Όπως είδαμε στο προηγούμενο μέρος, οι τοπικές κοινότητες εναντιώνονται στις εξορύξεις χρυσού στην περιοχή τους για μια σειρά από λόγους. Οι πιο σημαντικοί από αυτούς είναι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις, η έλλειψη αναγνώρισης και ο αποκλεισμός από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, η διαφορετική αντίληψη για το θέμα της ανάπτυξης, τα δικαιώματα που σχετίζονται με την υγεία, τα δικαιώματα της φύσης, τα δικαιώματα για τον βιοπορισμό και την επιβίωση και τέλος η αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό. Σε αυτό το B’ Mέρος θα δούμε εάν οι λόγοι αυτοί εμφανίστηκαν στην περίπτωση της διαμάχης που εξελίσεται στις Σκουριές και στον Δήμο Αριστοτέλη, και θα σταθούμε κυρίως στο θέμα της βιώσιμης αναπτυξης.
Περιβαλλοντικές επιπτώσεις
Στην περίπτωση της διαμάχης στις Σκουριές, οι περιβαλλοντικές ανησυχίες περιλαμβάνουν κυρίως τις επιπτώσεις στις πηγές νερού, στην ατμόσφαιρα, στο οικοσύστημα, στο έδαφος, καθώς επίσης και φόβοι εκφράζονται για τα απόβλητα της εξόρυξης. Μια σοβαρή ανησυχία είναι η προστασία του κόλπου τη Ιερισσού και περαιτέρω η προστασία του Αιγαίου.
Στο θέμα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, οι ανησυχίες που εκφράζονται βρίσκουν σύμμαχο τη Γεωπονική Σχολή του ΑΠΘ. Σύμφωνα με το ΑΠΘ, υπολογίζεται ότι οι εκπομπές τις εξόρυξης έχουν υψηλές συγκεντρώσεις βαρέων μετάλων όπως αρσενικό. Η ανησυχία των ντόπιων δεν είναι περιορισμένη σε τοπικό επίπεδο αλλά επεκτείνεται στην ευρύτερη περιοχή της Β. Ελλάδας, καθώς ισχυρίζονται ότι οι άτμοσφαιρικοί ρύποι μπορεί να μεταφερθούν σε μεγάλες αποστάσεις.
Σημαντικές ανησυχίες εκφράζονται για την διάβρωση το εδάφους. Αυτή την ανησυχία μοιράζεται και το ΑΠΘ. Υποστηρίζουν ότι το έδαφος θεωρείται μη ανανεώσιμος φυσικός πόρος, και τα εδάφη που γειτνιάζουν με μεταλλεία παραμένουν μολυσμένα με πολλά βαρέα μέταλλα, για πολλά χρόνια, ακόμη και μετά το κλείσιμο των ορυχείων καθιστώντας το έδαφος ακατάλληλο τόσο για τους ζωντανούς οργανισμούς και όσο και ως υπόστρωμα για την ανάπτυξη των φυτών.
Αντίθετα οι κάτοικοι απο τα ορεινά χωριά, υιοθετούν την Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων της εταιρίας η οποία εγγυάται περιβαλλοντική προστασία. Σύμφωνα με την εταιρία, χρησιμοποιείται η κατάλληλη μέθοδος εξόρυξης αλλά και επεξεργασίας. Υποστηρίζουν ότι το σχέδιο εξόρυξης που έχει εγκριθεί, παρέχει μια ενιαία επένδυση με αναπτυξιακές παρεμβάσεις στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις εξόρυξης. Επίσης, υποστηρίζεται ότι παρέχει τη πλήρη αποκατάσταση όλων των παλαιών χωματερών εξορυκτικών υλικών στην περιοχή των μεταλλείων. Συγκεκριμένα, τονίζεται ότι παρέχει ένα αναβαθμισμένο σύστημα διαχείρισης των υδάτων, βελτίωση της διαχείρισης των αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας, ένα πρόγραμμα αναδάσωσης, τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων και των ορυχείων και την αποκατάσταση του τοπίου και διακανονισμό των ρεμάτων.
Βλέπουμε λοιπόν, την προστασία το περιβάλλοντος ως κεντρικό θέμα και απο τις δύο πλευρές, οι οποίες έχουν χτίσει τα επιχειρήματά τους πάνω σε 2 διαφορετικές περιβαλλοντικές μελέτες. Οι μεν που αντιδρούν ακολουθούν τις ανησυχίες του ΑΠΘ, ενω οι δε που υποστηρίζουν την εξόρυξη δέχονται τις εγγυήσεις της Μελέτης Περιβαλλοντικων Επιπτώσεων της εταιρίας. Βλέπουμε λοιπόν ήδη την υιοθέτηση διαφορετικών γκλωσσών αποτίμησης μια συγκεκριμένης κατάστασης, στηριζόμενων σε 2 διαφορετικές μελέτες. Σε κάθε περίπτωση και οι 2 μελέτες μιλάνε για το μέλλον και για μακροπρόθεσμες καταστάσεις τις οποίες δεν έχουμε δει ακόμα.
