Του Γιάννη- Ορέστη Παπαδημητρίου
Σημειώσεις για τη νέα πολιτική Δημόσιας Τάξης
Είναι περίεργο για έναν άνθρωπο που δεν χάνει ευκαιρία να δηλώνει ότι δεν έχει καμία πολιτική σκοπιμότητα, να εμπλέκεται μέρα παρά μέρα στη μικροπολιτική ίντριγκα. Γίνεται ακόμα πιο περίεργο, όταν μια απλή ματιά στο βιογραφικό του δείχνει πως ο εν λόγω άνθρωπος δεν βρέθηκε ποτέ ιδιαίτερα απομακρυσμένος από καρέκλες και αξιώματα. Αν έχουμε μάθει κάτι όμως από τους πρώτους μήνες της υπουργικής θητείας του Γιάννη Πανούση, είναι ότι κάτω απ’ τις δηλώσεις του υπάρχει πάντα ένα συγκείμενο, που άλλες φορές απαιτεί μια βαθύτερη ματιά για να γίνει κατανοητό και άλλες, μέσα στην αδεξιότητα που συχνά συνοδεύει το υπέρμετρο φλερτ με τη δημοσιότητα, είναι εξωφρενικά πρόδηλο.
Όσο κι αν επαίρεται ότι καθορίζεται από την ακαδημαϊκή του ιδιότητα, ο Γιάννης Πανούσης είναι πρωτίστως πολιτικός. Συνόδευσε το ΠΑΣΟΚ σε κομβικά πόστα, τόσο στην «κλασική», όσο και στην «εκσυγχρονιστική» του εποχή, χρειαζόμενος τρεις ολόκληρες προσπάθειες για να γλιτώσει απ’ τα δεσμά του. Δέχθηκε το χρίσμα του Συνασπισμού για την υπερνομαρχία Αθηνών-Πειραιώς, αναπτύσσοντας σχέσεις που αργότερα θα τον οδηγούσαν στη ΔΗΜΑΡ και τη συγκυβέρνηση, προτού αποχωρήσει απ’ αυτή και βρεθεί ως δια μαγείας στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, απαντώντας στο άβολο ερώτημα του ποιος θα διαχειριστεί μια εξουσία την οποία η ευρύτερη ελληνική Αριστερά έχει βιώσει ως φύσει κατασταλτική.
Οι πρώτοι τέσσερις μήνες του Γιάννη Πανούση στο επίμαχο Υπουργείο, έχουν χαρακτηριστεί από μια ιδιαίτερα αντιφατική, εώς και αλλοπρόσαλλη θα έλεγε κανείς, στάση. Από ευσυγκίνητο ανθρωπιστή μπροστά στο κολαστήριο της Αμυγδαλέζας, μετατράπηκε σε διώκτη των μεταναστών. Από δημοκρατικό διαχειριστή πρόθυμο να συνομιλήσει με τον αντιεξουσιαστικό χώρο, ξαφνικά έγινε πολιορκητής των Εξαρχείων. Λίγες μόλις μέρες μετά τον αυτοχαρακτηρισμό του ως «αναρχικού» στο πλευρό του Γιάννη Μπουτάρη, μεθόδευσε την πιο αναίτια βάρβαρη και αντιδημοκρατική κατασταλτική επιχείρηση στην οδό Ικτίνου, καταφερόμενος ευθέως εναντίον του δημόσιου χώρου ως τέτοιου.
