Η υπόθεση της Ελλάδας, ιδιαίτερα μετά το δημοψήφισμα, ανάγκασε ακόμη και τις πιο συντηρητικές τάξεις της ΕΕ να υποχρεωθούν να συζητήσουν για το μέλλον της Ευρώπης και της δημοκρατίας στην Ήπειρο.
Το «σκάνδαλο» σε αυτήν την ιστορία είναι ότι το δημοψήφισμα στην Ελλάδα έγινε δημοκρατικό άλλοθι στα στόματα Ευρωπαίων αξιωματούχων, ελληνικής αντιπολίτευσης (όχι όλης), και προβεβλημένων Ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων.
Η πρώτη απάντηση στο άκουσμα της αναγγελίας του δημοψηφίσματος, αλλά και μετά το αποτέλεσμά του, ήταν πως «δημοκρατία δεν έχει μόνο η Ελλάδα, αλλά και οι υπόλοιποι 18 της Ευρωζώνης ή 27 της ΕΕ».
Το σκεπτικό αυτό ήταν η πρώτη και πιο βολική αντίδραση μετά την ήττα του «ναι», το οποίο υποστήριξαν με πάθος κι ένα βουνό απειλών σύσσωμη η εκλεγμένη-ή-μη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, αλλά και οι κυβερνήσεις των ισχυρών ευρωπαϊκών οικονομιών και των δορυφόρων τους.
Μάλιστα, στη συνεδρίαση του Ευρωκοινοβουλίου στις 8 Ιουλίου, ακούστηκε από συγκεκριμένους φερόμενους ως «φιλελεύθερους» πολιτικούς η άποψη ότι η Σλοβάκα νοσοκόμα δεν μπορεί να πληρώνει τη σύνταξη του 50άρη Έλληνα, κι ότι αν οι Έλληνες θέλουν κι άλλο δάνειο τότε θα πρέπει να γίνουν δημοψηφίσματα και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να πάμε λίγο πίσω χρονικά, και συγκεκριμένα στο 2010. Τότε που η ελληνική οικονομία κατέρρεε και τα ευρωπαϊκά κράτη συνέταξαν μαζί με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ το πρώτο πρόγραμμα δανειοδότησης της χώρας. Την εποχή εκείνη η έκθεση του ιδιωτικού τομέα στο ελληνικό χρέος ήταν συντριπτικά μεγαλύτερη από αυτήν στο δημόσιο. Όμως το ελληνικό χρέος, που λίγους μήνες πριν αξιολογούνταν ως «εγγυημένη επένδυση» κι αγόραζαν με μανία ιδιώτες επενδυτές, είχε μετατραπεί σε σκουπίδι.
Τότε, λοιπόν, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έβαλαν την υπογραφή τους σε ένα «πρόγραμμα διάσωσης» της Ελλάδας, το οποίο μετέφερε τα βάρη από τους ιδιώτες τζογαδόρους και τα ευρωπαϊκά ταμεία που επέλεξαν να ρισκάρουν τα λεφτά τους σε μια οικονομία την οποία έβλεπαν να τρέχει με φόρα στον τοίχο, στις «πλάτες» των φορολογούμενων. Και μάλιστα χωρίς να τους ρωτήσουν.
Η αναλογία του ελληνικού δημόσιου χρέους προς ξένους ιδιώτες και δημόσιο άλλαξε, όπως άλλαξε και ολόκληρη η δομή του. Με τη δεύτερη δανειακή σύμβαση του 2012 και το νέο δάνειο, η νομική υπόσταση του μεταλλάχτηκε πλήρως, το ελληνικό δημόσιο αποποιήθηκε κάθε δικαιώματός του προς τους δανειστές, ιδιώτες μικρο-ομολογιούχοι -κυρίως από την Ελλάδα- υπέστησαν βαριά ζημιά από ένα κούρεμα που έκανε την κατάσταση ακόμη χειρότερη, και μερικοί από τους ελάχιστους ξένους ιδιώτες –κυρίως επενδυτικά ταμεία- συνέχισαν να εισπράττουν τα χρήματά τους στο ακέραιο.
