Την Παρασκευή, 22 Μαΐου, διεξήχθη στην Ιρλανδία δημοψήφισμα σχετικά με την 34η τροποποίηση του Ιρλανδικού Συντάγματος που αφορά την επίσημη αναγνώριση του γάμου ατόμων ιδίου φύλου. Η τροποποίηση εισήχθη με νομοσχέδιο στην Ιρλανδική βουλή (Oireachtas) τον Ιανουάριο του 2015, από τον συνασπισμό του κεντροδεξιού Fine Gael και του Εργατικού Κόμματος.
Όλες οι εκλογικές περιφέρειες κλήθηκαν να απαντήσουν με μυστική ψηφοφορία. Η τροποποίηση τελικά θα εγκριθεί, με μια ευρεία πλειοψηφία (62.1%) να δηλώνει υπέρ, σηματοδοτώντας την πρώτη φορά στην ιστορία που νομιμοποιείται ο γάμος ομόφυλων ζευγαριών σε εθνικό επίπεδο μέσω της λαϊκής ψήφου.
Ποιό είναι όμως το βαθύτατο νόημα αυτού γεγονότος και τί πραγματικά σηματοδοτεί η επικράτηση του ΝΑΙ; Πάνω σε τούτο το ερώτημα θα δοθούν συγκεκριμένες απαντήσεις, ενώ ταυτόχρονα θα συζητηθεί (για μια ακόμα φορά) η έννοια του δημοψηφίσματος, η σημαντικότητά του ως δημοκρατικό εργαλείο, καθώς και το ζήτημα της λαϊκής βούλησης αναφορικά με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των μειονοτήτων.
Από τον Μιχάλη Θεοδοσιάδη (respublica.gr)
Δημοψηφίσματα και μειοψηφίες
Οι γνωστοί σκεπτικισμοί αναφορικά με το κατά πόσο ζητήματα που αφορούν σεξουαλικές μειονότητες, μεταναστευτικό και ανθρώπινα δικαιώματα, θα πρέπει να τίθενται προς διαβούλευση αποτελούν, φαινομενικά, από τα πιο ισχυρά επιχειρήματα των φιλελεύθερων (που συνάμα αντιμετωπίζουν κάθε λαϊκή κινητοποίηση ως δείγμα «αρχαϊσμού» και «λαϊκισμού»), ισχυριζόμενοι ότι τα δημοψηφίσματα δύνανται να ακυρώσουν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες.
Έτσι καλλιεργείται η αντίληψη ότι οι ιεραρχικοί θεσμοί είναι αναγκαίοι, ώστε να ενεργούν κατασταλτικά με στόχο να καταλαγιάζουν τον απαίδευτο όχλο, και να κατευνάζουν την καταστροφική του μανία για τυφλή εκδίκηση. Μια άλλη άποψη θεωρεί ότι τέτοιου είδους δημοψηφίσματα χρησιμοποιούνται από πολιτικές ηγεσίες τακτικιστικά, για να προωθηθεί μια συγκεκριμένη κομματική ατζέντα (κυρίως σε ότι αφορά τα δημοψηφίσματα που διενεργούνται από πολιτικές ηγεσίες και πρωθυπουργούς, όπως ακριβώς συνέβη και στην Ιρλανδία).
Πάνω στην πρώτη εκδοχή θα μπορούσε να ειπωθεί το εξής: η αυτοπραξία του πολιτικού σώματος (δηλαδή, η συνειδητοποίησή του ότι μπορεί από μόνο του να λαμβάνει αποφάσεις για κάθε ζήτημα που το αφορά, δίχως να υπόκειται σε περιορισμούς από κάποια γραφειοκρατική εξουσία) αποτελεί και μια από τις πιο πρωταρχικές διακρίσεις μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας, η οποία δεν αναγνωρίζει μήτε πρωτοπορίες, μήτε μισθώνει διευθυντήρια «ειδημόνων», τα οποία κατέχουν την απόλυτη γνώση σχετικά με τί είναι καλό για το σύνολο[1].
