«’Άνθρωποι που έζησαν τόσο μυστικά που όταν πέθαναν ο θάνατος βρήκε τίποτα να τους πάρει. Κι όπως χθες βγήκε κι απόψε ανυποψίαστο το φεγγάρι». (Τάσος Λειβαδίτης, ‘Άνθρωποι…’).
Στις 20 Απρίλη του 1922, στην ‘καρδιά’ της άνοιξης, γεννήθηκε ο Τάσος Λειβαδίτης, ένας ποιητής ιδιαίτερος, που ‘ανδρώθηκε’ τη δεκαετία του 1940: ελληνοϊταλικός πόλεμος, κατοχή, αντίσταση, εμφύλιος πόλεμος. Τα βιώματα αυτής της ιστορικής περιόδου, οι αναφορές και τα επίδικα της σημάδεψαν τον ποιητή, όπως σημάδεψαν και χιλιάδες άλλους. Ο Τάσος Λειβαδίτης, άλλοτε ‘λακωνικός και άλλοτε ‘χειμαρρώδης’, άλλοτε αιχμηρός και άλλοτε ‘κρυφός’ και αμφίσημος διαπερνά το ‘σώμα’ της ελληνικής ποίησης. Στο ποιητικό του πράττειν, η ήττα της Αριστεράς δεν προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά ενός ‘θρήνου’ για την απολεσθείσα ουτοπία, για τον ‘παράδεισο’ που τελικά δεν έφθασε.
Αντιθέτως, στρέφεται προς την πλευρά του ανθρώπινου ‘τραύματος’, μετασχηματίζει και μετασχηματίζεται σε ‘λυγμό’ για τις ζωές που χάθηκαν. Αυτή η ‘τραυματική’ αφήγηση στην ποίηση του προχωρά και εξελίσσεται, αποκτώντας τον ειρμό και τη δομή του ατελεύτητου προορισμού: της ζωής που δεν ολοκληρώθηκε και δεν πραγματώθηκε. Και όμως στο ποιητικό του έργο αντανακλάται και η ‘λεία’ επιφάνεια κάτω από την οποία ενδημούν πρόσωπα που έζησαν, αντικείμενα προς χρήση. Ο προορισμός μπορεί να ήταν και η συντροφικότητα. Στο πεδίο της ιστορίας, συγκροτούμενη ως βασική ταυτότητα και ως ανθρώπινη φύση, η ποίηση δεν είναι παρά η «φωνή» εκείνου που δεν μπορεί να μιλήσει. Με αυτόν τον τρόπο, ο «βιόκοσμος»[1] του περιλαμβάνει πρόσωπα που πεθαίνουν και «γεννιούνται» ξανά, μέσω της ποίησης. Η δική του προσωπική μνήμη διαπλέκεται με τη μνήμη των συντρόφων του, με τις αφηγήσεις των περασμένων γεγονότων, με την ίδια την ανασημασιοδότηση του ως ποιητική δράση-ιστορία.
Όμως, η ποίηση του δεν είναι γεγονοτολογική αλλά «κινούμενη», αυθεντική και για αυτόν το λόγο, ιστορική. Είναι η ιστορία του κάθε ένα που «βίωσε» τις «ωδίνες» και τα «κοιλοπονήματα» της, που «βίωσε» την ορμή και τη «ταχύτητα» με την οποία εισήλθε στη ζωή επηρεάζοντας την. Γιατί, «οι παλιοί σύντροφοι δεν πέθαναν, αλλά κατοικούν τώρα στο βάθος των δρόμων- όποιον κι αν πάρεις θα τους συναντήσεις».[2]
Πραγματικά, ο Τάσος Λειβαδίτης κινείται «αυτόνομα», διαβλέπει το «βάρος» που αποκτούν οι πράξεις, συμπυκνώνει στην ποίηση του την έννοια-συνθήκη της ‘τρωτότητας’, προχωρά μέχρι το πεδίο της ατομικής ευθύνης και συνείδησης, με έναν τρόπο όχι «αυτόματο» και «μηχανικό» αλλά συγκροτημένο και συγκεκριμένο, με έναν τρόπο που θαρρείς «προδίδει» τη βαθιά γνώση του ποιητή για τον κόσμο. Γιατί τι άλλο είναι η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη παρά η διαρκής σημειολογία της ανθρώπινης κίνησης, η αισιοδοξία και η ζωντάνια που εναλλάσσονται με την απαισιόδοξη και «μελαγχολική» (έως και καταθλιπτική) ενατένιση των πραγμάτων, το πολύσημο σημάδι των καιρών; Ο ποιητής «άγγιξε» την πολυπλοκότητα και τη συνθετότητα των κοινωνικών σχέσεων, προσέδωσε «έρμα» στη «μονάδα» που αφουγκράζεται την ήττα αλλά και την φυσική απώλεια ως καταστάσεις του διαρκούς παρόντος, ως καταστάσεις «φυγής» και «απώλειας» του ιδανικού μέλλοντος.
