι στη Μαδρίτη, πάνω στην ώρα για να μη χάσουμε λέξη από την ενδιαφέρουσα εξιστόρηση της ερωτικής ζωής, του μεγαλοαστού επιχειρηματία Ματιέ Φαμπέρ (Φερνάντο Ρέι).
Μαζί με τους υπόλοιπους συνεπιβάτες μας, ενός δικαστή, μίας κυρίας με τη θυγατέρα της και ενός νάνου που ασκεί το επάγγελμα του ψυχολόγου, βλέπουμε έκπληκτοι τον κύριο Ματιέ να μπουγελώνει με έναν κουβά με παγωμένο νερό, μία πανέμορφη νεαρά. Σαστισμένοι τον ακούμε με αγωνία να μας διηγείται τους λόγους που τον οδήγησαν σε τούτη τη φαινομενικά παράλογη πράξη….
Κάποια χρόνια πίσω και εν μέσω τρομοκρατικών χτυπημάτων που συγκλονίζουν την ισπανική καθημερινότητα, ο Ματιέ γευματίζει στο σπίτι ενός φίλου του δικαστικού, συζητώντας για την επερχόμενη δίκη ορισμένων μελών μίας τρομοκρατικής οργάνωσης που ακούει στο όνομα «Οι Οπλισμένες Επαναστατικές Ομάδες Των Παιδιών Του Ιησού», η οποία μεταξύ των άλλων ευθύνεται για την αεροπειρατεία και την ανατίναξη ενός αεροπλάνου τύπου Jumbo.
Εκεί για πρώτη φορά, χάνει τα λογικά του, όταν αντικρύζει τα θεσπέσια μάτια της δισυπόστατης γοητευτικής καμαριέρας, Κοντσίτα (Καρόλ Μπουκέ και Άντζελα Μολίνα). Η Κοντσίτα είναι 18 χρονών, πρώην χορεύτρια και αμέσως κατορθώνει να σαγηνεύσει τον οικονομικά ευκατάστατο Ματιέ με τα καπρίτσια της.
Αφού φροντίζει πρώτα να τον παγιδέψει στους ιστούς της πλεκτάνης της, τον εγκαταλείπει στα κρύα του λουτρού, καθώς παραιτείται από τη θέση της καμαριέρας και σβήνει κάθε ίχνος πίσω της.
Ο Ματιέ απογοητεύεται, μα ο έρωτας του αναζωπυρώνεται όταν «τυχαία» συναντάει και πάλι την αγαπημένη του Κοντσίτα, σε ένα θέρετρο στην Ελβετία, αφού βέβαια πέφτει θύμα ληστείας από τους φοιτητές φίλους της, οι οποίοι του αποσπούν ακριβώς 800 φράγκα, όσο δηλαδή κοστίζουν και τα εισιτήρια επιστροφής τους στη Γαλλία.
Χωρίζουν για ακόμη μία φορά, μα το ερωτικό γαϊτανάκι συνεχίζεται πίσω στο Παρίσι, όπου ο πλούσιος Φαμπέρ πετυχαίνει για τρίτη φορά την κατά 40 χρόνια νεότερη του Ισπανίδα, τούτη τη φορά, σε ένα ακριβό ρεστοράν, όπου εκείνη εργάζεται στο τμήμα της γκαρνταρόμπας του μαγαζιού.
Την επισκέπτεται στο σπίτι όπου ζει μαζί με τη μητέρα της, σε μία φτωχογειτονιά του Παρισιού και προθυμοποιείται να τις βοηθήσει οικονομικά, αναλαμβάνοντας τις διάφορες υποχρεώσεις που έχουν. Είναι σφόδρα ερωτευμένος μαζί της και επιθυμεί να την παντρευτεί. Η Κοντσίτα είναι διχασμένη. Έχει ανάγκη τα λεφτά του, μα από την άλλη φοβάται ότι μόλις του δοθεί ολοκληρωτικά, εκείνος θα χάσει το ενδιαφέρον του για αυτή.
Η διαφύλαξη της παρθενίας της αξίζει όλα τα χρήματα του κόσμου και φροντίζει να του το διασαφηνίσει με απόλυτη ευκρίνεια, αφήνοντας τον να ονειρεύεται την ακόλαστη ερωτική συνεύρεση μαζί της. Η καλύτερη προστασία απέναντι σε ένα ξαναμμένο αρσενικό είναι ο αδιάρρηκτος κορσές της αγνότητας που καλύπτει το επίμαχο σημείο του καθωσπρεπισμού της.