Δεν υπάρχουν, επίσης, ούτε διαιτητές ούτε «φύλακες», καθώς το πολιτικό σώμα είναι σε θέση από μόνο του να ορίζει τους κανόνες που το ελέγχουν – πράγμα που το καθιστά προ των ευθυνών του – και όχι κάποια άλλη διαχωρισμένη αρχή. Με άλλα λόγια, μια κοινωνία που γνωρίζει ότι δεν υπάρχει κάποιος «σωτήρας» να τραβήξει τα λουριά σε περίπτωση που το πολιτικό σώμα οδηγηθεί στην υπερβολή, οφείλει από μόνη της να γνωρίζει το πλαίσιο που θα καθορίσει το δικό της πράττειν.
Η αξίωση πως ένα φιλελεύθερο καθεστώς θα μπορούσε να μας απαλλάξει από τέτοιες ενδεχόμενες παρεκκλίσεις είναι πέρα για πέρα εξωπραγματική και συνάμα ανιστόρητη. Πρώτα απ’ όλα, διότι αυτό που αποκαλούμε «ανθρώπινα δικαιώματα» δεν αποτελεί ιστορικά μια «μαγική λύση» κάποιας μικρής ομάδας πεφωτισμένων διανοούμενων, οι οποίοι ξαφνικά εν μέσω brainstorming συγγράψανε τη Χάρτα και τη μοιράσανε στους παπάδες και τους βασιλιάδες για να τη θεσπίσουν. Απεναντίας, πρόκειται για ιστορική κατάκτηση των κινητοποιημένων πολιτών (αυτούς που οι φιλελεύθεροι ιδεολόγοι θα αποκαλούσαν «αγράμματο όχλο»).
Επιπλέον, τα μεγαλύτερα εγκλήματα της ανθρώπινης ιστορίας δεν έχουν προέλθει ούτε από δημοψηφίσματα και αμεσοδημοκρατικά θεσμικά όργανα (όποτε αυτά μπόρεσαν να έχουν κάποια θέση στην άσκηση της εξουσία), ούτε, γενικότερα, υπό οχλοκρατικού (άρα «αμεσοδημοκρατικού» για τους ιδεολόγους μας) τύπου κοινωνικές συνθήκες (όπως, για παράδειγμα, η σφαγή των Κομμουνάρων στο Παρίσι). Όλα αυτά φέρουν ανεξίτηλη τη σφραγίδα κάποιας δεσποτικής ολιγαρχίας, όπως αντίστοιχα και οι πνιγμοί μεταναστών στη Μεσόγειο, οι οικονομικοί αποκλεισμοί, η ανεργία και οι αυτοκτονίες στο όνομα της λιτότητας (μια ιδεολογία με κατεξοχήν Πλατωνικές, τεχνοκρατικές – και ως εκ τούτου αντιδημοκρατικές – βάσεις) [2]. Από την άλλη, πάλι, είναι μάταιο να ελπίζουμε ότι μια κοινωνία που θα θελήσει να παραβιάσει βασικά δικαιώματα μειονοτήτων, ή (πολύ χειρότερα) μια κοινωνία που θα θελήσει να οδηγηθεί στην αυτοκτονία, θα απαιτήσει να εκπληρώσει τούτες τις επιθυμίες της μέσα από δημοψηφίσματα.
Πάνω σε όλα αυτά, η κύρια τοποθέτηση των αναρχικών πρωτοποριών είναι η εξής: μια κοινωνία θα πρέπει πρώτα να εκπαιδευτεί πολιτικά προτού φτάσει στο σημείο να επιβάλει τη βούλησή της μέσα από αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς, με στόχο να εξαλειφθεί η πιθανότητα διολίσθησης των μαζών προς την υπερβολή και το μίσος εις βάρος κάποιας άλλης ευπαθούς ομάδας. Η συγκεκριμένη άποψη, πέρα του ότι είναι κατά κανόνα υβριστική και αλαζονική, αγνοεί ότι μια δημοκρατική διαδικασία δεν δύναται να «φορέσει» πρώτα κάποιο ιδεολογικού τύπου περιεχόμενο (όπως για παράδειγμα, τον αναρχοκομμουνισμό, την αντιεξουσία ή την σοσιαλδημοκρατία), διότι σε τούτη την περίπτωση την (αμεσο)δημοκρατική θέσμιση αντικαθιστά η αμεσοδημοκρατική νομιμοποίηση μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας.