Παραφράζοντας το Γάλλο μαρξιστή φιλόσοφο, Λουί Αλτουσέρ, θα λέγαμε πως για τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη, ‘το ιστορικό παρελθόν διαρκεί πολύ’, ένα ιστορικό παρελθόν που προσδιορίζεται από τη διαδικασία αποκρυστάλλωσης στάσεων και συνεπειών στο ιστορικό τώρα.
Σε ένα ενδιαφέρον του κείμενο το έργο ‘Μύηση στη Φιλοσοφία για μη φιλοσόφους’, ο Χουάν Ντομίνγκο Σάντσες Εστόπ αναφέρει: «Η πλειονότητα των εξεταζόμενων πρακτικών θεωρούνται υπό το πρίσμα της παραγωγής ως διαδικασίας συνδυασμού μιας πρώτης ύλης, μιας εργασιακής δύναμης και ενός συνόλου εργαλείων, δηλαδή ως δράσης ενός δρώντος (agent) πάνω σε μία πρώτη ύλη με τη χρήση εργαλείων, κάτι που αποτελούσε και την αριστοτελική ποίηση· αλλά σε ό,τι αφορά την ιδεολογία, την επιστήμη ή την πολιτική, αλλά και την ίδια τη φιλοσοφία, ο Αλτουσέρ οφείλει να αναγνωρίσει ότι ποίησις και πράξις δεν θα μπορούσαν να διαφοροποιηθούν, αφού ο ενεργών και η ύλη συμπίπτουν και, όπως λέει ο Αριστοτέλης, με ένα παράδειγμα της πράξεως που έχει γίνει κλασικό «ο γιατρός θεραπεύει τον εαυτό του».[3]
Κατά το Αριστοτελικό υπόδειγμα και «ο ποιητής θεραπεύει τον εαυτό του», διαμέσου της διαδικασίας της υπενθύμισης των πράξεων, των παραλείψεων και των αντιφάσεων του. Οι αντιφάσεις που συγκροτούν την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση αποτελούν προνομιακό πεδίο «μελέτης» για τον ποιητή. Έτσι, πέρα από αυτό που επισημαίνει ο Χουάν Ντομίνγκο Σάντσες Εστόπ, στο «υπόγειο» και «υπέργειο» ποιητικό σύμπαν του Τάσου Λειβαδίτη η ποίησις προϋποθέτει την πράξη, η κίνηση την ακινησία, η ιστορία την ατομική οργάνωση, η ομοιογένεια των πραγμάτων την ετερογένεια των διακοπτόμενων στιγμών.