Ο Ματιέ έχει πέσει στη φάκα και δε μπορεί να κάνει τίποτα. Δε βρίσκει εξήγηση στη συμπεριφορά της όμορφης Ισπανίδας. Από τη μία του κάνει τα γλυκά μάτια, υποσχόμενη να του χαρίσει ότι πολυτιμότερο διαθέτει και από την άλλη εφευρίσκει ακατάπαυστα δικαιολογίες, παρατώντας τον πάνω στην πιο «κρίσιμη» για ένα αρσενικό –έστω και γερασμένο πια -, ώρα.
Το ιδιότροπο ερωτικό κυνηγητό συνεχίζεται για τελευταία φορά στη γενέτειρα της νεαρής χορεύτριας, στη Σεβίλλη, όπου η μοίρα προκαλεί τον Φαμπέρ να προσπαθήσει και πάλι. Εκείνος εκτός από τον σάκο με τα εκρηκτικά, μεταφέρει τις φρούδες ελπίδες του, μα πάνω από όλα τον ασίγαστο έρωτα του.
Της αγοράζει σπίτι και εκείνη τρισευτυχισμένη ανταποκρίνεται με θέρμη στην μέγιστη εκδήλωση της αγάπης του. Επιτέλους η μεγάλη στιγμή του δοσίματος και της ένωσης έχει φτάσει. Ο Ματιέ είναι εκστασιασμένος, μα αλίμονο ο έρωτας δεν προορίζεται για αυτόν που έχει πετύχει τόσα στον κόσμο των επιχειρήσεων και του κεφαλαίου.
Η Κοντσίτα, όχι μόνο τον απαρνείται, μα τον διώχνει από το σπίτι που της χάρισε, επιλέγοντας να τον ταπεινώσει, κάνοντας έρωτα μπροστά στα μάτια του με τον κρυφό φίλο της. Τον περιπαίζει συνεχώς, αυτή η δαιμόνια χορεύτρια που με τις καμπύλες και τα θέλγητρα της καθηλώνει τους θαμώνες σε πλείστα νυχτερινά μαγαζιά.
Ο Ματιέ το παίρνει απόφαση ότι δεν πρόκειται ποτέ του να γευτεί από την πολυπόθητη πηγή των ονείρων του. Πριν μαζέψει τα μπογαλάκια του και γίνει καπνός, με τον πιστό μπάτλερ του παρέα, ξυλοκοπεί και βιάζει τη δύστροπη Κοντσίτα, κερδίζοντας με τη βία αυτό που δε μπόρεσαν να κατακτήσουν τα λεφτά και οι «αγαθοεργίες» του.
Η σχέση τους ωστόσο βασίζεται στην εξάρτηση. Έχουν ανάγκη ο ένας την άλλη. Εκείνη τον ακολουθεί στο βαγόνι, εκλιπαρώντας τον να γυρίσει πίσω, κοντά της. Τον αγαπάει, θα του δοθεί με τη βούληση της, όλα όσα έκανε ήταν απόρροια του φόβου της ότι θα τη βαρεθεί σύντομα μόλις του χαρίσει τα πάντα.
Σμίγουν ξανά και αυτή τη φορά ίσως όλα να είναι διαφορετικά. Ίσως καταφέρουν να αγαπηθούν πραγματικά, όμως η τρομοκρατική έκρηξη της υδρογονοβόμβας στη τελική σκηνή της ταινίας, ολοκληρώνει μαζί με την αφήγηση και το ερωτικό δράμα της ιστορίας μας.
Το κυνηγητό τους όμως δε θα πάψει να συνεχίζεται στο διηνεκές, σε ένα υπερβατό επίπεδο..
Η ΜΠΟΥΝΙΟΥΕΛΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
Ο παράφορος έρωτας, όπως και η σκοτεινή εσωτερικότητα που ενυπάρχει στον καθένα μας, παίζοντας τον ρόλο του προσωπικού μας δυνάστη, είναι ζητήματα που απασχόλησαν τον Μπουνιουέλ κατά τη διάρκεια της έξοχης καριέρας του. Στο «Σκοτεινό Αντικείμενο του Πόθου», ουσιαστικά έχουμε μία σύνοψη των ευρημάτων του σκηνοθέτη, καθώς οι χαρακτήρες του φιλμ δεν είναι παρά οι συνεχιστές της πνευματικής του αναζήτησης από προηγούμενες ταινίες του.
