Ο Rudolf Steiner το 1906 χαρακτήρισε την όπερα «Parsifal» του Richard Wagner ως έργο «οργανικά συνδεδεμένο με το αποκρυφιστικό κίνημα της Θεοσοφίας της εποχής». Πραγματικά ο Parsifal μοιάζει περισσότερο με καθαγιαστική λειτουργία παρά με όπερα.
Η εμπειρία όμως που παρέχει στους μύστες της είναι αρκετά διαφορετική από το κλασσικό χριστιανικό μήνυμα της πίστης και της μετάνοιας, και αν το χριστιανικό περίβλημα του έργου διατηρείται στα βασικά του σημεία – το όνομα Χριστός δεν αναφέρεται όμως ούτε μία φορά – στο έργο Parsifal οι δυνάμεις της λύτρωσης δεν βασίζονται τόσο στην πίστη και την μετάνοια ούτε στην χάρη του Θεού και η εμφάνιση του Parsifal ως λυτρωτή (“Erlöser”) στην τρίτη πράξη αφήνει ανοιχτές τις βουδιστικές και παγανιστικές ερμηνείες.
Aντίθετα όσοι χαρακτήρες στο έργο αναζητούνε τις παραπάνω αξίες με τη μοναστική ζωή είναι και αυτοί οι οποίοι αποτυγχάνουν να σωθούν, ενώ αυτός που τελικά γίνεται ο καθαγιασμένος μύστης είναι στην αρχή τόσο ανόητος που δεν έχει σίγουρα ιδέα τι του γίνεται και είναι εντελώς ανίκανος να διακρίνει την διαφορά του καλού από το κακό διαπράττοντας πότε το ένα και πότε το άλλο χωρίς καμία αναστολή.
Έτσι ο Parsifal εμφανίζεται αρχικά στην σκηνή ως ο άσπλαχνος δολοφόνος ενός πανέμορφου κύκνου και έχοντας προηγουμένως εγκαταλείψει την μητέρα του αγνοώντας πως η θλίψη που της προκαλεί (Herzeleide: Λύπη είναι το όνομα της μητέρας) θα την σκοτώσει, και τριγυρνά στα δάση κρατώντας στα χέρια του το όργανο της τεχνικής (τόξο) χτυπώντας αδιάκριτα ότι βρεθεί στο διάβα του (“Im Fluge treff’ ich was fliegt!“).
Εδώ το «μπορώ» γίνεται το άμεσο ισοδύναμο της «καταστροφής» και όπως ο Parsifal «ό,τι πετάει μπορεί να το χτυπήσει» έτσι ακριβώς θυμόμαστε, χωρίς να είμαστε βέβαιοι ασφαλώς αν η αλληγορία αυτή υπήρχε στο μυαλό του Wagner, τον τρόπο που εφαρμόζει η τεχνολογία το δικό της «μπορώ» επάνω στην φύση και τον άνθρωπο.
Θα χρειαστεί η καταλυτική επέμβαση του πρεσβύτερου ιππότη Gurnemanz που θέτει τον Parsifal ενώπιον των ηθικών αποτελεσμάτων των πράξεων του για να κατανοήσει ο νεαρός τοξοβόλος την άγνοια και το ηθικό βάρος των πράξεων του. «Ήταν ένας πανέμορφος κύκνος που δεν σε πείραξε και όμως εσύ τον σκότωσες» λέει στον Parsifal ο Gurnemanz και τον βγάζει από την ανηθικότητα της αθωότητάς του, τόσο «αθώας» που είναι ικανή να σκοτώνει χωρίς ενοχές. Σε κάθε ερώτηση που του απευθύνει ο Gurnemanz ο Parsifal απαντάει “Δεν ξέρω“.
Η αθωότητα και η αγνότητά του στερείται την γνώση της ηθικής και γι’ αυτό τον λόγο ο Parsifal ενώ διαπράττει τον φόνο ενός άκακου πλάσματος εξακολουθεί και είναι αθώος. Ο κύκνος όμως είναι το αρχαίο σύμβολο της αγνότητας και η αθώα βία του Parsifal κινδυνεύει να του ξεριζώσει την έμφυτη αγνότητά του. Χρειάζεται τον ηθικό διαφωτισμό από τον πρεσβύτερο Gurnemanz προκειμένου η αθωότητά του να έχει νόημα και να μην είναι εγκληματικά ανόητη. Μήπως παρόμοια άγνοια αντλούμενη από την αντικειμενικότητά τους δεν επικαλούνται και οι επιστήμονες του καιρού μας που ως σύγχρονοι Parsifal επικεντρώνονται αποκλειστικά στην μεθοδολογία της έρευνάς τους και αδιαφορούν να προβούν σε οποιαδήποτε ηθική κρίση;
Ο ίδιος ο Wagner έγραψε στα απομνημονεύματα του πως η σύλληψη της ιδέας για το έργο έγινε το 1857 την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής. Και αν η όπερα και μόνο ως είδος τέχνης θεωρείται «σκοτεινή», τα έργα του Wagner με κυρίαρχο τον Parsifal συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πιο σκοτεινές όπερες που έχουν ποτέ εκτελεστεί επί σκηνής και πράγματι το όλο έργο το διαπνέει σταθερά ένα συγκινησιακό κλίμα κατάνυξης και πνευματισμού ανάλογο με αυτό της Μεγάλης Παρασκευής.