«Οι ανταύγειες του φεγγαριού στα τζάμια σαν τα μικρά αποσπάσματα ενός ονείρου που κυνηγάμε χρόνια. Έρωτες για πράγματα μακρινά, φιλίες με δρόμους, ή άστρα κι η παιδικότητα που σε ό,τι καλύτερο είχε, έμεινε για πάντα άγνωστη. Ώσπου μια νύχτα παραμέρισα τη ζωή μου και βρήκα το ωραίο ρόδο που μου είχαν υποσχεθεί».[4]
Ο ποιητής «ωραία» και «απλά» «παραμέρισε τη ζωή του», αναζητώντας στο ρόδο το «πέρασμα» σε μια άλλη ζωή και πράξη. Θα μπορούσαμε απλά να πούμε πως το ρόδο αποτελεί το άλλο και συνάμα τόσο ίδιο όνομα της ποίησης. Όμως, ο Τάσος Λειβαδίτης προχωρά πέρα από αυτό. Αναζητεί τις περασμένες εικόνες που τον σημάδεψαν, τις περασμένες εικόνες ως ποίηση, εκκινεί με αφετηρία το στοχασμό και καταλήγει στη διαρκή παρατήρηση. Γιατί ένας ποιητής είναι και ένας παρατηρητής των πάντων. Σε αυτό το σημείο προκύπτει η σύζευξη ποιητικού οράματος (η ποίηση ως καθημερινή αναγκαιότητα, ως ‘φυσική’ πράξη) και ποιητικής κοσμοθεωρίας (η ποίηση που εγκιβωτίζεται ως πρόταγμα σε ότι θα αποκαλούσαμε ως κοινωνικό γίγνεσθαι). Αυτές οι δύο πτυχές συγκροτούν την ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη. Εικόνες, μνήμες και ιστορίες, η παιδική ηλικία και ο έρωτας συνιστούν ένα ευρύ ποιητικό παλίμψηστο, το οποίο και «μεταλλάσσεται» διαρκώς, προτάσσοντας άλλοτε την αμφιβολία, άλλοτε την περίσκεψη και άλλοτε την αμφισβήτηση ως ‘γνωσιακό’ πεδίο. Σε ισόποσες δόσεις, το ποιητικό γίγνεσθαι του Τάσου Λειβαδίτη είναι αμφισβητησιακό, «υπόκωφο» και, θα λέγαμε «εξορισμένο» από τον «αντικειμενικό κόσμο», από τη μηχανική ενός «κόσμου» που δεν αναπαρίσταται ποιητικά και δεν «κατασκευάζεται» ολικά.
Η ποίηση και η πράξη εμφιλοχωρούν η μία στην άλλη, συνιστούν το ίδιο το «είδωλο» του ποιητή, συστέλλονται και διαστέλλονται άλλοτε μαζί αλλά και χώρια. Κι όμως, ως «ύλη» της παραδοξότητας των πραγμάτων, ο agent (δρων) είναι το κοινό πρόσωπο του ποιητή-ανθρώπου που δρα, επενεργεί διαμορφώνοντας τους όρους και τις προϋποθέσεις για την ανάδυση της «σωματικής-πνευματικής ενέργειας». Ευρύτερα η ποίηση νοείται και ορίζεται ως συγκέντρωση πνευματικής δύναμης, μίας δύναμης-στοχασμού που μεταβαίνει μακρύτερα από τα τετριμμένα και τους φαντασιακούς «μύθους» με τους οποίους πορεύεται το υποκείμενο (συλλογικό & ατομικό).
Και προπάντων η ποίηση η νοτισμένη στα καθημερινά πεδία των μαχών απομακρύνει από τους ορίζοντες της τα φαντασιακά «σύννεφα» που προσβλέπουν σε έναν τρόπο αναπαράστασης του κόσμου ως «δυνητική τελειότητα» που ανακύπτει από την κυριαρχία των ‘ειδικών’ και των νόμιμων και των νομιμόφρονων, ως κόσμου όπου η εξουσία επιβάλλει τους μύθους της. Ο τελεολογικός μύθος διαλύεται.
Ο Τάσος Λειβαδίτης ‘ανασταίνει’ φωνές, κινήσεις και πρόσωπα. Η ποίηση του ‘ακουμπά’ και ‘αγγίζει’ το πεδίο της ‘ζώσας’ ιστορίας, συγκροτείται ως υποκείμενο αφήγησης, ‘ενοποιεί’ τα θραύσματα που αφήνει πίσω του ο πανταχού παρών θάνατος (που βιώνεται και ως απόσυρση-ιδιώτευση), αποκτά μία ροή που κινείται κόντρα και ενάντια στη ροή των πραγμάτων, κόντρα και ενάντια στη ροή ενός κόσμου, ο οποίος, όσο περισσότερο ‘προχωρά’ τόσο περισσότερο ‘κερδίζει’ συνειδήσεις. Σε κάθε του βήμα, η μαχόμενη αξιοπρέπεια, σε κάθε του βήμα τον κερδίζει η ποίηση που δύναται να συμπυκνωθεί σε μία λέξη, σε μία μικρή φράση.
