Δε θα κάνω διάλογο. Δεν το έχει ανάγκη ετούτη η παράσταση, δεν το ζήτησε ποτέ ετούτο το κείμενο. Δε θα μιλήσω με κανέναν. Δε θέλω να ακούσω αντιρρήσεις περί έρωτος, να βάλω αστερίσκους για τα επί προσωπικού «ίσως» του καθενός. Μη μου λέτε για τους ενδοιασμούς σας μπρος σε γκρεμούς που θα παιχτεί η ζωή σας, για τα ανθρώπινα δειλιάσματα εκεί που οι κόσμοι λιώνουν, εκεί που τα big bang συμβαίνουν. Δεν ακούω τίποτα, κανέναν σας. Ή ως το τέλος ή καθόλου! Αυτό είναι ο έρωτας. Ελοΐζα μου, στα πόδια σου πεσμένος είμαι.
«Είμαι η μυρωδιά από ένα λουλούδι
που είχες φυτέψει εσύ,
και που άφησες μια νύχτα που σάρωσε τον κόσμο,
έξω από την πόρτα μου».
Ο Γιάννης Καλαβριανός σκηνοθέτησε αλλά και έγραψε το κείμενο μιας παράστασης που με πήρε ναύτη στο πρώτο του ταξίδι και με παρέδωσε στιγματισμένο με μελάνια καπετάνιο μετά από τριάντα χρόνια στη θάλασσα. Πέντε χαλιά στη σκηνή. Χαλιά διάδρομοι και παράλληλα διαδρομές των ηθοποιών στη ζωή των ηρώων που υποκρίνονταν. Αυτών εννοώ που μπήκαν στη σάρκα τους και λίγα λεπτά αφού άρχισε η παράσταση κανείς δεν μπορούσε να τους βγάλει από μέσα. Πέντε χαλιά και τα μάτια μου να παρατηρούν τα πόδια τους. Πότε τα πατούσαν, πότε τα διάβαιναν σαν πάνω από αόρατες γέφυρες. Χριστίνα, αυτό ήταν το πρώτο που πρόσεξα: το «δεν αγγίζω τη γη» της ερωτευμένης γυναίκας. Της Ελοΐζας. Στο περπάτημά σου αυτό.
«Δεν ξέρω τι γίνεται… το μυαλό μου… σαν να μη χωράει
πια στο κεφάλι μου…
σαν να μη χωράει πια το κεφάλι μου στο σώμα μου…
σαν να μην μπορώ να χωρέσω άλλες εικόνες…
[…]
Πες μου τι να κάνω.
Ρώτα τον Θεό.
Τον Θεό τον ψάχνω μόνο όταν είμαι απελπισμένη…
Υπάρχει μεγαλύτερη απελπισία απ’ τον έρωτα;»
Χριστίνα είναι η Χριστίνα Μαξούρη. Ηθοποιός της παράστασης (μαζί με την Ελένη Κοκκίδου και τον Γιώργο Γλάστρα) και μια απ’ τις δυο εκδοχές της Ελοΐζας, μια απ’ τις πολλές εκδοχές κάθε προσώπου που περνάει απ’ το έργο. Ο Καλαβριανός είχε τη σκέψη της ελευθερίας. Πώς αλλιώς εξάλλου να εκφράσει τον έρωτα, τον δίχως όρια, τον άναρχο και ατελεύτητο; Πρόσωπα που δεν ξεχωρίζουν, διάλογοι που δεν μπαίνουν σε καλούπια, εικόνες που αλλάζουν σαν ξεφύλλισμα ημερολογίου. Στην αρχή μπορεί και να μπερδευτείς. Στην πολύ αρχή. Όλα τα έχεις βάλει σε σειρά πριν καν το πρώτο κόμπιασμα όμως. Πριν καν γίνει η πρώτη κλήση στις τρίχες σου για παρουσία στην αναφορά ρίγους.
«Υπάρχουνε κάποιες αγάπες που δεν μπορούνε να
φανερωθούν στο φως της μέρας.
Γιατί δεν τις αντέχει ο χρόνος που γεννήθηκαν.
Τότε κι αυτές βρίσκουν άλλους χρόνους,
αναποδογυρίζουνε τη μέρα
και ψάχνουν χαραμάδες.
