JASON ΜΑΝΟΛΟΠΟΥΛΟΣ*
Πολλά έχουν γραφτεί όσον αφορά την ελληνική κρίση, τις πρόσφατες διαπραγματεύσεις και το περίφημο τρίτο μνημόνιο. Οι βραχυπρόθεσμες συνέπειες του τρίτου μνημονίου έχουν αναλυθεί αρκετά, όμως οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις λίγο έχουν συζητηθεί στην ελληνική κοινωνία. Οι άμεσες συνέπειες της διαπραγμάτευσης είναι εμφανείς: η αστάθεια που προκλήθηκε, πάγωσε κάθε σκέψη επένδυσης, η οικονομία βυθίστηκε πάλι σε ύφεση (ενώ τα πρώτα σημάδια μιας ισχυρής ανάκαμψης ήταν εμφανή) και η επιβολή capital controls έφερε το αποτελειωτικό χτύπημα. Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του τρίτου μνημονίου είναι περισσότερο χρέος με λιγότερο ΑΕΠ. Εφόσον για την αποπληρωμή του χρέους χρειάζονται περισσότερα φορολογικά έσοδα, τα άτομα και οι επιχειρήσεις θα απαντήσουν με γνώμονα το συμφέρον τους: θα μεταναστεύσουν.
Αποτέλεσμα της αβεβαιότητας ήταν η εκτίναξη του χρηματοδοτικού κόστους της χώρας. Η Ελλάδα απομακρύνθηκε από το ενδεχόμενο να μπορεί να δανείζεται από τις αγορές, συνεπώς μόνη λύση ήταν η κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της μέσω ενός νέου μνημονίου, γεγονός που σημαίνει πως η χώρα αύξησε και άλλο τον συνολικό δανεισμό της. Σε συνδυασμό με τις ισχυρές αποπληθωριστικές τάσεις που έχουν εμφανιστεί στην ελληνική οικονομία μετά την κρίση έχουμε ένα πραγματικό «σπιράλ θανάτου» για την ελληνική οικονομία: οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις ξοδεύουν λιγότερο, αφού αναμένουν τις τιμές να πέσουν περισσότερο.
Οι παραπάνω λόγοι σε συνδυασμό με την περαιτέρω μείωση του εισοδήματος λόγω της φορολόγησης, θα οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια σε μαζική μετανάστευση ατόμων και επιχειρήσεων. Ηδη από τις αρχές της κρίσης ένα σημαντικό κομμάτι εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού αναζήτησε τις τύχες του εκτός της χώρας, ενώ επιχειρήσεις που μπορούσαν να μεταφέρουν την έδρα τους εκτός Ελλάδος χωρίς σημαντικό αντίκτυπο στις δραστηριότητές τους το έπραξαν. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, πάνω από 482.000 Ελληνες μετανάστευσαν στο εξωτερικό την περίοδο 2008-2013 (4,4% του συνολικού πληθυσμού σύμφωνα με την απογραφή του 2001), ενώ περισσότερες από 14.000 ελληνικές επιχειρήσεις έχουν μεταφερθεί στη Βουλγαρία, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Ινστιτούτου για την οικονομία της αγοράς στη Σόφια.
Ενα ακόμα κύμα μαζικής μετανάστευσης, αυτή τη φορά συνέπεια της πολιτικής αστάθειας, είναι προ των πυλών. Φεύγοντας από τη χώρα, τα άτομα και οι επιχειρήσεις αποβάλλουν το αναλογικό βάρος της αποπληρωμής ενός χρέους που θα φτάσει το 200% του ΑΕΠ, ενώ επιβαρύνονται αναλογικά τα άτομα και οι επιχειρήσεις που θα παραμείνουν εντός των συνόρων. Η μετανάστευση έχει επιπτώσεις και στον χαρακτήρα της οικονομίας: η οικονομία γίνεται λιγότερο καινοτόμος, η προοπτική ξένων επενδύσεων λιγοστεύει και άρα η χώρα γίνεται ακόμα πιο εξαρτημένη από επιδόματα, μεταβιβάσεις και εμβάσματα – ένας πραγματικά φαύλος κύκλος.