Σε ό,τι, τέλος, αφορά την αριστερή και φιλελεύθερη γραμμή, πως δημοψηφίσματα δεν θα πρέπει να διεξάγονται για τέτοιου είδους θέματα (μετανάστες και μειονότητες), αν πραγματικά υιοθετήσουμε αυτή την αντίληψη, τότε αυτομάτως επενδύουμε σε μια επικίνδυνη αφαιρετική λογική, παρέχοντας το δικαίωμα και σε συντηρητικές ομάδες να θέσουν εξίσου veto σε δημοψηφίσματα προοδευτικού χαρακτήρα, πράγμα που μπορεί να εκμεταλλευτεί αντίστοιχα και άλλος πολιτικός χώρος για δική του σκοπιμότητα, θέτοντας περιορισμό σε πρωτοβουλίες που αυτός θεωρεί ακατάλληλες να δοθούν στην κρίση της «απαίδευτης πλειοψηφίας».
Από την άλλη, το πολιτικό σώμα θα πρέπει, ανά πάσα στιγμή, να γνωρίζει ότι ο αποκλεισμός μιας ομάδας μπορεί επίσης να αποτελέσει βάση για την αναπαραγωγή της ίδιας καταχρηστικής αυτοτροφοδοτούμενης λογικής (chain of exclusion), δίνοντας τη δυνατότητα σε μια άλλη ομάδα να αποκλείσει εξίσου μια άλλη μειοψηφία: παραδείγματος χάριν, αν μια συντηρητική φράξια θελήσει να αποκλείσει μια φυλετική μειονότητα, αυτό θα μπορούσε να επιτρέψει ταυτόχρονα και μια προοδευτική ομάδα να θέσει ζήτημα αποκλεισμού της πρώτης, κατόπιν οι πιο «μετριοπαθείς» συμμετέχοντες να σταθούν εναντίον των δεύτερων ή κάποιων άλλων που οι οι ίδιοι θεωρούν ακατάλληλο για το πολιτικό σώμα, και στο τέλος, όλες αυτές οι αλλεπάλληλες εξώσεις να οδηγήσουν τη συντριπτική πλειοψηφία εκτός του παιχνιδιού, αφήνοντας το πεδίο των αποφάσεων ανοιχτό μόνο σε μια μικρή μειοψηφία (σε όσους, δηλαδή, δεν έτυχε απλά να πέσουν θύματα της εκδικητικής τάσης μιας άλλης φράξιας).
Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος του ζητήματος, είναι αναμφισβήτητο πως δημοψηφίσματα (κυρίως όταν αυτά διενεργούνται από ηγεσίες) χρησιμοποιούνται συχνά για λόγους ψηφοθηρίας. Στην περίπτωση της Ιρλανδίας δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι ο πρωθυπουργός, Enda Kenny, θα είναι σίγουρα ένας από τους μεγάλους κερδισμένους, καθώς το όνομά του πλέον θα συνδεθεί με την ήττα του Καθολικού σκοταδισμού και την σεξουαλική απελευθέρωση σε μια χώρα που μέχρι και το 1993 η ομοφυλοφιλία συνιστούσε ποινικό αδίκημα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, σε μια πραγματική δημοκρατία τα δημοψηφίσματα θα πρέπει να διεξάγονται αυστηρά και μόνο κατόπιν πρωτοβουλίας των πολιτών.
Θα ήταν λάθος, παρόλα αυτά, να θεωρούσαμε το γεγονός της 22ας Μαΐου ένα στημένο τηλεπαιχνίδι, δεδομένου ότι ως ένα βαθμό, η ουσία του δημοψηφίσματος – ακόμα και στην περίπτωση αυτή – παραμένει απαράλλακτη. Με άλλα λόγια, ένα τέτοιος θεσμός δεν αποτελεί απλά και μόνο μια στείρα διαδικασία που περιορίζει τη λαϊκή έκφραση σε δύο προφανείς απαντήσεις (ΝΑΙ ή ΟΧΙ). Απεναντίας, λειτουργεί ως φορέας και μέσο δημόσιας συζήτησης, η οποία συζητήση, την ίδια στιγμή, ζυμώνει και διαμορφώνει συνειδήσεις μέσα από παρεμβάσεις θεσμών (αντιρατσιστικών, φεμινιστικών, θρησκευτικών κτλ…) όπως και στην περίπτωση του Ιρλανδικού δημοψηφίσματος.