Κριτικοί και θεατές συμφωνούν πως κατά βάση η υπόθεση του έργου είναι αρκετά απλή και περικλείει όλα τα κλασσικά στερεότυπα: ιερά κειμήλια, ήρωες ιππότες, πλάνες μάγισσες και κακούς μάγους. Εντούτοις το έργο είναι διαποτισμένο από το φιλοσοφικό πνευματικό πάντρεμα του Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση του Arthur Schopenhauer με τον Βουδιστικό πνευματισμό, θέματα που απασχολούσαν εξίσου τον Wagner τον καιρό που επεξεργαζότανε το θέμα του Parsifal.
Φιλοσοφία και πνευματισμός λοιπόν συγκλίνουν με ένα ιδιότυπο αλλά και αρμονικό τρόπο στην αλληγορία του Parsifal για την αγαθή ζωή και την συμπόνια στον αλλότριο πόνο ως τις προϋποθέσεις της αυτοπραγμάτωσης/σοφίας. Στον αντίποδα του υλισμού και των απολαύσεων που αντιπροσωπεύει ο λουλουδόκηπος του μάγου Klingsor και την επιστημονική/μεθοδική γνώση που αντιπροσωπεύει το παλάτι του Titurel, που αμφότεροι αποτύχανε να διατηρήσουν το αγαθό της σοφίας, έρχεται ο αγνός μέχρι βλακείας Parsifal να αποκαταστήσει την διασαλεμένη τάξη του κόσμου.
Ωστόσο πέρα από τον συμβολισμό και την αλληγορία της σκοτεινής αυτής όπερας η ίδια η δράση και τα πρόσωπα που την συντελούν συμβάλουν εξίσου στην εξέλιξη του μύθου και μας εκπλήσσουν ευχάριστα με την αντισυμβατικότητα που τους ξεχωρίζει από τα κλασικά πρότυπα που συνήθως υφαίνουν αντίστοιχους ηθικοθρησκευτικούς μύθους.
Εδώ το καλό και το κακό δεν είναι τόσο διακριτά όσο φαίνονται εκ πρώτης όψεως και μέχρι το τέλος του έργου δεν είμαστε καθόλου σίγουροι εάν θέλουμε να ταυτιστούμε με τον ήρωα μας, να τον χλευάσουμε, να τον χειροκροτήσουμε ή να τον αποδοκιμάσουμε.
«Με ποιο όνομα με καλείς, εμένα που δεν έχω όνομα;» ρωτάει ο Parsifal την Kundry και αυτή κοροϊδευτικά του χαμογελά και του απαντά «σε καλώ με το όνομα σου “φαλ” (Fal) ” και “παρσί” (Parsi) που σημαίνει “αγνός” και “αγαθός”» ( Dich nannt’ ich, tör’ger Reiner, “Fal parsi”, – Dich, reinen Toren: “Parsifal”). Ο Parsifal είναι ένας αγαθός βλάκας όνομα και πράγμα, τίποτα ιδιαίτερα το ηρωικό.
Ο πληγωμένος ιππότης Amfortas διάδοχος φύλακας του ιερού δισκοπότηρου, δεν είναι τίποτα άλλο από ένας ανόητος επιβήτορας που αναζητεί σε ξένους κήπους να κατακτήσει όμορφες κοπέλες και σαν ανόητος που είναι πιάνεται στα δίχτυα που του έχει στήσει η γυναικεία λαγνεία. Το μόνο που του μένει από εδώ και πέρα είναι να θρηνεί και να μεμψιμοιρεί την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Πέφτοντας σε πλήρη μελαγχολία καταντά ανίκανος να αναλάβει οποιοδήποτε καθήκον ανάλογο της ιδιότητάς του (ένας λαβωμένος ιππότης είναι άχρηστος για οποιοδήποτε έργο).