Αναζητώντας τον διάβολο στις λεπτομέρειες, αυτό που στην αρχή παρουσιάζεται ως διχασμός προσωπικότητας, αποκαλύπτεται εν τέλει ως συνεκτικότατη λογική: όσο πιο αυταρχικά χαρακτηριστικά προσλαμβάνει η πολιτική του στο μικροεπίπεδο, τόσο πιο ηχηρή γίνεται η παρουσία του στη δημόσια σφαίρα. Η τάση αυτή θα μπορούσε να γίνει εύκολα αντιληπτή από τις πρώτες ημέρες, όταν την περιβόητη επίσκεψή του στο κέντρο κράτησης της Αμυγδαλέζας, ακολούθησε η απρόκλητη επίθεση των ΜΑΤ σε διαδηλωτές που είχαν συγκεντρωθεί εκεί, μεταξύ των οποίων και μέλη της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ. Δεν ήταν παρά το πρώτο επεισόδιο σε μια σειρά συγκρούσεων με τους διαφωνούντες των κέντρων κράτησης». Θ’ ακολουθούσε η καταστολή της πορείας στο στρατόπεδο της Κορίνθου στις 7 Μαρτίου, προτού συντονίσει τόσο σε προπαγανδιστικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο μια μαζικής κλίμακας συκοφάντηση των μεταναστών.
Είναι αλήθεια ότι μέχρι εκείνο το σημείο, επί Πανούση, τα κέντρα κράτησης είχαν αρχίσει να μειώνουν ραγδαία τον αριθμό των κρατουμένων τους. Με φόντο αυτό το φαινόμενο, τα δύο περιστατικά καταστολής των διαδηλώσεων αποδόθηκαν σε αυτονόμηση των αστυνομικών, παρότι οι διαδηλωτές της Αμυγδαλέζας, ζητώντας εξηγήσεις για την επίθεση που δέχθηκαν, πήραν την απάντηση απ’ τον επικεφαλής της διμοιρίας ότι έγινε «με εντολή του Υπουργείου». Χαρακτηριστικά, η ανακοίνωση της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ την επομένη, απαιτεί τη διερεύνηση των υποθέσεων αυτονόμησης των αστυνομικών και την εξάρθρωση των φασιστικών θυλάκων εντός της ΕΛΑΣ, μαρτυρώντας μια καλοπιστία απέναντι στον Υπουργό παρά τις ενδείξεις υπέρ του αντιθέτου.
Η συνδρομή του Δημάρχου
Η διαδικασία με την οποία ο Πανούσης φαίνεται να καταστάλαξε ως προς τη θέση του στην πολιτική της καταστολής έχει σαφές σημείο αφετηρίας. Το εύθυμο κλίμα με το οποίο γνωστοποιήθηκε η συνάντηση του Υπουργού με τον παλιό του φίλο και Δήμαρχο Αθηναίων, Γιώργο Καμίνη, στις 9 Μαρτίου, ανατράπηκε τάχιστα, δίνοντας χώρο σ’ έναν υψηλής έντασης επικοινωνιακό πόλεμο. Σε ανακοινώσεις, τηλεοπτικά πάνελ και δημοσιεύματα, ο Δήμαρχος και οι αντιδήμαρχοί του εξαπέλυσαν μια δριμεία επίθεση έναντι της αστυνομικής πολιτικής της κυβέρνησης, επικεντρωμένη στα γνωστά φετίχ της ανομίας: τους αντιεξουσιαστές και τους μετανάστες, με τους μεν να μεταμορφώνονται σε αντικείμενο μαζικού πανικού ύστερα από τη μιντιακή διαχείριση της κατάληψης της Νομικής και τους δε να θεωρούνται αυτομάτως τέρατα, άπαξ και φεύγοντας απ’ την Αμυγδαλέζα, βρεθούν στο κέντρο της Αθήνας.
Έχοντας την Ανοιχτή Πόλη ως μείζονα αντιπολίτευση και ως σταθερό πια σύμμαχο την παράταξη του Άρη Σπηλιωτόπουλου, με τα συντηρητικά στοιχεία της οποίας κατάφερε να κερδίσει τη δεύτερη θητεία του, ο Γιώργος Καμίνης έχει εγκαταλείψει ολοκληρωτικά το προσωπείο της ανεκτικότητας με το οποίο πρωτοδιεκδίκησε τη δημαρχία έναντι του τότε συντηρητικού Νικήτα Κακλαμάνη. Όσο όμως η στάση του δημάρχου καθορίζεται απ’ το πολιτικό κόστος και το πολιτικό όφελος, άλλο τόσο επηρεάζεται πλέον κι από καθαρά υλικές δεσμεύσεις. Συνεχίζοντας στο πλαίσιο του Σχεδίου Δράσης 2011 την κατασταλτική πολιτική του Κακλαμάνη, κόντρα στην οποία εξελέγη, ο Δήμος έχει πλέον διευρυμένο ρόλο στα ζητήματα αστυνόμευσης των πιο επίμαχων περιοχών της Αθήνας μέσω του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης και των άκαμπτων θέσεών του γύρω από την παραβατικότητα.