Ο ποιητής ‘συσσωρεύει’ τις αντιφάσεις και τις αντινομίες μίας εποχής και μίας ιστορικής κοινωνικοπολιτικής περιόδου, λειτουργώντας ως ένα ιδιότυπο ‘αντηχείο’ φωνών και αναφορών, αγώνων και εξοριών, που επιδιώκει να συμβιβάσει τη ζωή με το θάνατο, το ψωμί με το κρασί, το σύντροφο με τον άλλο’ εαυτό του. Ο Τάσος Λειβαδίτης, μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο, είναι οι ποιητές που διεύρυναν τα όρια της ιστορικότητας που δύναται να προσλάβει η ποίηση, εκεί όπου η μνήμη δεν είναι απλά και μόνο η αναφορά της απώλειας, αλλά η αναφορά στο πεδίο της διιστορικής πράξης, στο πεδίο των διεργασιών που συντελούνται στο πεδίο της συνείδησης και ‘καρπίζουν’ στο έργο τους. Στο πλαίσιο της ποιητικής του εξέλιξης, ο έρωτας είναι το οικείο και το ‘ζεστό’, το απόμακρο και το υπερβατικό, το λογικό και το άλογο μαζί. Παντού εμφιλοχωρεί η ‘θεατρικότητα’ ενός ανθρώπου που όσο εύκολα γελάει τόσο εύκολα και κλαίει.
O ποιητής Τάσος Λειβαδίτης δεν θα μπορούσε ποτέ να φωνάξει αυτό που φώναζε ο Άγιος Αρσένιος στους χριστιανούς: «Fuge, tace, quiesce! («Φύγε, Σώπα, ησύχασε!). Και κατά συνέπεια: αναπαύσου εν κοινωνική ειρήνη.
«Οι φωταγωγημένοι δρόμοι των μεγαλουπόλεων τρομάζουν τους διαβάτες, αλλά προετοιμάζουν τους ποιητές και τα σκυλιά στέκονται στις γωνιές ανατριχιασμένα σα να είδαν άξαφνα κάτι πιο πέρα- το ωραίο μυστικό μου όμως είναι ότι δε γνώρισα ποτέ την Ιουδήθ, κι ω ύπνε, ξεφύλλισε το βιβλίο σου με τις μαγικές εικόνες, γιατί ποτέ δε ζήσαμε κι η παιδικότητα ήταν ένα άλυτο αίνιγμα που φόβιζε τους μεγάλους, κι αν αγαπήσαμε, αγαπήσαμε πράγματα που τρεμόσβηναν στο βάθος και χάνονταν γρήγορα, όπως οι έρωτες των αρρώστων που θα είναι σύντομοι μα ο Θεός τους ευλόγησε να φαίνονται αιώνιοι κι οι κήποι μας βάζουν ερωτήματα αναπάντητα με ρόδα ή γιασεμιά κι ω χίλιοι σπασμένοι καθρέφτες της σελήνης κι η θάλασσα, τρελή τρελή, που προσπαθεί να τους συναρμολογήσει. Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει…».[5]
Αυτή ακριβώς είναι η συμπυκνωμένη ουσία της ποίησης του Τάσου Λειβαδίτη: «ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει…». Μόνο όταν δίνεις και όταν δίνεσαι, όταν νιώθεις την «καυτή ανάσα» του άλλου, του συνοδοιπόρου, του συντρόφου. Ολόκληρη η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη ανακύπτει ως επικουρία του άλλου, ως συνύπαρξη αλλά και ως αγωνία για την πορεία του ανθρώπινου είδους. Ο έρωτας θρυμματίζει σε «κομμάτια» τη στιλπνότητα του καιρού. Όπως αναφέρει εύστοχα ο Σάββας Μιχαήλ: «Η Ποίηση δεν ανάγεται απλώς στην ιστορική κοινωνική πράξη. Ενυπάρχει, εγγράφεται εξαρχής σ’ αυτή. Δεν ακολουθεί τυφλά και παθητικά τα ιστορικά δρώμενα, τις δομές, τις αλλαγές και τους αγώνες των κοινωνιών. Η Ποίηση δεν είναι η σκιά της ιστορίας, το σκοτάδι που αφήνει πίσω της να την ακολουθεί, κάτι σαν φευγαλέο χνάρι. Είναι αυτό που προ-βάλλει από το σκότος της Ιστορίας και φανερώνει, σαν έρεβος φαεννότατον, τον ορίζοντα της. Η Ποίηση είναι πράξη. Έργον εν προόδω αέναο, χαράζεται στους δρόμους της περιπλάνησης των ανθρώπων και τους χαράζει».[6]