Ο πατέρας του Titurel ένας υποκριτής τυπικός γραφειοκράτης αρνείται να δει με τα μάτια της λογικής την ανικανότητα του Amfortas και εμμένει πιστός στους τύπους (ιδεολογία) κόντρα στα γεγονότα. Αναμένει από τον γιό του αυτό που ο Amfortas δεν μπορεί να δώσει. Η λύτρωση του αδιεξόδου είναι μια υπόσχεση στο όραμα του Amfortas να περιμένει «έναν που από άγνοια και συμπόνια» (“Durch Mitleid wissend, der reine Tor“) θα του θεραπεύσει την πληγή.
Η Kundry σίγουρα είναι η πιο αντιφατική ηρωίδα του έργου και η τραγικότητα της κατάρας που κουβαλά κερδίζει την συμπάθειά μας. Εντούτοις τα καλά της στοιχεία είναι πολύ ισχνά και ο χαρακτήρας της είναι κατά βάση σκοτεινός και ύπουλος, όσο η κατάρα και τα μάγια που την τυραννούν σφίγγουν το πεπρωμένο της τόσο η κακία της θεριεύει.
Έτσι μετατρέπεται στα χέρια του μάγου Klingsor σε πειθήνιο αλλά και ιδανικό όργανο εκδίκησης και με την λάγνα θηλυκότητά της αποπλανεί και καταστρέφει τους τολμηρούς αλλά κατά τα άλλα αφελείς ιππότες του Titurel, ενώ όποτε τυγχάνει να κάνει το καλό όπως όταν δίνει βάλσαμο για να απαλύνει την πληγή του Amfortas (ας μην ξεχνάμε πως είναι αυτή που του την προκάλεσε) εντούτοις δεν μπορεί να νιώσει ούτε συμπάθεια, ούτε συμπόνια για κανένα, συνήθως μουρμουρά γρυλίσματα και αφορισμούς και όποτε κάποιος προσδοκά μια καλή κουβέντα από τα χείλη της αυτή τον αποθαρρύνει λέγοντας: “Εγώ ποτέ δεν βοηθώ!” (“Ich helfe nie!“).
Παρόλη την μοχθηρία της όμως παραμένει το πιο δυστυχισμένο πλάσμα του έργου και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πληρώνει πολύ ακριβά για την αμαρτία στην οποία υπέπεσε μία στιγμή, όταν παρούσα καθώς ήταν στον Γολγοθά χλεύασε κατάφατσα τον εσταυρωμένο, και από τότε είναι καταδικασμένη στο αιώνιο μαρτύριο της αθανασίας χωρίς να μπορεί να νιώσει οίκτο και λύπη για κανένα ζωντανό πλάσμα. Το μόνο που ποθεί όσο τίποτα άλλο είναι ο ύπνος της λησμονιάς.
Η Kundry θα λυτρωθεί τελικά μέσου του έρωτα που θα γεννηθεί με τον Parsifal. Ο έρωτας τους όμως είναι αταίριαστος και αν ήταν ένα φιλί αυτό που τους ένωσε, τη στιγμή που ο Parsifal γεύτηκε το φιλί της, αμέσως αφυπνίστηκε από την κατάσταση της άγνοιας που βρισκότανε, έγινε κοινωνός της έγνοιας για τον συνάνθρωπό του (Amfortas) και έμαθε να τον συμπονά. Η Kundry όμως δεν μπορεί να αποκτήσει τέτοια αισθήματα για τους συνανθρώπους της και την κυριεύει αποκλειστικά η σκέψη για το δικό της μαρτύριο.
Μπροστά στο ενδιαφέρον του Parsifal για τους άλλους, η Kundry βλέπει την αδιαφορία του για τον έρωτα της και τελικά καταριέται τον εραστή της. Για την Kundry ο θάνατος είναι πλέον η μόνη προσμονή και αυτός θα της δοθεί απλόχερα στο τέλος του έργου. Στην αποκατεστημένη τάξη του ιερού δισκοπότηρου, πλάσματα σαν την Kundry δεν έχουν θέση και για αυτό το λόγο πέφτει άψυχη μόλις κάνει την εμφάνισή του το περιστέρι σύμβολο της επανασύνδεσης του ουρανού με τη γη.