Σ’ αυτές τις διευρυμένες αρμοδιότητες, έρχεται να προστεθεί και το επίμαχο ζήτημα του Πεδίου του Άρεως, το οποίο υπάγεται στην Περιφέρεια Αττικής και το οποίο διεκδικείται από τον Δήμο Αθηναίων τον τελευταίο χρόνο, την ίδια στιγμή που στο εν λόγω πάρκο είναι αφιερωμένο το ένα εκ των τριών Ειδικών Επιχειρησιακών Σχεδίων τα οποία έχουν εκπονηθεί για την Αττική ως μέρος του Ενιαίου Επιχειρησιακού Σχεδιασμού 2015-2019. Στο σύνολο, ο Δήμαρχος φαίνεται να διεκδικεί μαχητικό ρόλο στον καθορισμό των πολιτικών αστυνόμευσης στο κέντρο της Αθήνας, τις οποίες έχει ήδη εξασφαλίσει εν μέρει μέσω του ΣΟΑΠ, δημιουργώντας ένα σαφές πολιτικό όριο στα σχέδια του Πανούση. Έτσι, παρά τις αρχικές του ενστάσεις στις κατηγορίες του Δημάρχου και του επιτελείου του και παρότι στα παλαιότερα επιστημονικά του κείμενα έχει απορρίψει μετά βδελυγμίας το δόγμα του «σπασμένου παραθύρου» στην αστυνόμευση, το οποίο ασπάστηκε περιχαρώς ο Δήμαρχος Αθηναίων σε πρόσφατη συνέντευξη στο Βηmagazino, ο Υπουργός κατέληξε να γίνεται ιδανικός σύμμαχός του στην ξενοφοβία και τον ηθικό πανικό.
Κοιτάζοντας το έργο της ΕΛΑΣ για το 2015, φαίνονται πιο καθαρά οι υλικές προεκτάσεις αυτής της πίεσης. Στις υποθέσεις ανασφάλιστης εργασίας που εξιχνιάστηκαν από τα λαγωνικά της Ελληνικής Αστυνομίας, βρίσκονται μόνο ονόματα αλλοδαπών εργοδοτών, ενώ μεγάλο μέρος της αστυνομικής δραστηριότητας, στόχευσε το παρεμπόριο, το οποίο έχει σαφές εθνοτικό πρόσημο και η πάταξή του υπήρξε ένας απ’ τους πυλώνες του Σχεδίου Δράσης του 2011 που –όλως τυχαίως– εναρμονίστηκε σε ανησυχητικό βαθμό με τις βλέψεις και τις δράσεις της ακροδεξιάς στο αθηναϊκό κέντρο. Η πιο επιτυχής εφαρμογή αυτού του δόγματος είναι λίγο-πολύ το περιβόητο «κεκτημένο του Δένδια στο κέντρο της Αθήνας», που κατά δήλωση του θέλει να διασώσει ο Υπουργός.