Αν, αντιθέτως, η τροποποίηση είχε εγκριθεί μέσω της κοινοβουλευτικής οδού (ασχέτως και αν το Ιρλανδικό Σύνταγμα δεσμεύει την οποιαδήποτε κυβέρνηση να προσφύγει στη λαϊκή ετυμηγορία σε περίπτωση που τεθεί ζήτημα αναθεώρησης άρθρων ή αλλαγών), ελάχιστες δημόσιες συζητήσεις θα είχαν λάβει χώρα, εφόσον η απόφαση παύει πλέον να αφορά την (καλή ή κακή) κρίση των πολιτών, και μεταβιβάζεται σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, σε κλειστά lobby, μή Κυβερνητικές Οργανώσεις και ομάδες πίεσης βουλευτών και πολιτικών, με τον μέσο πολίτη να βρίσκεται και πάλι αμέτοχος τηλεθεατής.
Η σημασία του ΝΑΙ και η Ιρλανδική πραγματικότητα
Θίγοντας το δεύτερο ζήτημα που έχει να κάνει με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου δημοψηφίσματος, (και προσπερνώντας άλλα βασικά καίρια ερωτήματα – όπως, π.χ., το ζήτημα του γάμου και η αμφισβήτησή του, το κατά πόσο οι σεξουαλικές προτιμήσεις αποτελούν πολιτικό δικαίωμα παρά κοινωνικό[3] – ερωτήματα που, ωστόσο, δεν είναι της παρούσης), θα έλεγε κανείς ότι ο μόνος νικητής στην περίπτωση αυτή είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός παρά η ισότητα.
Διότι, οι αγώνες για τη χειραφέτηση των σεξουαλικών μειονοτήτων έχουν ως επί τω πλείστο εκφυλιστεί, χάνοντας τον ανταγωνιστικό τους χαρακτήρα, και φτάνοντας στο σημείο να ενσωματωθούν στην κυρίαρχη κουλτούρα, ενώ, παράλληλα, το σεξουαλικό ζήτημα όχι μόνο έχει προωθηθεί από την παγκοσμιοποιήση και τα ΜΜΕ, αλλά ταυτόχρονα υιοθετείται από κυβερνητικούς και επιχειρηματικούς ταγούς, κάτι που ούτε λίγο ούτε πολύ υποδηλώνει ότι πως η ένταξη της σεξουαλικής ομοφυλοφιλίας στον κοινωνικό ιστό αποτελεί πολύ περισσότερο «αίτημα από τα πάνω» από όσο «από τα κάτω».
Συνεπώς, το συγκεκριμένο δημοψήφισμα (σε αντίθεση με το δημοψήφισμα για την ιδιωτικοποίηση του νερού στη Θεσσαλονίκη, ή για την ανεξαρτησία της Σκωτίας) έθεσε προς συζήτηση ένα θέμα που ελάχιστα, πλέον, αμφισβητεί τον καπιταλιστικό ανθρωπολογικό τύπο, ενώ από την άλλη καμία ρωγμή δεν προκαλεί στην Ιρλανδική κοινωνία, δεδομένου επίσης ότι η, άλλοτε πανίσχυρη, εγχώρια Καθολική εκκλησία έχει προ δεκαετιών εγκαταλειφθεί από την πλειοψηφία των νέων Ιρλανδών, δίχως κάποιο δημοψήφισμα ή πολιτική κινητοποίηση.