Οσον αφορά τους ανθρώπους που δεν θα μπορέσουν ή δεν θα θελήσουν να μεταναστεύσουν, προβλέπουμε ότι οι ρυθμοί γεννήσεων θα καταρρεύσουν. Το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας (μία από τις γενεσιουργούς αιτίες της κρίσης και μάλλον η λιγότερο συζητημένη) θα γίνει ακόμα πιο έντονο, αφού η μετανάστευση, ιδιαίτερα νέων ανθρώπων, και η πτώση στους ρυθμούς γεννήσεων θα οδηγήσουν σε σημαντική συρρίκνωση του πληθυσμού. Πέρα από τη συρρίκνωση, η δομή του πληθυσμού θα είναι σημαντικά διαφορετική: η σχέση ηλικιακής εξάρτησης (υπολογιζόμενη ως ο αριθμός εξαρτημένων ατόμων, νέων ή ηλικιωμένων, σε σύγκριση με τον αριθμό των ατόμων σε ηλικίες 15-64 ετών) αναμένεται να αυξηθεί κατακόρυφα. Σε συνδυασμό με την αυξημένη ανεργία, το αποτέλεσμα στο ασφαλιστικό σύστημα θα είναι ξεκάθαρο.
Λιγότεροι οικονομικά ενεργοί πολίτες, που υποστηρίζουν με τις εισφορές τους περισσότερους συνταξιούχους και ανέργους, έχει ως αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση του χρέους ή τη μείωση του ύψους συντάξεων και επιδομάτων. Η μαζική μετανάστευση ατόμων και επιχειρήσεων σε συνδυασμό με τις δημογραφικές τάσεις θα αυξήσουν το πρόβλημα του χρέους, εφόσον το ίδιο χρέος θα επιμερίζεται σε λιγότερα άτομα και επιχειρήσεις, εξαντλώντας τη φοροδοτική τους ικανότητα. Εάν δεν δράσουμε ουσιαστικά σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα μπορεί πολύ σύντομα να μετατραπεί σε ένα άδειο κουτί.
Υπάρχουν όμως άλλα παραδείγματα χωρών όπου συρρικνώθηκε ο πληθυσμός τους; Οι περιπτώσεις της Ιαπωνίας, της Λετονίας, της Πορτογαλίας, του Ντιτρόιτ κ.ά. είναι ίσως παρόμοιες με αυτήν που θα αντιμετωπίσει η Ελλάδα. Για παράδειγμα, οι ρυθμοί γέννησης σχεδόν σε όλες τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ συρρικνώθηκαν τα πρώτα αβέβαια χρόνια μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού. Οι μεταναστευτικές ροές από τις αδύναμες οικονομίες του ανατολικού μπλοκ στις ραγδαία αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές χώρες είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των ελλειμμάτων στις Δυτικές χώρες, ενώ οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αποδυναμώθηκαν. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα προβλήματα συνεχίζονται έως σήμερα: η Λετονία έχασε περίπου το 14% του πληθυσμού της (340.000 άτομα) την περίοδο 2000-2011, εξαιτίας της μετανάστευσης (200-215.000 άτομα) και του χαμηλού ρυθμού γεννήσεων (125-140.000 άτομα). Στη Βουλγαρία ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 1,6 εκατ. άτομα σε σχέση με το 1989 (πριν από το άνοιγμα των συνόρων), φτάνοντας τον ίδιο πληθυσμό που είχε η χώρα στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή μείωση της τάξης του 18,2%.