Προς μια γραφειοκρατική Αστυνομία
Οι πιέσεις του Δημάρχου δεν φαίνεται να είναι το μόνο όριο που συνάντησε ο νέος Υπουργός την ίδια περίοδο. Σπάζοντας μια μακροχρόνια παράδοση των προκατόχων του, ο Γιάννης Πάνουσης έλεγε την αλήθεια όταν ισχυρίστηκε πως έδειξε ελάχιστα παρεμβατική διάθεση στις κρίσεις των αστυνομικών. Αντ’ αυτού, αποκατέστησε τα στελέχη που τον ενδιέφεραν σε θέσεις του Υπουργείου, αντλώντας κυρίως από τη δεξαμενή των «πράσινων» στελεχών της ΕΛΑΣ που είχαν ξηλωθεί επί Δένδια και είχαν υποστηριχθεί μόνο από τη ΔΗΜΑΡ, της οποίας ο νυν Υπουργός ήταν μέλος. Εξέχουσα θέση μεταξύ αυτών κατέχει ο Μάνος Κατριαδάκης που τέθηκε εκπρόσωπος του Υπουργείου Προ.Πο. στα θέματα μετανάστευσης. Αναζητώντας το παρελθόν του, βρίσκει κανείς ότι στο πλαίσιο των πράσινων συγγενειών του, ο Κατριαδάκης υπήρξε ιδρυτής και επιβλέπων του κέντρου κράτησης της Αμυγδαλέζας, πράγμα που δείχνει να εγκαινιάζει μια συγκεκριμένη προσέγγιση στη μεταναστευτική πολιτική.
Οι παρεμβάσεις του στη εσωτερική διάρθρωση της Αστυνομίας, με την τάση πριμοδότησης των υπηρεσιακών αντί των επιχειρησιακών λειτουργιών, δείχνουν μια συνέπεια στις απόψεις που έχει διατυπώσει στο μακρινό παρελθόν*, στη βάση της οποίας έχει γνωμοδοτήσει οικειοθελώς, κατά δήλωση του ιδίου, στους κατά καιρούς Υπουργούς Δημοσίας Τάξης. Ο αστυνομικός της γειτονιάς, ο ΑΕΤΟΣ και οι εκκλήσεις στον Νίκο Παππά για τον ραδιοφωνικό σταθμό «Μπλε Φίλος», έχουν ως κοινή απόληξη την απόσπαση αστυνομικών από εκεί που ευδοκιμεί η αστυνομική αυθαιρεσία και διαφθορά, προς τη γραφειοκρατικοποίησή τους. Είναι από τις λίγες πτυχές της υπουργικής του θητείας όπου ο νυν Υπουργός δεν έχει δείξει αντιφάσεις και ασυνέπειες – όλως τυχαίως και η μόνη που έχει κάποια σχετικά προοδευτική κατεύθυνση, καθώς οι υπόλοιπες έχουν προσλάβει εδώ και καιρό ιδιαίτερα νοσηρά, έως ακροδεξιά χαρακτηριστικά.
«Σύμφωνα με ανώτατα στελέχη της λεωφόρου Κατεχάκη, προσφάτως αποκαλύφθηκε ότι ομάδα αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. από τη Διεύθυνση Αλλοδαπών υφάρπαζε μεγάλα χρηματικά ποσά κατά τη διάρκεια ελέγχων σε καταστήματα με παράνομες δραστηριότητες στο κέντρο της Αθήνας, με πρόσχημα τον εντοπισμό μελών του ISIS. Παράλληλα διαπιστώθηκε ότι προχωρούσαν σε σειρά παρανομιών με επίκληση τάχα ότι θα αντλήσουν πληροφορίες για «ισλαμιστές τρομοκράτες», εκμεταλλευόμενοι τον σχετικό φόβο.» Αυτά αναφέρει ο αστυνομικός συντάκτης του Βήματος, Βασίλης Λαμπρόπουλος, σε ρεπορτάζ του, την περίοδο που οι σχέσεις των αστυνομικών με διακινητές μεταναστών άρχισαν να έρχονται στο φως. Θα περίμενε κανείς από έναν Υπουργό που έχει υπό την ευθύνη του την επίμαχη υπόθεση να συνηγορήσει στη διάλυση της τζιχαντοφοβίας, όταν είναι πια ξεκάθαρο ότι λειτουργεί ως μηχανισμός προώθησης συγκεκριμένων συμφερόντων – ειδικά όταν αυτός ο ίδιος Υπουργός κάποτε έγραφε ενάντια στον ηθικό πανικό που προκαλείται από τη «δαιμονοποίηση των (λαθρο)μεταναστών, η παρουσία των οποίων προβάλλεται ως η κύρια – αν όχι η αποκλειστική – αιτία τόσο της πραγματικής όσο (κυρίως) της φανταστικής έξαρσης της σοβαρής εγκληματικότητας στη χώρα μας», οδηγώντας σε έναν φαύλο κύκλο αλληλοτροφοδότησης της καταστολής και της εγκληματικότητας, η διακοπή του οποίου ήταν – σύμφωνα με τον ίδιο – «επιτακτική ανάγκη».