Επιπτώσεις στην Υγεία
Συνεχίζοντας την ανάλυση της περίπτωσης μας, παρατηρούμε ότι αυτές οι περιβαλλοντικές ανησυχίες συνδέονται άμεσα με τους φόβους σχετικά με τις επιπτώσεις στην υγεία. Όσοι αντιδρούν επσιημαίνουν αυτούς τους πιθανούς κινδύνους για την υγεία, τόσο των κατοίκων και των εργατών , όσο και επισκεπτών αλλά και κατοίκων πιο μακρινών περιοχών όπως της Θεσσαλονίκης.
Απο την άλλη πλευρά, όσοι υποστηρίζουν την εξόρυξη, δεν αναγνωρίζουν κανένα ενδεχόμενο κίνδυνο για την υγεία, αφού έχουν δεχτεί τις θέσεις της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων της εταιρίας. Αυτό που λένε καθησυχαστικά είναι ότι «πως γίνεται να ανησυχούν κάποιοι τόσο μακριά και όχι εμείς οι ίδιοι που μένουμε 3 χλμ απο την εξόρυξη και που δουλεύουμε εκει?»
Δημόσια Διαβούλευση και Λήψη Αποφάσεων.
Όπως είδαμε στο προηγούμενο μέρος, επιχερήματα όπως η έλλειψη αναγνώρισης και ο αποκλεισμός απο τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και την επίσημη διαβούλευση έχουν εμφανιστεί συχνά σε κοινότητες που αντιδρούν στις εξορύξεις.
Στη περίπτωση της εξόρυξης στις Σκουριές, θα μαθαίναμε απο την εταιρία και την ιστοσελίδα της ότι η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων ήταν ήδη απο τον Οκτώβριο του 2010 σε δημόσια διαβούλευση μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων. Πεποίθηση της εταιρίας αποτελεί ότι οι πληροφορίες, η συμμετοχή και η διαβούλευση ωρίμασαν απο τότε σιγα σιγά μέχρι να ληφθεί η έγκριση του έργου που ακολούθησε.
Παρ’όλα αυτά οι κάτοικοι που αντιδρούν έχουν εκφράσει την δυσαρέσκεια τους για τον αποκλεισμό απο την δημόσια διαβούλευση, σημειώνοντας περιστατικά face control από αίθουσες διαβούλευσης, με αποτέλεσμα το κοινό στο τέλος να αποτελείται απο υποστηρίζοντες και εργαζομένους. Επίσης, τονίζεται η έλλειψη διαβούλευσης μεταξύ του Υπουργείου και των πολιτών, αλλά και γενικότερα η έλλειψη δραστηριοποίησης του Υπουργείου, που δεν ενημέρωσε για κανέναν πιθανό κίνδυνο, με αποτέλεσμα αυτό το βάρος της ενημέρωσης να πέσει στους ίδιους τους κατοίκους.
Διαφοροποίηση πάνω στο θέμα της ανάπτυξης.
Το ζήτημα της ανάπτυξης είναι ένα αμφιλεγόμενο και δύσκολο θέμα, το οποίο έχει διφορούμενη σημασία για τις αντικρουόμενες πλευρές. Από την πλευρά της αντίστασης στην εξόρυξη, τα σχέδια εξόρυξης ιεραρχούν σε ανώτατη θέση την οικονομική ανάπτυξη εις βάρος των κοινωνικών και περιβαλλοντικών δομών, δημιουργόντας το ερώτημα «για την ανάπτυξη ποιού με ποιο κόστος?» Οι κάτοικοι που εναντιώνονται στην εξόρυξη τονίζουν την ανάγκη για άλλους τύπους προσεγγίσεων ανάπτυξης που ευνοούν τη βιωσιμότητα και την αειφόρο ανάπτυξη πάνω από την οικονομική ανάπτυξη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στις χώρες που υποφέρουν από την οικονομική κρίση, η λέξη «ανάπτυξη ή development» λειτουργεί ως συνώνυμο της «οικονομικής ανάπτυξης ή economic growth», αλλά κανείς δεν διευκρινίζει τους κινδύνους που ελοχεύουν στην διαπλοκότητα αυτών των εννοιών. Η ανάπτυξη μπορεί να επιβληθεί σε μια κοινωνία χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ούτε τα τοπικά χαρακτηριστικά της ούτε και η προστασία του περιβάλλοντος ή και ακόμα το μέλλον της επόμενης γενιάς. Αυτό είναι που ξεχωρίζει την έννοια της «αειφόρου ανάπτυξης ή βιώσιμης ανάπτυξης ή sustainable development». Αυτό ακριβώς που υποστηρίζουν οι κάτοικοι που αντιδρούν, ότι δηλαδή τα ορυχεία της περιοχής προσφέρουν μια βραχυπρόθεσμη και φευγαλέα ανάπτυξη. Αν συγκρίνουμε αυτό το είδος της ανάπτυξης με τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις που ίσως προκαλούν στο περιβάλλον, σίγουρα δεν μπορούμε να μιλάμε για «βιώσιμη ανάπτυξη» στον τόπο.