Η κρίση της ευρωπαϊκής περιφέρειας δημιούργησε την ίδια αποπληθωριστική δυναμική και τις ίδιες μεταναστευτικές ροές μεταξύ πυρήνα και περιφέρειας. Η Πορτογαλία, άλλο ένα θύμα της κρίσης χρέους, έχει έναν από τους χαμηλότερους ρυθμούς γεννήσεων παγκοσμίως ήδη από τη δεκαετία του 1980 (1,3 παιδιά ανά οικογένεια, κάτω από τον ρυθμό αντικατάστασης – 2,1 παιδιά ανά οικογένεια). Η αυξημένη ανεργία οδήγησε και εκεί σε αύξηση της μετανάστευσης. Αν οι ίδιοι ρυθμοί μετανάστευσης, θνησιμότητας και γεννήσεων παραμείνουν σταθεροί έως το 2050, ο πληθυσμός της Πορτογαλίας θα έχει συρρικνωθεί κατά 16%.
Η Ιαπωνία, με το περίφημο δημογραφικό της πρόβλημα, μία από τις αιτίες των «χαμένων δεκαετιών» μετά τη φούσκα της δεκαετίας του 1980, ακόμα αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα, αν και οι ρυθμοί μετανάστευσης είναι πολύ μικρότεροι. Ο πληθυσμός της Ιαπωνίας συρρικνώθηκε κατά 268.000 άτομα το 2014, ενώ ο ρυθμός γεννήσεων είναι μικρότερος από τον ρυθμό αντικατάστασης από το 1973. Δεν χρειάζεται κάποιος να έχει σπουδάσει οικονομικά ώστε να καταλάβει πως λιγότεροι ενεργοί οικονομικά πολίτες, σημαίνει λιγότερη κατανάλωση και συνολική ζήτηση, μικρότερους ή αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, αποπληθωρισμό και αυξανόμενο χρέος. Ως απάντηση σε αυτό το πρόβλημα, η Ιαπωνία κατέχει τα ηνία στον τομέα της ρομποτικής – ίσως πολύ σύντομα η έλλειψη Ιαπώνων εργατών οδηγήσει αναπόφευκτα σε μια τέτοια λύση.
Οσον αφορά την Ελλάδα το μείζον ζήτημα είναι η πτώση του ΑΕΠ να είναι λιγότερη αναλογικά από τη μεταναστευτική εκροή, δηλαδή να παραμείνει σταθερό το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Βέβαια το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό και συνολικές λύσεις πρέπει να δοθούν και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσω ενός κοινού ασφαλιστικού συστήματος που μοιράζει αναλογικότερα τα βάρη και μέσω καλύτερης διαχείρισης και ενσωμάτωσης των μεταναστών που εισρέουν στην Ε.Ε. Παρά την πολύ δύσκολη θέση της χώρας μας όμως υπάρχουν και αρκετά θετικά σημεία. Ηδη ο τουρισμός δείχνει ιδιαίτερα δυνατός παρά την αβεβαιότητα.
Αλλο ένα πλεονέκτημα που διαθέτει η Ελλάδα και δεν μπορεί να μετρηθεί εύκολα είναι το πνευματικό κεφάλαιό της, δηλαδή οι νέοι επιστήμονες, ιδιαίτερα εξειδικευμένοι και ανταγωνιστικοί σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οταν οι προηγούμενες γενιές σε συνδυασμό με την κρατικοδίαιτη ολιγαρχία «συνταξιοδοτηθούν», θα υπάρξει μια νέα γενιά σκέψης που θα αναλάβει την πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου. Μετά από 10-15 χρόνια αυτοί οι νέοι άνθρωποι θα μπορέσουν να επιστρέψουν και να δημιουργήσουν στην Ελλάδα, μεταφέροντας τις ικανότητές τους με τη μέθοδο της «όσμωσης» στην υπόλοιπη κοινωνία.
* O κ. Jason Μανολόπουλος είναι managing partner της Dromeus Capital Management S.A.
kathimerini.gr