Όμως ο Γιάννης Πανούσης κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η εμμονή του με τη θωράκιση των συνόρων που υποχώρησε μπροστά στη συγκίνησή του για την Αμυγδαλέζα, επανήλθε δριμύτερη, με άξονα μια υποτιθέμενη τζιχαντιστική απειλή. Πέρα απ’ τις δημόσιες δηλώσεις του, πολυσυζητημένη υπήρξε η συμμετοχή του στην εκδήλωση του Δικτύου της Άννας Διαμαντοπούλου στο πλευρό των προκατόχων του, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και Νίκου Δένδια με θέμα την απειλή του φανατικού Ισλάμ και την εσωτερική ασφάλεια. Στη συζήτηση που ακολούθησε, ο… Θεόδωρος Πάγκαλος έμελλε να αναχθεί στον «αριστερότερο» άνθρωπο στην αίθουσα, λέγοντας ότι η σύνδεση των μεταναστευτικών ροών με την έλευση τζιχαντιστών στην Ευρώπη, έχει να κάνει με συγκεκριμένες βλέψεις της Ιταλίας στην Λιβύη. Όταν ρωτήθηκε αν υπάρχει κάτι που να μπορεί να τεκμηριώσει αυτή τη σύνδεση που έπαιρναν ως δεδομένη όλοι οι ομιλητές, η απάντηση του Υπουργού κατέληγε λίγο-πολύ σε ένα οριακά υπαρξιακό ερώτημα του τύπου «δεν ξέρω, αλλά να μην του ρίξουμε μια ματιά;».** Κάπως έτσι, ο Γιάννης Πανούσης, έγινε υπερήφανος πρωταγωνιστής του ηθικού πανικού που κάποτε απέρριπτε και έμμεσος υπερασπιστής του οργανωμένου εγκλήματος που τρέφεται απ’ αυτόν.
Με τις ευλογίες της κυβέρνησης
Ο απόηχος της τελευταίας του παρέμβασης στην Καθημερινή με τον κάπως γραφικό τίτλο «Πολιτικά θυρανοίξια» ενάντια στην Πρόεδρο της Βουλής, έρχεται να συμπληρώσει το πλούσιο συγγραφικό έργο που ανέπτυξε στις σελίδες των εφημερίδων απ’ την προεκλογική περίοδο μέχρι σήμερα, στο οποίο επιχειρεί να απονομιμοποίησει στη δημόσια σφαίρα τις κριτικές που δέχεται από τ’ αριστερά. Οι εκάστοτε κριτικοί του, άλλοτε στιγματίζονται ως «Αριστερά του τίποτα», άλλοτε ως πολιτικοί με «αρρωστημένη συμπεριφορά» – εσχάτως και ως συνωμοταξία με το οργανωμένο έγκλημα. Στη στάση του αυτή χαίρει μιας προκλητικής ασυλίας. Είναι απορίας άξιο το πως γίνεται να ισχυρίζεται δημόσια – σε συνέντευξή του στο περιοδικό Unfollow – ότι η συνάδελφός του και Υπουργός Μετανάστευσης, Τασία Χριστοδουλοπούλου, γιγαντώνει τον πραγματικό αριθμό των προσφύγων προκειμένου να λάβει μεγαλύτερη χρηματοδότηση από την ΕΕ και να μένει ακλόνητος στο πόστο του.