Συνεπώς, η επικύρωση του ΝΑΙ εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να αποτελεί κάτι ιδιαίτερο. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή, παρότι αντανακλά μια (αναμφισβήτητα πραγματική) πτυχή του ζητήματος, αν υιοθετηθεί αβασάνιστα, αναπόφευκτα θα μας οδηγήσει στο να ερμηνεύσουμε το γεγονός αυτό μονοσήμαντα, διαθλάζοντάς το. Μια τέτοια προσέγγιση, όμως, είναι πέρα για πέρα μυωπική, δεδομένου ότι η Ιρλανδική κοινωνία αποτελεί περίπτωση sui generis, κάτι που συνεπάγεται πως θα πρέπει να αναγνωρίσουμε κάποιες ιδιαιτερότητες που υφίστανται εντός της, κάνοντάς την να ξεχωρίσει από άλλες Δυτικές κοινωνίες. Θα ήταν λάθος, λοιπόν, να παραβλέψουμε ότι η νίκη του ΝΑΙ σημαίνει απλά και μόνο νίκη του φιλελευθερισμού έναντι του καθολικού συντηρητισμού, όπως πολύ σωστά έγραψε και ο Fintan O’ Toole (άρθρο: Ireland has left ‘tolerance’ far behind). Για τον ίδιο, το νόημα του δημοψηφίσματος υπερβαίνει κατά πολύ τη φιλελεύθερη mainstream προσέγγιση ενός happening for tolerance για προσωρινή κατανάλωση. Λέει, λοιπόν, ο αρθρογράφος:
Η ανεκτικότητα είναι αυτό που «εμείς» παρατείνουμε, με την ευγενική μας καλοσύνη, σε «αυτούς». Είναι σα να λέμε «κάνε ό,τι νομίζεις εκεί που μπορείς και δεν θα σε ενοχλήσουμε εφόσον δεν θα ενοχλήσεις κι εσύ εμάς». Το ηχηρό ΝΑΙ είναι μια δήλωση ότι η Ιρλανδία έχει αφήσει την ανεκτικότητα πολύ πίσω. Είναι σα να λέμε ότι δεν υπάρχουν πλέον «αυτοί». Οι ΛΟΑΤ άνθρωποι είμαστε εμείς – οι γιοί μας και οι κόρες μας, οι μητέρες και οι πατέρες μας, οι αδελφοί και οι αδελφές μας, οι γείτονες και οι φίλοι μας. Μας ζητήθηκε να αντικαταστήσουμε την ανεκτικότητα με την ισότητα της πολιτότητας. Και πήγαμε με τα δυο μας χέρια και την αγκαλιάσαμε σφιχτά.
Ως εκ τούτου, προκειμένου να κατανοήσουμε τη σημαντικότητα της ιστορικής αυτής στιγμής, θα πρέπει να προσπεράσουμε τον εκχυδαϊσμό, την κουλτούρα του κιτς και τη θεαματοποίηση (που αντανακλά, κυρίως, τον τρόπο με τον οποίο η επικράτηση του ΝΑΙ προβλήθηκε από τα Μέσα Ενημέρωσης, αδιαφορώντας – όπως ήταν αναμενόμενο – για την άλλη πτυχή του γεγονότος αυτού) και να σκάψουμε, παράλληλα, βαθύτερα στο Ιρλανδικό κοινωνικό τοπίο. Εκεί θα δούμε ότι κατά κύριο λόγο δεν έχουμε να κάνουμε μόνομε μια ακόμη στείρα αντιπαράθεση μεταξύ του διπόλου συντηρητικός vs προοδευτικός (όρος που, ως επί τω πλείστο, αποτελεί ευφημισμός του φιλελεύθερου).
Μέσω του δημοψηφίσματος δεν επικυρώθηκαν από το σύνολο απλά και μόνο κάποιες φιλελεύθερες «προγραμματικές δηλώσεις» (που η Ιρλανδική κοινωνία δεν έχει και ιδιαίτερη ανάγκη στη δεδομένη στιγμή). Παρότι η νίκη του ΝΑΙ «μοιάζει με μια νίκη της Φιλελεύθερης Ιρλανδίας» (λέει επίσης ο O’ Toole) «κατά της Συντηρητικής Ιρλανδίας», στην πραγματικότητα πρόκειται για «κάτι πολύ πιο σημαντικό από αυτό». Διότι, εφόσον δεν τίθεται ζήτημαανοχής του «διαφορετικού» αλλά, απεναντίας, αποδοχής του, τότε μπορούμε να μιλάμε για προσπάθεια κατανόησης του ζητήματος της ανθρωπινότητας που δεν ακολουθεί κατά γράμμα την προοδευτική/φιλελεύθερη γραμμή η οποία, ούτε λίγο ούτε πολύ, αποτελεί βιτρίνα μιας αποκρουστικής πραγματικότητας, το ακριβό περιτύλιγμα μιας παραπαίουσας κοινωνίας που συνεχώς προσπαθεί να κρύψει κάτω από το χαλί της πολιτικής ορθότητας τα δικά της κακώς κείμενα [4]. Και αυτό, διότι, υπάρχει κάτι ακόμα πιο βαθύ στη συγκεκριμένη ιστορία:
Στον Ιρλανδικό λαό αρέσει αυτό που ήδη ξέρει. Του αρέσει η ιδέα του «οίκου» […] Την Παρασκευή,το υπέροχο θέαμα των ανθρώπων που ήρθαν για να ψηφίσουν, ενσωμάτωναν για όλους μας τηναίσθηση του «οίκου» ως τόπος της καρδιάς – της ισχυρά παλλόμενης καρδιά της ανθρώπινηςσύνδεσης.
