Η άποψη περί των θετικών επιπτώσεων του εθελοντισμού δεν είναι καινούρια. Ούτε και η βιομηχανία εκμετάλλευσης που στήθηκε γύρω από τη δωρεάν εργασία με σκοπό το κέρδος.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται μεγάλη κουβέντα για τα επίπεδα της ανεργίας των νέων. Η απάντηση σε αυτή τη «μάστιγα» έρχεται μέσω αναλύσεων οι οποίες την αντιμετωπίζουν ως ένα ανεξάρτητο γεγονός που μοιάζει περισσότερο με φυσικό φαινόμενο, παρά με το άμεσο αποτέλεσμα μιας σειράς πολιτικών αποφάσεων και διακρατικών δεσμεύσεων.
Σήμερα, έξι στους δέκα νέοι είναι άνεργοι. Πάνω από τους μισούς δεν πληρώνονται τα προβλεπόμενα, ενώ οι απλήρωτες υπερωρίες είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.
Στο επίκεντρο των λύσεων που προτείνουν οι ίδιοι οι άνεργοι νέοι στον εαυτό τους είναι η εθελοντική εργασία.
Εθελοντής σε μια επιχείρηση που κερδίζει χρήματα από τη δωρεάν εργασία μου σημαίνει συλλογή εμπειριών και αύξηση των πιθανοτήτων πρόσληψης μου στο μέλλον, λένε οι άνεργοι νέοι.
Μερικοί από αυτούς το πιστεύουν. Κάποιοι το χρησιμοποιούν ως άλλοθι για να δικαιολογήσουν την επιλογή να μετατρέψουν τον εαυτό τους σε μια εθελοντική μηχανή παραγωγής κέρδους για τους άλλους.
Η εθελοντική εργασία αποτελεί εδώ και αρκετό καιρό την απάντηση στο πρόβλημα της μείωσης του περιθωρίου κέρδους στον ιδιωτικό τομέα. Μέχρι που τα τέσσερα τελευταία χρόνια πήδηξε στην αντίπερα όχθη κι έγινε μέρος της συζήτησης που αφορά και το δημόσιο.
Τα μόρια που πρότεινε ο Ανδρέας Λοβέρδος στους νέους αδιόριστους καθηγητές με αντάλλαγμα τη δωρεάν εργασία τους για την κάλυψη των κενών διδασκαλίας αποτελεί μια από τις πιο επικίνδυνες προφητείες για το άμεσο μέλλον.
Η πληρωμένη εργασία δεν θεωρείται πουθενά «απαραίτητη». Αν, σήμερα, ο δάσκαλος διδάσκει δωρεάν, αύριο θα κάνει το ίδιο κι ο γιατρός, κι ο εφοριακός και πάει λέγοντας. Εξαιρείται η αστυνομία, για ευνόητους λόγους.
Βλέποντας τι γίνεται τριγύρω μας καταλαβαίνουμε ότι ο εργαζόμενος δεν είναι πια απαραίτητος. Οι θέσεις εργασίας λιγοστεύουν με ταχείς ρυθμούς και η ελαστικότητα της μισθωτής εργασίας αναβαθμίστηκε από λύση ανάγκης σε προσόν.
Ευθύνες για το αποτέλεσμα αυτό δεν έχουν μόνο όσοι το εφαρμόζουν, αλλά κι εκείνοι που το τροφοδοτούν. Κάποτε βλέπαμε στις 100 αγγελίες και μια που έλεγε «ζητείται εθελοντής» και γελάγαμε. Σήμερα, έχουν στηθεί διαδικτυακές φάμπρικες εργολαβίας εθελοντών. Ιστοσελίδες οι οποίες έχουν στη βάση δεδομένων τους νέους που επέλεξαν από μόνοι τους να διαθέσουν τον εαυτό τους στην υπηρεσία εκείνων που κερδίζουν χρήματα από τον εθελοντισμό τους.
Το λέω πιο απλά για να γίνει απολύτως κατανοητό. Το 2014 υπάρχουν 20άρηδες και 25άρηδες που βάζουν το όνομά τους σε μια αγγελία και ζητούν να δουλέψουν τζάμπα. Κι είναι τόσο περήφανοι γι’ αυτό που ανεβάζουν φωτογραφίες των «εθελοντισμών» τους στον προσωπικό τους λογαριασμό στο Facebook.
Η τροφοδοσία απλήρωτων εθελοντών σε δραστηριότητες που στόχο έχουν το κέρδος αμπαλαρίστηκε, στολίστηκε, κι ωραιοποιήθηκε, μέσα από μια μακρά καμπάνια υποτιθέμενης «ευαισθητοποίησης» με πρόφαση την πρωτοφανή «ανθρωπιστική κρίση» των ημερών μας.