Τι είναι η βιώσιμη/αειφόρος ανάπτυξη?
«Τι είναι η βιώσιμη/αειφόρος ανάπτυξη ή κατά κόσμο sustainable development?»«Πώς μπορεί να επιτευχθεί βιώσιμη ανάπτυξη;» Αυτά είναι 2 βασικά ερωτήματα που χρησιμοποιούνται στο διάλογο περί ανάπτυξης-περιβάλλοντος. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να οριστεί τι σημαίνει βιώσιμη ανάπτυξη, ποιες οι διαστάσεις της , ποιες οι αρχές και ποιοι οι στόχοι. Αυτά θα πρέπει να αποσαφηνιστούν, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η θεωρία της βιώσιμης ανάπτυξης μπορεί να συμβάλει στο να δοθεί απάντηση στην ερώτηση «Γιατί κάποιες τοπικές κοινότητες αντιτίθενται εξόρυξη χρυσού, ενώ κάποιες άλλες δεν το κάνουν;»
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη «αειφόρος ανάπτυξη είναι η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακυβεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες». Η βιώσιμη ανάπτυξη μπορεί να χωριστεί σε τρεις πτυχές: Πρώτον, η περιβαλλοντική αειφορία, η οποία αναφέρεται στην προστασία και την προώθηση του περιβάλλοντος. Η δεύτερη πτυχή αφορά την οικονομική βιωσιμότητα που έχει ως στόχο ένα οικονομικά βιώσιμο σύστημα. Τρίτον, αφορά την κοινωνική βιωσιμότητα που περιλαμβάνει την δυνατότητα ίσων ευκαιριών για συμμετοχή στη διαμόρφωση της πολιτικής και τη λήψη αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής οργάνωσης.
Η βιώσιμη ανάπτυξη θεωρείται ως μια έννοια που μπορεί να προσφέρει ένα νέο όραμα για την τοπική, εθνική και διεθνή ανάπτυξη και μπορεί επίσης να διαβεβαιώσει ότι οποιεσδήποτε νέες προσεγγίσεις για την ανάπτυξη, δεν στερούν από τις μελλοντικές γενιές τους αναγκαίους πόρους για την ύπαρξή τους.
Η βιώσιμη ανάπτυξη περιλαμβάνει περιβαλλοντικές πολιτικές και στρατηγικές ανάπτυξης, συνδυάζοντας την προστασία του περιβάλλοντος με την οικονομική ανάπτυξη. Η συζήτηση σχετικά με την αειφόρο ανάπτυξη επικεντρώνεται στο πώς θα επιτευχθούν περιβαλλοντικά βιώσιμες μορφές ανάπτυξης. Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης έχει περιβαλλοντικές, υλικές, οικολογικές, κοινωνικές, οικονομικές, νομικές, πολιτιστικές, πολιτικές και ψυχολογικές διαστάσεις. Οι διαστάσεις αυτές σχηματίζουν δύο ευρύτερες αξιώσεις. Η πρώτη είναι σχετική με τις κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες που υποδεικνύουν νέα πρότυπα κατανάλωσης και η δεύτερη αναφέρεται σε περιορισμούς ως προς την ικανότητα του περιβάλλοντος να ανταποκριθεί στις σημερινές και μελλοντικές ανάγκες, οι οποίες επιβάλλονται από την κατάσταση της τεχνολογίας και την κοινωνική οργάνωση .
Όπως μπορούμε να δούμε, η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης περιλαμβάνει πολλές διαστάσεις που καλύπτουν τη θεωρία, την πολιτική και τις πρακτικές. Η αειφόρος ανάπτυξη είναι ένας παγκόσμιος στόχος, αλλά δεν είναι ένα ενιαίο σχέδιο, δεδομένου ότι η οικονομική, κοινωνική και οικολογική κατάσταση διαφέρει από χώρα σε χώρα και από τόπο σε τόπο. Θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε στο Γ’ Μέρος που θα ακολουθήσει σε ποιο βαθμό αλλά και πως η έννοια της αειφόρου ανάπτυξης επηρέασε τους κατοίκους του Δήμου Αριστοτέλη, πως υιοθετήθηκε ως γλώσσα αποτίμησης και πως διαμόρφωσε εν τέλει τις κινήσεις τους και τη στάση τους.