Η ποίηση λοιπόν ως πράξη, ως τομή, ως «φωνή» αυτών που δεν έχουν «φωνή», η ποίηση ως ιστορία, ως τριπολική πράξη: ως παρελθόν, ως παρόν και ως μέλλον ταυτόχρονα, γραφή που εγκολπώνεται την ‘ετερότητα’ και τα πάθη του ανέστιου. Κάτι σε προσκαλεί στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη. Και αυτό δεν είναι η θρησκευτική άφεση των αμαρτιών αλλά η ποιητική συνείδηση που αποκτάται από την αναγκαστική ‘συμβίωση’ με την ιστορία και με το βάρος που αυτή φέρει. Καθημερινά αναμετράται με το γήινο πεδίο.
Ο Τάσος Λειβαδίτης (που έγραψε και ένα μικρό και ουσιαστικό κείμενο για το Canto General του Pablo Neruda), είναι ο ποιητής των φτωχών, των ξεχασμένων, των απόκληρων και των απανταχού σιωπηλών, αυτών που περιμένουν από την ποίηση να εκφράσει τη δική τους σιωπή.
[1] Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι ο «βιόκοσμος» του ποιητή είναι οι αναφορές του, τα πρόσωπα που άλλοτε κινούνται και άλλοτε στέκουν, οι «ρίζες» του που αποτελούν τον θεμέλιο λίθο της ποίησης του. Ο «κόσμος» στο ποιητικού του έργο συντίθεται από αυτό που θα αποκαλούσαμε ως ευρύ πεδίο της δράσης, ο ‘χώρος’ όπου τα πρόσωπα, σαν θεατρικές περσόνες, διαμορφώνουν το γίγνεσθαι. Η ποίηση του συνίσταται στην αλληλουχία μεταξύ «βιόκοσμου-κόσμου», μεταξύ υποκειμένων και ιδεολογιών, μεταξύ παλαιού και νέου, ακριβώς διότι στην αντίληψη του Τάσου Λειβαδίτη η ποίηση συγκροτεί τη «μαμή» της ιστορίας, τη «μαμή» εκείνων των προσωπικών ιστοριών που υπερβαίνουν τα όρια της τυποποιημένης αντίληψης-νόησης.
[2] Βλέπε σχετικά, Λειβαδίτης Τάσος, ‘Αθανασία’, ‘Γ’, ‘Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2005, σελ. 111.
[3] Βλέπε σχετικά, Εστόπ Σάντσες Ντομίνγκο Χουάν, ‘Ψόφιο Σκυλί, ψόφο δεν έχει. Για τη μύηση στη Φιλοσοφία για μη φιλοσόφους του Λουί Αλτουσέρ’, Μετάφραση: Μπαρτσίδη Ιωάννα, Περιοδικό Θέσεις, Τεύχος 128, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2014, σελ. 104.
[4] Βλέπε σχετικά, Λειβαδίτης Τάσος, ‘Το Ρόδο’, ‘Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2005, σελ. 44.
[5] Βλέπε σχετικά, Λειβαδίτης Τάσος, ‘Ερωτήματα…ό.π., σελ. 45.
[6] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Ωσάν Εισαγωγή, ΑΔΑΜ ΚΑΔΜΟΝ Η Ο ΚΟΣΜΟΣ ΩΣ ΠΡΟΤΑΓΜΑ’, ‘Homo Poeticus’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2006, σελ. 9.