Η Κοντσίτα είναι η καμαριέρα του «Ημερολογίου μίας καμαριέρας», ο Ματιέ ο θείος της «Βιριδιάνα» και ο κηδεμόνας του «Τριστάνα», ο πιστός μπάτλερ του Φαμπέρ είναι ο υπηρέτης στο «Ελ», ενώ τέλος ο νάνος που ειδικεύεται στη ψυχολογία, αλλά στην πραγματικότητα δε γνωρίζει τίποτα για το απύθμενο βάθος και την άβυσσο που ενδημεί στην ανθρώπινη καρδιά, συνιστά το μπουνιουελικό σύμβολο του «δογματισμού της προφάνειας» και επιλέγεται να είναι νάνος ακριβώς για να αναδειχτεί η ανεπάρκεια της καρτεσιανής λογικής που τα θέλει όλα σαφή και προφανή.
Το χάος που κυριαρχεί γύρω μας δε θα μπορούσε να αποδοθεί καταλληλότερα, από τα σουρεαλιστικά τρικ με το γουρουνάκι φετίχ και του αγνώστου προέλευσης σάκου με τον δυναμίτη που θα σκάσει μονάχα στο τέλος.
Ο άκρατος έρωτας και η καταδίωξη του πλούσιου γέρου με την «σατανική» προλετάρια παραπέμπει σαφώς στη «Χρυσή Εποχή» (1930), ένα από τα πρώτα έργα του.
Αρχικά ο ρόλος της Κοντσίτα είχε προταθεί στη Μαρία Σνάιντερ, η οποία ωστόσο μόλις αντιλήφθηκε τις δυσκολίες που είχε ο ρόλος, τον απέρριψε μεμιάς και αποχώρησε κακήν κακώς.
Πράγματι το να υποδυθείς έναν χαρακτήρα με δισυπόστατη προσωπικότητα και να προσπαθείς να αναδείξεις διαρκώς το καλό και κακό κομμάτι του εαυτού του είναι σχεδόν ακατόρθωτο από έναν και μόνο ηθοποιό.
Όμως αν το καταφέρεις, τότε συνταιριάζεις το αγγελικό με το διαβολικό στα πρότυπα της Χεγκελιανής διαλεκτικής, όπως γίνεται αντιληπτό στο ηθικό επίπεδο από τον Ζωρζ Μπατάιγ: το καλό και το κακό είναι αναγκαία για την πλήρη ηθική συνύπαρξη ενός ατόμου.
Ο Μπουνιουέλ το κατάλαβε γρήγορα και επέλεξε δύο ηθοποιούς για να ερμηνεύουν την σαγηνευτική Ισπανίδα. Η Καρόλ Μπουκέ την «αθώα» αγγελική της πλευρά και η αισθησιακή Άντζελα Μολίνα τη σκοτεινή, όλο μυστήριο και δηλητήριο γυναίκα.
Με αυτό τον τρόπο ο βασανιστικός έρωτας ενσαρκώθηκε στα μάτια ενός διπρόσωπου θηλυκού Ιανού που εκστασιάζεται μονάχα όταν παιδεύει τον αφελή στα παιχνίδια του έρωτα επιχειρηματία.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΜΟΙΡΑΙΟΥ
Σε μία πρώτη ανάγνωση το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου είναι διττό. Για τον κεραυνόπληκτο Φαμπέρ είναι το αιδοίο της Κοντσίτα, το οποίο είναι τόσο βαθιά χωμένο στα σκοτάδια του λανθάνοντος καθολικισμού της, ώστε η ζώνη αγνότητας να μετατρέπεται αυτομάτως σε ένα αξεσουάρ πολυτελείας. Ο άξιος να βασανιστεί Ματιέ έχει πέσει προ πολλού στην δεξιοτεχνικά στημένη ποντικοπαγίδα της.
Από τη μεριά της η Κοντσίτα εποφθαλμιά το πορτοφόλι του μεγαλοαστού, συμμετέχοντας ισότιμα σε αυτή τη σχέση αλληλεξάρτησης. Μία σχέση που τανύζεται ποικιλοτρόπως και κατά το δοκούν.