Μάλιστα, η κομπίνα αυτή έγινε ακόμη πιο κερδοφόρα, επειδή τα ελληνικά επενδυτικά σαπάκια είχαν αγοραστεί ακόμη και στο 20%-30% της ονομαστικής τους αξίας, και αποπληρώθηκαν στο 100%. Μιλάμε για μια «επένδυση» η οποία πολλαπλασίασε το κέρδος των ιδιωτών, και μάλιστα με την κάλυψη και του ελληνικού δημοσίου, των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, αλλά και υπό το νομικό περιβάλλον του εξαιρετικά φιλικού προς αυτούς αγγλικού δικαίου και δικαστηρίων του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου.
Το αποτέλεσμα των πολιτικών αυτών το γνωρίζουμε. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους, μισό εκατομμύριο επιχειρήσεις έκλεισαν, τουλάχιστον 200.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν τη χώρα, το ένα τέταρτο του ελληνικού πλούτου εξαφανίστηκε, η μέση σύνταξη έπεσε κάτω από τα όρια της φτώχειας, οι μισθοί μειώθηκαν τουλάχιστον κατά 30%, οι εργασιακές σχέσεις ξεχαρβαλώθηκαν, το κοινωνικό κράτος εξατμίστηκε, οι αυτοκτονίες εξοξεύτηκαν.
Την ίδια στιγμή, οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών κρατών έβλεπαν ότι το συγκεκριμένο σχέδιο διέλυε τον ελληνικό κοινωνικό ιστό και μετέτρεπε τη χώρα σε μια αποθήκη κατάθλιψης κι ακραίας φτώχειας, με τους στόχους που είχαν τεθεί να αποτυγχάνουν ο ένας μετά τον άλλο.
Ταυτόχρονα, όμως, το ελληνικό κράτος μειωνόταν με ραγδαίους ρυθμούς. Ο δημόσιος τομέας έπεσε με βάση τα επίσημα στοιχεία κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και οι δαπάνες εξαφανίστηκαν βίαια. Κάτι που θεωρήθηκε ως «επιτυχία» από κυβερνήσεις κρατών, οι οποίες έχουν κι αυτές με τη σειρά τους τεράστιο αριθμό δημοσίων υπαλλήλων κι έναν ογκωδέστατο ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Όμως το θέμα δεν ήταν μόνο αυτό· ήταν πως η ετσιθελική επιλογή τους να επιβάλλουν το 2010 στην Ελλάδα αυτή τη συνταγή, δεν είχε αρχικά την απαραίτητη δημοκρατική απήχηση στο εσωτερικό τους. Ένα χρόνο μετά, και με την κατάσταση στην Ελλάδα να γίνεται αφόρητη, η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη που δεν ρωτήθηκε ποτέ της εάν ενέκρινε την καταστροφή τουλάχιστον 6.000.000 ανθρώπων, έπρεπε να πάρει άμεση η έμμεση θέση. Επιλέχτηκε το δεύτερο.
Η «έμμεση» θέση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης περιελάμβανε έναν πόλεμο προπαγάνδας για τους τεμπέληδες Έλληνες που έπιναν ούζα στην υγειά της Σλοβάκας νοσοκόμας. Παρουσίαζαν μια χώρα βρωμιάρηδων κηφήνων που ζούσαν εις βάρος του Γερμανού εργάτη. Πρόβαλαν τον μέσο Έλληνα ως μια μηχανή κατανάλωσης δανεικών, που τώρα πρέπει να κόψει τον λαιμό του να τα γυρίσει πίσω. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά να τιμωρηθεί παραδειγματικά για το λάθος του.