Τόσο οι πολιτικές κινήσεις, όσο και οι δημόσιες παρεμβάσεις του Γιάννη Πανούση, καταλήγουν σε μια στρατηγική της έντασης με πολύ απτά αποτελέσματα. Χαρακτηριστικότερο δείγμα αυτής υπήρξε η εκκένωση της Πρυτανείας τη μέρα που θα έληγε η κατάληψη, απόφαση την οποία ακολούθησε ένα μπαράζ επιθέσεων στα κατά τόπους γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ με υλικές ζημιές που καλύφθηκαν από τις τσέπες των μελών και δημιούργησε ιδιότυπες κοινωνικές συγκρούσεις. Είναι αδιανόητο να θεωρήσει κανείς ότι ο Υπουργός έχει το ακαταλόγιστο όταν παρουσιάζει κάθε κοινωνικό παράγοντα, απ’ τους αντιεξουσιαστές μέχρι τους διαδηλωτές των Σκουριών, ως θανατηφόρους κινδύνους για την ελληνική κοινωνία. Η στάση αυτή ενισχύει την «πολυτιμότητα» των αστυνομικών, τόσο στους ίδιους, όσο και στο ευρύ κοινό, με τίμημα την ανεξέλεγκτη ποινικοποίηση της πολιτικής διαφωνίας, των μειονοτήτων και των κινημάτων. Το κέρδος του ως πολιτικού διαχειριστή είναι τριπλό: μειώνει την εχθρότητα απέναντι στην ΕΛΑΣ, αυξάνει την πολιτική του δημοφιλία μέσω ένος λαϊκισμού που απευθύνεται στα χειρότερα ένστικτα της ελληνικής κοινωνίας, ενώ παράλληλα χαϊδεύει τους – ήδη αρκετά χαϊδεμένους, αν συγκριθούν με τον υπόλοιπο δημόσιο τομέα – αστυνομικούς.
Ο Γιάννης Πανούσης φαίνεται να κινείται πάνω σε μια ατομική στρατηγική πολιτικής επιβίωσης, αλλά και να επιτελεί έναν ρόλο αποδιοπομπαίου τράγου για συγκεκριμένες στοχεύσεις της κυβερνητικής πολιτικής. Στο τελευταίο ίσως να αποδίδεται και η διακριτική απόρριψη της θέσης που είχε υποστηρίξει ένθερμα στο παρελθόν, περί ένταξης του Υπουργείου Προ.Πο. στο Δικαιοσύνης, καθώς ο Νίκος Παρασκευόπουλος δεν έχει τόσο οργανικές δεσμεύσεις προς την πολιτική ηγεσία. Ακόμα και για τους πιο δύσπιστους, κάθε υποψία περί αυτονόμησης του Πανούση διαλύθηκε οριστικά με την υποστηρικτική δήλωση του Νίκου Βούτση, ασχέτως αν αυτή έχει και χαρακτηριστικά καταστολής της προσωπικής πολιτικής της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Κανονικά, θα έπρεπε να είχε ήδη διαλυθεί, όταν την επομένη της εκκένωσης της Πρυτανείας, είχε υποστηριχθεί από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα. Άλλωστε, όπως έχουμε μάθει από τα πρόσφατα χρόνια, κάθε «έντιμη συμφωνία», χρειάζεται και μια πρόθυμη Αστυνομία για να εφαρμοστεί.
* βλ. Γιάννης Πανούσης – Σοφία Βιδάλη, Κείμενα για την αστυνομία και την αστυνόμευση, εκδ. Σάκκουλας
** Για ένα ρεπορτάζ απ’ την εκδήλωση, βλ. Μαριάννα Ρουμελιώτη, «Η απειλή του φανατικού Ισλάμ ως πρόσχημα» στο The Cricket, 19/5/2015. Για την κατασκευή της τζιχαντοφοβίας βλ. «Η ελληνική τζιχάντ», Red Notebook, 17/1/2015 και «Αναζητώντας τον τζιχαντιστή», Η Εποχή, 15/3/2015.
Πηγή:rednotebook.gr