Η μοίρα τους κοινή, ίσως πέσουν μαζί στη τρύπα που ανοίγει η υδρογονοβόμβα και έτσι μαζί με το δικό τους, να μπει το οριστικό τέλος των σκοτεινών αντικειμένων όλων των πόθων.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο θεώρησης, διαπιστώνουμε ότι ο καπιταλισμός σκοτώνει τον έρωτα, αφού προφανώς στους κόλπους του, ο έρωτας χάνει την αισθητική του συναισθηματική ποιότητα και εκφυλίζεται σε μία εμπορική συμφωνία αγοραστή-πωλητή.
Στην εποχή μας απεμπολούμε τον συναισθηματισμό μας, με βάση το κατά πόσο η ερωτική συμφωνία μας με το έτερο ήμισυ, είναι προσοδοφόρα ή όχι. Η Κοντσίτα πουλάει την χυμώδη θηλυκότητα της, ως ένα καλοδιαφημισμένο προϊόν αναμένοντας να εξαργυρώσει τις επιταγές του υποψήφιου γαμπρού.
Παρά τις αναστολές της δεν παύει να αποκομίζει κέρδη από τον Ματιέ, ο οποίος με τη σειρά του και ως άριστος καπιταλιστής, πιστεύει ακράδαντα ότι τα πάντα πουλιόνται και αγοράζονται. Για αυτό και όταν βρίσκει ασυνέπεια και αντίσταση στην «επιχειρηματική» του λογική, δε ξέρει τι να σκεφτεί.
Στο αγαπημένο μας φιλμ, ο κοκετισμός ξεφεύγει από το απλό κυνηγητό αρσενικού-θηλυκού πάνω σε αμοιβαίες σαδομαζοχιστικές βάσεις και ανυψώνεται στην αδιάλειπτη πάλη των τάξεων μεταξύ ισχυρών και «ανίσχυρων». Πλούσιοι και φτωχοί βρίσκονται σε ένα συνεχή πόλεμο εξουσίας.
Ο αγώνας είναι άνισος, μα ταυτόχρονα η έκβαση του δεν έχει κριθεί. Η άρχουσα τάξη χρησιμοποιεί το κεφάλαιο και τα μέσα που συνδέονται με αυτό για να επιβληθεί, ενώ με τη σειρά του το προλετάριο προσπαθεί να ανταπεξέλθει με τη δύναμη του νου και το σθένος της καρδιάς του.
Το μέλλον όλων των τάξεων είναι αβέβαιο και μοιάζει με αυτό του τραγικού ζευγαριού της ταινίας. Το πάτημα ενός κουμπιού και ο πυρηνικός όλεθρος θα σηματοδοτήσουν το οριστικό φινάλε για όλους μας.
Το θέμα της «μοιραίας γυναίκας» δεσπόζει στο συνολικό έργο του Μπουνιουέλ. Εδώ, χρησιμοποιείται ως δραματουργικό τέχνασμα, που σκοπό έχει να εξελίξει και να λυτρώσει εντέλει τον θεατή.
Αυτό όμως που ενδιαφέρει στην πραγματικότητα τον πολυτάλαντο Ισπανό, είναι η εξέταση της βαρβαρότητας που κυριαρχεί στην καθημερινότητα μας, μία ιδέα που τον διαπερνούσε πνευματικά σχεδόν από το ξεκίνημα της καριέρας του.
Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου είναι η βαρβαρότητα αυτή που διαιρείται στην ενδοστραμμένη και εξωστραμμένη.
Η παράλογη εμμονή του γέρου δεν είναι παρά η εσωτερικευμένη βία μίας βίας που υπάρχει αντικειμενικά μέσα μας και είναι απόρροια εξωτερικών παραγόντων. Η βία λοιπόν δεν είναι των γνωστών «αναρχικών» των ταινιών του Μπουνιουέλ, αλλά οι κοινωνικοί θεσμοί εκείνοι που απαγορεύουν στο άτομο να συνυπάρχει αρμονικά με τον εαυτό του.
