Η πρώτη εικόνα αυτή. Το σοκ. Πρώτο σκάλωμα της ματιάς. Ξερότοπος κι ερημιά. Ένα κόκκινο ντουβάρι σχεδόν στη θάλασσα. Καμιά σκιά. Τόσα παράθυρα! Τουλάχιστον θα ‘χει φως. Τόσα παράθυρα! Τι τα θέλουν; Έχω ακούσει για «τυχαίες αυτοκτονίες». Ένα, δύο, τρία, τέσσερα… Τώρα τι κόλλησα εκεί; Άπειρα είναι. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Πώς να τα μετρήσω; Όλοι σιωπηλοί σε ετούτο το καΐκι. Μόνο τα τέρατα γελάνε. Τι απειλές είναι αυτές; Εγώ θα σπάσω; Τι δεν κατάλαβαν ως τώρα στα κρατητήρια; Πόσο ακόμη ξύλο θα μου δώσουν; «Θα φας καλά»! Πάλι; Μόνο… καλά τρώω απ’ το πρώτο απόγευμα που με πιάσανε. Όλοι μιλάνε για τη Μακρόνησο και τη Γυάρο. «Αναμορφωτήρια κομμουνιστών». Κρεματόρια ψυχών. Κι αν αντέξεις σωματικά θα σαλέψει το μυαλό σου, λένε. Ποιοι το λένε; Όλο φήμες. Θα αντέξω εγώ. Για το κόμμα. Για τον άνθρωπο. Για να μην κάνουν κουμάντο μια μέρα αυτά τα σκυλιά.
Τόσα παράθυρα! Φτάνουμε. Σηκωθήκαμε όλοι. Ξέρω σύντροφοι, όλοι άγχος έχουμε. Απορείτε κι εσείς; Τι κτίριο είναι αυτό; Ποιος θα ακούσει τις κραυγές μας εδώ πέρα; Τα παράθυρα θα ‘ναι κλειστά; Κουράγιο! Μονολογώ. Σε εμένα το λέω, ναι. Κουράγιο. Φτάνουμε.
——————-
Αυτό το κείμενο, όπως και τα υπόλοιπα πέντε της ενότητας για την Γυάρο, γράφτηκε πάνω στις φωτογραφίες που τράβηξε η Βάσια Ρεντούμη και τις βρήκα στον τοίχο της ένα χρόνο πριν. Απείραχτες, με όλο το φως τους και το τρέμουλο απ’ το αίσθημα της στιγμής, γέμισαν τα χαρτιά μου με εκείνη την παγωνιά που είχα νιώσει στην πρώτη επίσκεψή μου στο Άουσβιτς πριν χρόνια. Την παγωνιά του θανάτου και του μίσους του ανθρώπου για τον άνθρωπο. Στη Γυάρο δεν έχω πάει.