Η δωρεάν εργασία έγινε μόδα και η απλήρωτη δουλειά παρουσιάστηκε μέσα από τις ιστορίες «επιτυχημένων» επιχειρηματιών ως το πρώτο βήμα μιας λαμπρής καριέρας που γέμισε με εκατομμύρια δολάρια τους προσωπικούς τους λογαριασμούς.
Καταξιωμένοι «εντερπρενέρς» παρουσιάζονται ως τα μαγικά παιδιά που τόλμησαν να δουλέψουν σκληρά χωρίς κανένα αντάλλαγμα σε εργασίες οι οποίες «άλλαξαν τη ζωή τους κι επηρέασαν τον κόσμο».
Φυσικά, κανείς δεν υποχρεώνει τον νέο να φορέσει στο λαιμό του το κολάρο της απλήρωτης εργασίας, αποδεχόμενος το ρόλο ενός κατά φαντασίαν γκλαμουράτου μονομάχου μιας αρένας στην οποία κοιτάζει αφ’ υψηλού και με περιφρόνηση τους υπόλοιπους αιχμαλώτους, ξεχνώντας ότι κι εκείνος είναι στην ουσία ένας υπερεκτιμημένος δούλος.
Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη «εργασία» αντικαταστάθηκε από την «απασχόληση». Κανείς πλέον δεν λογίζεται ως εργαζόμενος, αλλά φέρει την ταμπέλα του απασχολούμενου. Ένας χομπίστας πολυτελείας· τόσο αναλώσιμος, όσο χρονικό διάστημα οι υπηρεσίες του κρίνονται απαραίτητες. Μετά το τέλος της απασχολισημότητάς του αποχωρεί, για να δώσει τη θέση του σε κάποιον άλλο.
Καμαριέρες και σερβιτόροι καλούνται να εργαστούν στην υποτιθέμενη “βαριά βιομηχανία” του τουρισμού, με αντάλλαγμα στην κυριολεξία ένα πιάτο φαΐ και μια προσωρινή στέγη.
Ο κύκλος της απασχόλησης έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια, για να μην εξασφαλιστούν συνταξιοδοτικά και άλλα εργασιακά δικαιώματα. Παρόλα αυτά οι λίστες αναμονής για τις πεντάμηνες συμβάσεις είναι τεράστιες. Για μια αγγελία 10 ατόμων, οι αιτήσεις είναι χιλιαπλάσιες. Όσοι μένουν στην απ’ έξω θεωρούν τους εαυτούς τους αποτυχημένους. Και για να μην κάθονται και γίνουν περίγελος των στημένων ρεπορτάζ για τα άδεια χωράφια που οι Έλληνες δεν καταδέχονται να οργώσουν, λαμβάνουν με ευχαρίστηση την ασπιρίνη του εθελοντισμού.
«Μόνο έτσι θα εξασκήσω την επιστήμη μου και θα αποκτήσω εμπειρίες», απαντά η δασκάλα που δηλώνει έτοιμη να διδάξει δωρεάν με αντάλλαγμα τα μόρια. «Από το να κάθομαι σπίτι μου καλύτερα να φωτογραφίζω γάμους και βαφτίσια για κάποιον άλλο τζάμπα», λέει ο φωτογράφος που τρέχει δεξιά κι αριστερά για να κερδίζει προϋπηρεσία και να εισπράττει το «αφεντικό» του τους καρπούς της εργασίας του.
Σε όσους δασκάλους και δασκάλες θεωρούν ότι η εθελοντική εργασία σε ένα σχολείο είναι μια επιλογή, θέλω να θυμίσω πως και τα κοινωνικά φροντιστήρια ή τα σχολεία μεταναστών αποτελούν χρυσές ευκαιρίες εξάσκησης της επιστήμης τους. Το ίδιο το ίντερνετ είναι ένα εργαλείο για κάποιον ο οποίος θέλει να τελειοποιήσει τη δουλειά του και να τη δείξει με το μικρότερο δυνατό κόστος παραέξω.
Τρόποι για να βελτιώσει κάποιος τις δεξιότητές του υπάρχουν, και είναι πάρα πολλοί. Η προσωπική και επαγγελματική του ανάπτυξη μπορεί να βρει δεκάδες διεξόδους. Όμως -παραφράζοντας τη γνωστή καμπάνια των Γιατρών Χωρίς Σύνορα- δεν πρέπει ποτέ του να ξεχνάει αυτό:
Ο εθελοντισμός για το κέρδος του άλλου είναι έγκλημα. Και μάλιστα διαρκές.