Τα πάθη της μάζας ερεθίστηκαν από τα διεθνή ΜΜΕ. Κι η μάζα, που δεν ενημερώνεται παρά μόνο από αυτό που της σερβίρουν τα μεγάλα κανάλια και τηλεοράσεις, πείστηκε σε μεγάλο βαθμό πως ό,τι γίνεται στους Έλληνες είναι ο μόνος δρόμος προς τη σωτηρία. Μέσα από τον πόνο και τον εξαγνισμό. Γιατί αυτό τους αξίζει.
Αυτή ήταν η μόνη «δημοκρατική νομιμοποίηση» των ευρωπαϊκών λαϊκών μαζών που δόθηκε στα λεγόμενα «προγράμματα διάσωσης» της ελληνικής οικονομίας. Η ασύδοτη προπαγάνδα και οι στημένες δημοσκοπήσεις για το αν μισούν πολύ, πάρα πολύ, ή υπερβολικά πολύ, τα γουρούνια τους Έλληνες.
Φυσικά, δεν υπήρχε περίπτωση σε αυτήν την Ευρωπαϊκή Ένωση του φόβου και του μίσους, να γινόταν κάτι διαφορετικό. Δεν ήταν ποτέ πιθανό να καλούνταν η Σλοβάκα νοσοκόμα και ο Φινλανδός ξυλοκόπος να απαντήσει με ένα «ναι» ή ένα «όχι», εάν επιθυμεί να δημιουργήσει με τη δική του ψήφο ένα εκατομμύριο ανέργους και τρία εκατομμύρια ενεργειακά φτωχούς Έλληνες. Ούτε εάν θέλει να σκοτώσει καρκινοπαθείς στερώντας τους τα φάρμακα για τις θεραπείες τους.
Είναι ποτέ δυνατόν να ερωτηθεί οποιοσδήποτε λαός κάτι τέτοιο; Εννοείται πως όχι.
Κι όμως. Η επίκληση της «δημοκρατίας» από τους ανθρώπους που δημιούργησαν κι εκτέλεσαν αυτό το «πρόγραμμα σωτηρίας» για την Ελλάδα, απαντούν ακριβώς αυτό. Ότι εφόσον οι πολίτες στην Ελλάδα λένε πως με το δημοψήφισμα έχουν καλυφθεί, τότε και οι δικοί τους πολίτες οφείλουν να απαντήσουν σε ένα δημοψήφισμα για το εάν θέλουν να ξαναδώσουν χρήματα στους Έλληνες.
Μιλάμε για ένα ερώτημα τραγελαφικό αλλά και προσβλητικό για τη δημοκρατία, την οποία ενώ οι ίδιοι επικαλούνται, πρώτοι παραβίασαν σε συνεργασία με τις ελληνικές κυβερνήσεις.
Όμως απώτερος σκοπός τους είναι να τονίσουν το ένα και μοναδικό συγκολλητικό στοιχείο που κρατά ακόμη ενωμένη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τον φόβο.
Το ακραίο παράδειγμα της Ελλάδας έδειξε ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών-μελών της ΕΕ αλλά και της Ευρωζώνης παραμένουν στην Ένωση, είναι επειδή φοβούνται.
Φοβούνται για το τι θα γίνει εάν βγουν, πώς θα τους αντιμετωπίσουν «οι αγορές», εάν θα τους κατακτήσουν οι Τούρκοι ή οι Ρώσοι ή οι Μογγόλοι, πώς θα ζήσουν χωρίς καύσιμα και φάρμακα, τι θα γίνει με τις καταθέσεις τους, πώς θα καταφέρουν να ορθοποδήσουν από τον πόλεμο που θα τους ασκήσουν οι ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομίες.
Όλα αυτά -συν τις μεμονωμένες φοβίες συγκεκριμένων ελίτ που θα χάσουν την ευρω-μάσα τριών δεκαετιών- είναι το μοναδικό συστατικό που διατηρεί σήμερα ενωμένη την «Ευρώπη». Ο τρόμος για το αύριο χωρίς αυτήν. Τίποτε άλλο.
Κι αυτό μερικοί ονομάζουν ακόμη «Ευρώπη των λαών και της αλληλεγγύης».
Αστείο, ε;