Το πραγματικό της πρόσωπο δείχνει εντονότερα τις τελευταίες μέρες η ευρωπαϊκή ένωση των υποτιθέμενων λαών που αποφασίζουν δημοκρατικά για το μέλλον τους, αλλά στο ταμείο γίνεται αυτό που θέλει μια κάστα τραπεζιτών που συγκροτούν τη λεγόμενη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Πριν λίγες μέρες αυτοί οι τραπεζίτες αποφάσισαν να ρίξουν την Ελλάδα στην αγκαλιά των γερμανικών συμφερόντων, λέγοντάς της πολύ απλά πως αν τυχόν αποφασίσει να κάνει αυτό το οποίο επέλεξε στις –κατά τα άλλα δημοκρατικές- κάλπες της, τότε το χρήμα το ξεχνάει για πάντα.
Βέβαια, η κίνηση αυτή έχει κάλυψη, αλλά η κάλυψη αυτή είναι διαρκώς προς αμφισβήτηση. Άλλωστε, τα ίδια τα κέντρα αποφάσεων της Φρανκφούρτης έβγαλαν την είδηση ότι μια μερίδα τραπεζιτών ζητούσαν εδώ και τώρα την εγκατάλειψη του -χιλιοδιασωμένου από τα χρήματα φορολογουμένων- ελληνικού τραπεζικού συστήματος στην τύχη του.
Μια εξέλιξη η οποία –δυστυχώς- για τον πραγματικό λαό δεν θα γίνει ποτέ, καθώς είναι δύσκολο να πιστέψει κάποιος ότι υπάρχουν τραπεζίτες οι οποίοι θα αφήσουν τα 240 φρέσκα δισεκατομμύρια δανείων να πάνε χαμένα επειδή βρέθηκε μια χούφτα ανθρώπων που μπορεί να κάνει την ευρωζώνη Κούγκι.
Παρόλα αυτά, η κατάσταση δείχνει ξανά και απροκάλυπτα τι είναι αυτό το οποίο κάποιοι εξακολουθούν να αναφέρουν ως «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη», όταν μιλούν για τους ηγέτες των ευρωπαϊκών κρατών και τους τραπεζίτες τους κι όχι για τον απλό κόσμο ο οποίος βλέπει τι συμβαίνει γύρω του και αντιδρά.
Φυσικά, στο παιχνίδι της πολιτικής έχει σημασία να αναζητήσεις τις κατάλληλες συμμαχίες που θα σου επιτρέψουν να βγεις από ένα αδιέξοδο όσο το δυνατόν πιο αναίμακτα. Στη δική μας περίπτωση, όμως, το «αναίμακτα» είναι κάτι που προκαλεί μόνο γέλιο. Το πραγματικό αίμα που έχει χυθεί στους δρόμους και τα σπίτια κατεστραμμένων ανθρώπων μιλάει από μόνο του.
Η «Ευρώπη των λαών» είναι πιο μυθική κι από τον μονόκερο. Κι αυτό δεν το είδαμε μόνο από το στρίμωγμα της Ελλάδας όταν η ίδια προτείνει λύσεις που ούτε αριστερές, ούτε ριζοσπαστικές είναι, αλλά αντιθέτως λειτουργούν με γνώμονα μια πιο «ανθρώπινη» προστασία των ίδιων τραπεζιτών που καταστρέφουν πληθυσμούς.
Επειδή τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά, ας σταθούμε στην περίπτωση της Ιρλανδίας. Όταν τον Ιούνιο του 2008 οι Ιρλανδοί έλεγαν «όχι» στο δημοψήφισμα για την κύρωση της Συνθήκης της Λισσαβόνας, ο Πορτογάλος Ζοσέ Μπαρόζο ρωτούσε την ιρλανδική κυβέρνηση για το τι μπορεί να κάνει για να αποφύγει το «ατύχημα». Η υπόλοιπη «αλληλέγγυα» Ευρώπη την έπεσε άσχημα στους Ιρλανδούς, απειλώντας τους ότι θα ανοίξουν οι πύλες της κολάσεως με τους πίδακες από βραστή Guinness και θα πέσουν όλοι μέσα να τσουρουφλίζονται για μια αιωνιότητα. Τελικά, 16 μήνες μετά, το δημοψήφισμα ξαναγίνεται και η Ιρλανδία εγκρίνει τη συνθήκη, οι όροι της οποίας στην πορεία θα τους διαλύσει την εγχώρια οικονομία και θα μετατρέψει το πρόβλημα των ιδιωτικών τραπεζών σε πρόβλημα των Ιρλανδών φορολογούμενων.
Ας ξεχάσουμε μια και καλή το χιλιοδιαφημισμένο σλόγκαν της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Κάτι τέτοιο δεν υπάρχει, και δεν υπήρξε ποτέ. Η Ευρώπη είναι αυτό ακριβώς που βλέπουμε σήμερα. Και κάτι ακόμη. Η Ευρώπη είναι οι άνθρωποι που συνεργάστηκαν κι εξακολουθούν να συνεργάζονται με τους ναζί της Ουκρανίας. Η Ευρώπη είναι η εδώ και δεκαετίες καταστροφή λαών εκτός των συνόρων της με πολιτικές τις οποίες πλέον εφαρμόζει στα ίδια της τα μέλη. Ευρώπη είναι οι βομβαρδισμοί της Σερβίας το 1999.
Οι πραγματικοί λαοί της Ευρώπης πρέπει να καταλάβουν ότι το μέλλον τους δεν είναι αυτό που διαφημίζουν οι κυβερνήσεις τους, αλλά αυτό που χθες ζούσαν οι Μπαγκλαντεσιανοί ράφτες, οι Κινέζοι εργάτες και οι Αφρικανοί ανθρακωρύχοι· σήμερα ζουν οι στρατιές ανέργων νοτιοευρωπαίων και τα παιδιά των mini-jobs της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης· κι αύριο θα ζήσουν όσοι θεωρούν πως βρίσκονται στο απυρόβλητο.
Η δημοκρατία είναι για την «Ευρώπη των λαών» πολυτέλεια κι εργαλείο εκτόνωσης σε περιόδους ευημερίας και χαράς. Όταν τα πράγματα στενεύουν, η δημοκρατία είναι περιττή και οι διορισμένοι πρωθυπουργοί και υπουργοί γίνονται κανόνας.
Ας πάρουν λοιπόν σπίτι τους αυτήν την «Ευρώπη που ενώνει» και τις παρόμοιες χαριτωμενιές. Οι υπόλοιποι δεν θέλουμε, ούτε είμαστε περίεργοι να περιμένουμε πώς θα γίνει κάτι το οποίο δεν υπήρχε ποτέ.