Στις πόλεις, αν ξυπνήσεις κάποιες νύχτες,
ανοίξεις τα παράθυρα
-κι έχεις εκπαιδευτεί να βρίσκεις χαραμάδες-
θα ακούσεις ανθρώπους να γελούν,
να κυνηγιούνται μέσα στα στενά,
να αγκαλιάζονται σε πλαταιίτσες γύρω από δέντρα…
Είναι εκείνες οι αγάπες που δεν τις σήκωσε η μέρα…»
Κι είναι πολλές αυτές οι αγάπες που ζουν πίσω από κουρτίνες και ήσυχες τάχα μου ζωές. Είναι πολλά τα χέρια που ενώνονται κάτω από τραπέζια, τα κορμιά που σμίγουν όρθια σε γωνίες δρόμων. Η μέρα δε γουστάρει αντιστροφή στους πόλους των σωμάτων. Οτιδήποτε θα μπορούσε να αλλάξει τη ροή στο αίμα είναι εχθρός της. Όλοι οι παρίες του έρωτα, οι διωγμένοι των ατσαλάκωτων σαλονιών, τα σημάδια σε αψεγάδιαστους λαιμούς μαζεύονται μόλις σκοτεινιάσει και στήνουν την πιο εύηχη συνομωσία των αιώνων: αυτήν των οργασμικών τραγουδιών.
Ποιος να δεχτεί τη διαφορά ηλικίας του Αβελάρδου με την Ελοΐζα; Αυτός στα σαράντα, εκείνη στα δεκαέξι. Ποιος να δεχτεί τα όσα αυτή η σχέση θα ανέτρεπε στα δεδομένα εκείνης της κοινωνίας; Αυτός σπουδαίος φιλόσοφος, δάσκαλος, σεβαστός, υποψήφιος ακόμη και για τα ανώτατα αξιώματα της εκκλησίας, εκείνη κορίτσι στην ομορφιά της νεότητάς της, μορφωμένη όσο λίγες στα χρόνια της, ζωντανή, έτοιμη να αφιερωθεί σώμα και πνεύμα σε κάποιον με υλική υπόσταση. Τους χώρισαν, τους βασάνισαν, τους κατέληξαν σε αποφάσεις που ο έρωτας θα ‘πρεπε να πεθάνει, να υποκύψει, να ξεχάσει τ’ όνομά του. Ξεχνάει ποτέ ο έρωτας όμως;
«Έχω υποφέρει πολλά εξαιτίας σου. Αλλά αν ξαναζούσα,
πάλι τα ίδια θα έκανα.»
Ήταν στιγμές που βλέποντας την Ελένη Κοκκίδου να κινείται στη σκηνή προσπαθούσα να αφήσω απ’ έξω το λόγο της. Ήθελα να δω αν αυτό που με συγκινούσε τόσο ήταν οι λέξεις, η εκφορά τους ή αν η παρουσία της ήταν ένα σύνολο αξεχώριστης συγκίνησης. Ε, δεν υπήρξε μια στιγμή που να ένιωσα κάτι λιγότερο, ένα δευτερόλεπτο που να πέρασε απ’ το μυαλό μου ότι κάτι μου λείπει. Ακόμη κι άηχα με έπειθε για αγκαλιάσματα και σπαραγμό και απομόνωση και το γαμώτο του «λείπω». Ένα σωρό από αυτό το «λείπω». Εξαιρετική μέχρι τέλους. Μέχρι τελευταίας ατάκας του έργου.
«Αυτό που πιο πολύ απ’ όλα δεν μπορεί να χωρέσει ο ανθρώπινος νους,
είναι η απόσταση ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που κάποτε αγαπήθηκαν.»
«Αγαπητή εν Χριστώ αδελφή» της γράφει ο Αβελάρδος μετά από χρόνια κλεισμένοι και οι δύο σε μοναστήρια! Τι της λες καλέ μου; Νομίζεις μια μέρα, μια ώρα, ένα λεπτό έπαψε να σε ποθεί; Έπαψε να σκέφτεται τα χείλη σου, το σώμα σου; Έπαψε να θέλει να μπαίνεις μέσα της και να ουρλιάζει πίστη, να ουρλιάζει θρησκεία, να ουρλιάζει αφιέρωση σε εσένα; Νόμιζες ξένο θα γινόταν το δέρμα της στο δέρμα σου που έχει αγγίξει; Πώς; Τα ανθρώπινα δεν είναι για πράγματα που μπορούν να καταφέρουν οι μηχανές. Τα ανθρώπινα έχουν βιολογικά γραμμένη την ανημπόρια να αντισταθούν στις προσταγές της καρδιάς. Η μνήμη δεν τσακίζεται, κι ας λέει αλλού άλλα ένας ποιητής.