Οι μηχανισμοί της καταστολής, η επίσημη κρατική ιδεολογική φιλοσοφία και η τεχνητά διαμορφωμένη ενοχική ηθική της Θρησκείας, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να υπαγορεύουν εντολές, τοποθετώντας στο προκρούστειο κρεβάτι της εξουσιομανίας τους, τις ζωές των ανθρώπων, ανάλογα με τα συμφεροντολογικά κέφια τους.
Εξάλλου, «Οι Οπλισμένες Επαναστατικές Ομάδες Των Παιδιών Του Ιησού» αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος φαίνεται να μας αφηγείται σαρκαστικά ο μέγας είρωνας Μπουνιουέλ, παραθέτοντας μαζί, τους «ένοπλους» με τον «Ιησού», υπενθυμίζοντάς μας ξανά τη σκέψη περί ηθικής του Μπατάιγ.
ΜΗ ΧΑΝΕΤΕ ΧΡΟΝΟ, ΕΡΩΤΕΥΘΕΙΤΕ!
Η ταινία εξερευνάει τα αχαρτογράφητα βάθη του ανθρώπινου πόθου και τα μυστικά που κρύβονται εκεί, αθέατα από τους γυμνούς οφθαλμούς μας. Ο πόθος από τη ψυχολογική σκοπιά της διαλεκτικής σκέψης των Μισέλ Φουκώ και Ζυλ Ντελέζ, μεταξύ άλλων, είναι το «πεδίο των επιθυμιών».
Το πεδίο αυτό είναι ο γεμάτος δυνατότητες χώρος, εντός του οποίου θα πραγματοποιηθεί μία συγκεκριμένη πράξη. Το πεδίο χαρακτηρίζεται πάντα σκοτεινό, καθώς η ύπαρξη του γίνεται αντιληπτή μονάχα μετά από τη τέλεση της πράξης. Κάθε εκπλήρωση καταργεί τον πόθο, για να δημιουργήσει με τη σειρά της έναν καινούριο.
Η ανθρώπινη Ιστορία είναι μία αλυσίδα εκπληρωμένων πόθων που όμως δε θα κορεστούν ποτέ. Το πεδίο θα κρύβει πάντα νέες δυνατότητες και θα γεμίζει στο διηνεκές με επιθυμίες, πράξεις και όνειρα, ανεξάρτητα αν αυτά διακρίνονται από υστεροβουλία ή στοχεύουν στην εξελικτική ελευθερία.
Αντίστοιχη είναι η λειτουργία και του ερωτικού πόθου. Η ερωτική πράξη καταργεί τον πόθο, αλλά το πεδίο παραμένει πάντοτε γεμάτο με ερωτικές υποσχέσεις, που ακόμη και αν δεν υπερβούν το επίπεδο της φαντασίας, συμβάλλουν στην υγιή ανάπτυξη ενός φυσιολογικού ανθρώπου. Αλίμονο σε όσους καταργούν το γενεσιουργό του έρωτα, πεδίο του πόθου. Θα καταλήξουν ανερωτικοί, δυστυχισμένοι, όπως τα φασιστοειδή ένα πράμα.
Στο «Σκοτεινό Αντικείμενο του Πόθου», το αιδοίο της Κοντσίτα που είναι και το πολυθρύλητο πεδίο του πόθου, υπάρχει αλλά είναι θεοσκότεινο, αφού δεν παράγει τίποτα. Ο φόβος οδηγεί κατευθείαν στη μαυρίλα του θανάτου και μας απομακρύνει από το φως της ζωής.
Ίσως αυτό που λείπει στα αλήθεια από τον κόσμο μας, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, να είναι ο παραγωγικός ερωτικός πόθος, η φαντασία στον έρωτα. Ο έρωτας γεννάει τα όνειρα της ελπίδας και την αγάπη για τη ζωή. Με αυτόν σύμμαχο είναι εφικτή η διαρκής επανάσταση και η αποτίναξη από πάνω μας κάθε είδους εξάρτησης.
Αφήστε στην άκρη τις όποιες αγκυλώσεις προξενεί ο αληθινά ακόλαστος «καθωσπρεπισμός» των γκρίζων δυνάμεων της κοινωνικής «ελίτ».
Τολμήστε λοιπόν να ερωτευθείτε ακολουθώντας τον μπουνιουελικό παραγωγικό τρόπο και σίγουρα θα είστε κοντύτερα από ποτέ στην προσωπική σας ευτυχία..