Τέλος, ο μάγος Klingsor ίσως να είναι ο πιο τίμιος χαρακτήρας του έργου καθώς είναι κακός χωρίς υπεκφυγές, είναι ένας έκπτωτος άγγελος, ένας ιππότης που δεν είχε το ψυχικό υπόβαθρο για να οδηγηθεί στην σοφία, δοκίμασε με τεχνικούς τρόπους να το επιτύχει και επιχείρησε να επιβληθεί στην φύση του με τον αυτοευνουχισμό του. Tο αποτέλεσμα φυσικά ήταν το αντίθετο από αυτό που προσδοκούσε, άλλη μια υπόμνηση ίσως από την μεριά του Wagner πως η ηθική εξύψωση είναι ζήτημα εσώτερης κατάστασης και υποκείμενης σχέσης του «εγώ» με τον «άλλο» και όχι ζήτημα που επιτυγχάνεται με «τεχνικά» μέσα.
Χαρακτηριστικό εδώ είναι πως εάν και ο Klingsor είναι πια ανίκανος για την σεξουαλική πράξη εντούτοις χρησιμοποιεί ως θέλγητρο για τις παγίδες που στήνει στους αντιπάλους του την σεξουαλικότητα θυμίζοντας μας τον ίδιο ανέραστο τρόπο με τον οποίο σήμερα χρησιμοποιούν τα μέσα διαφήμισης το γυναικείο σώμα και τον έρωτα προκειμένου να προωθήσουν στο αγοραστικό κοινό τα προϊόντα της αγοράς. Ο έρωτας πρέπει να είναι νεκρός προκειμένου να γίνει μέσο χειραγώγησης.
Εν κατακλείδι το παρόν κείμενο θέλησε να προσθέσει κάποια ιδιαίτερα σχόλια για τον αλληγορικό νόημα του Parsifal μεταξύ τεχνικής και σοφίας και να επισημάνει τον ανάστατο χρωματικό καμβά των ρόλων μεταξύ των «κακών» και των «καλών» του μύθου. Πέρα από αυτό το μικρής έκτασης και σίγουρα ανεπαρκή σχολιασμό για το μέγεθος του αριστουργήματος για το οποίο μιλάμε δεν θελήσαμε να εισέρθουμε σε αναλύσεις που έχουν εξάλλου προηγηθεί από άλλους με μεγαλύτερη εγκυρότητα και βάθος από όσο θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε εμείς εδώ. Ο Νίτσε ήταν ένας από τους πρώτους που έτρεξε μανιωδώς να αγοράσει εισιτήριο για τον Parsifal στο Φεστιβάλ του Bayreuth στην πρεμιέρα του έργου το 1882.
Έχει μείνει στην ιστορία η κριτική του στην «Γενεαλογία της Ηθικής» και στο «Νίτσε Εναντίον Βάγκνερ» κατά του «ηθικισμού» του Parsifal χωρίς βέβαια να έχει παραγνωρίσει ποτέ το αριστουργηματικό μέγεθος του Parsifal ως έργο υψηλής ποιότητας και τέχνης. Από εκεί και έπειτα άλλοι φάνηκαν πιο πρόθυμοι με το έργο αυτό όπως ο Γκέμπελς και είδαν στον Parsifal αλλά και σε όλο το έργο του Wagner την ιδεολογική αιτιολόγηση του φυλετισμού τους. Προσωπικά, από τις παραπάνω οπτικές προτιμώ αυτή που βλέπει στον Parsifal τις φιλοσοφικές επιρροές του Schopenhauer και όπως γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου στο άρθρο του για το ανθρώπινο μήνυμα του Parsifal [1]
την ιδέα ότι το «Εγώ» αποτελεί ανάχωμα στην πορεία προς την κατάκτηση της σοφίας. Η υπέρβασή του είναι το πρώτο, δύσκολο μα αναγκαίο βήμα που μας καθιστά άξιους να βιώσουμε το αίσθημα της συμπόνιας. Έτσι, κατά μία έννοια, η κατάκτηση της σοφίας περνά μέσα από τη συμπόνια.
Ενθυμούμενοι την υποκρισία των ημερών μας με τον ναρκισσιστικό θρησκευτισμό του Πάσχα από την μία μεριά και την ανικανότητα της δυτικής κοινωνίας να δώσει ένα τέλος στις ανείπωτες τραγωδίες της Μεσογείου από την άλλη ας κρατήσουμε από τον Parsifal αυτό το ουμανιστικό μήνυμα ως μια αχτίδα ελπίδας για μια διαφορετική ανθρωπινότητα. Είναι ως μήνυμα πολύ πιο χρήσιμο από τον ελιτίστικο ατομισμό και τον φυλετικό μισανθρωπισμό που προάγανε οι προαναφερόμενοι επικριτές του.
[1] «Ο «Πάρσιφαλ» του Βάγκνερ και το ανθρώπινο μήνυμά του», Κώστας Παπαχρήστου.