«Εσύ αγάπησες το ανάμεσά μας, την ηδονή μας,
εγώ αγάπησα εσένα.
Δεν έψαχνα τίποτε σε εσένα, παρά εσένα.
Δεν ήθελα τίποτα δικό σου, ήθελα μόνο εσένα.
[…]
Η καρδιά μου δεν ήταν ποτέ και τώρα ακόμη
περισσότερο δική μου, αλλά δική σου.
Αν δεν είναι με εσένα, να μην είναι πουθενά.
Αντίο μοναδική μου αγάπη.
Σε εκλιπαρώ να ενδιαφερθείς για την περιουσία σου.
Σου ανήκω.»
Αβελάρδος ο Γιώργος Γλάστρας. Ήρεμος στο ρόλο του και καθαρός στο λόγο του. Η επιτυχία του νομίζω είναι που πριν φτάσουμε στο τέλος τον έχω μισήσει απ’ τα βάθη της καρδιάς μου. Ξεχνάω ότι υποκρίνεται, ότι πατάει σε γραμμένα βήματα, ότι είναι ηθοποιός κι όχι κάποιος που φάνηκε να αρνείται τον πόθο, να ξεχνάει την έλξη, να αδιαφορεί για εκείνο το «σου ανήκω». Να δίνεται αποκλειστικά στο Θεό υποστηρίζοντας ότι όλα τα υπόλοιπα έχουν μείνει πίσω.
Αλήθεια, πώς το κάνεις αυτό; Πώς γυρνάς την πλάτη σε κάποιον που σου δωρίζει το κτητικό του; «Σου ανήκω»! Πόσοι θεοί έχουν ζηλέψει τους ανθρώπους που έχουν ζήσει κάτι τέτοιο;
«Δεν προλάβαμε αγάπη μου. Ποτέ δεν προλαβαίνουμε.»
Στη σκηνή, αρκετές φορές, οι τρεις ηθοποιοί τραγουδάν. Και το κείμενό μου επιστρέφει εκεί από όπου άρχισε: στη Χριστίνα Μαξούρη. Η φωνή της ξεκινάει απ’ το κέντρο της γης και βγαίνοντας στην επιφάνεια φέρνει μαζί της κάθε θύμηση λάβας, χώματος, μετάλλων και υγρών που συνάντησε. Ο πόνος και η τραγωδία της Ελοΐζας, ο έρωτάς της, ο πόνος και η εσωτερική μάχη του Αβελάρδου, ο έρωτάς του, πραγματώνονται δια μέσω αυτής της φωνής. Δεν είναι συμπληρωματικό το τραγούδι της παράστασης. Ισότιμα μετέχει αυτής.
Ήταν οι τελευταίες μέρες που ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη αλλιώς θεωρώ δεδομένο ότι θα ξαναπήγαινα κι ας έφευγα πάλι κομμάτια. Είναι σαν εκείνη την εκδρομή που δεν μπορούμε να αρνηθούμε. Στο τέλος απ’ τα πέντε χαλιά του σκηνικού, τα δύο μαζεύτηκαν. Στο δικό μου μυαλό, αυτή η κίνηση ταίριαξε με τις ζωές των δυο εραστών που αφού έκαναν την πορεία τους, άφησαν ετούτο τον κόσμο. Έμειναν τα υπόλοιπα, εμείς οι υπόλοιποι άνθρωποι, να τους θυμόμαστε και να θυμίζουμε το πόσο δύσκολο είναι όχι μόνο ο έρωτας αλλά και η αποδοχή του. Κάτι φορές, κυρίως αυτή.
Υγ. (σαν φως που ξανανάβει για να ειπωθεί μια ατάκα που μοιάζει να ξεχάστηκε) «Εύχομαι να σας αγαπήσουν μέχρι τρέλας».
*Τα πλάγια γράμματα είναι απ’ το κείμενο του Γιάννη Καλαβριανού.