Θα πρέπει να σταθούμε στο σημείο αυτό στην ιδέα του «οίκου» – δηλαδή του κοινού κόσμου που «μας συνενώνει και μας αποτρέπει από την κατάρρευση» (Arendt 1998, σ.72) – είτε τον προσδιορίζουμε βάσει κάποιας κοινοτικής ή εθνικής συλλογικότητας, που για έναν Ιρλανδό αποτελεί αξία υψίστης σημασίας, για τους προφανείς λόγους: πρόκειται για ένα λαό ξεριζωμένο και διασκορπισμένο σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, που μέχρι και τα πρώτα χρόνια της οικονομικής «ευημερίας» ωθούνταν στη μαζική μετανάστευση λόγω έλλειψης προοπτικών στο φτωχό και αγροτικό νησί. Η ιστορική φιγούρα του Ιρλανδού παρία στην ουσία ελάχιστα διαφέρει από τον Εβραίο της διασποράς, που όντας αποκλεισμένος και στιγματισμένος από αιώνιες προκαταλήψεις, η αξία του αναγνωρίστηκε μονάχα μετά τη Shoah και την ίδρυση ενός Εβραϊκού κράτους.
Έτσι και ο Ιρλανδός, όχι μόνο διαχρονικά ταυτίζεται με τον μετανάστη/πολίτη δεύτερης κατηγορίας, αλλά η ιστορική του κληρονομιά σημαδεύεται από αιώνες καταπίεσης – κατόπιν συνεχόμενων πολιορκιών του νησιού και βίαιων εκτοπίσεων καθώς και λοιμών, λόγω των επεκτατικών επεμβάσεων της άλλοτε παντοδύναμης Βρετανικής αυτοκρατορίας – αλλά και ξεριζωμού. Ως εκ τούτου, είναι αναμενόμενο το συναίσθημα του ανήκειν στον κοινό κόσμο (της κοινότητας του έθνους-κράτους, για την ώρα) να χαίρει υψίστης προτεραιότητας για έναν Ιρλανδό (όπως αντίστοιχα και για έναν Εβραίο) σε σύγκριση με έναν Γάλλο, με έναν Σουηδό, οι οποίοι ουδέποτε στερήθηκαν το «κοινό σπίτι».
Συνεπώς, αν θα έπρεπε να συγκρίνουμε έναν καταπιεσμένο (από το οικογενειακό ή κλειστό του περιβάλλον) Ολλανδό ομοφυλόφιλο με έναν Ιρλανδό, θα δούμε αυτήν την ποιοτική διαφορά που πηγάζει ακριβώς μέσα από το ζήτημα του κοινού κόσμου: στην πρώτη περίπτωση, η ιδέα της απόρριψης δεν δύναται να συμβαδίζει με κάποιου είδους «έξωση» από τον τον «οίκο», δεδομένου ότι η Ολλανδική κοινωνία δεν φαίνεται να θέτει ζήτημα απόρριψης αυτής της μειονότητας, όντας μια από τις πιο δεκτικές χώρες για ΛΟΑΤ ανθρώπους (ενώ, την ίδια στιγμή, το συναίσθημα του διαχρονικού ξεριζωμού της είναι ιστορικά άγνωστο).
Κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην πρώτη περίπτωση, όπου το αίσθημα της μή αναγνώρισης αυτής της κοινότητας (που, συνάμα, μέχρι και δύο δεκαετίες βρίσκονταν διαρκώς κάτω από το δίκαννο της ποινικής καταστολής) από την υπόλοιπη κοινωνία, συνεπάγεται έμμεσα και και τον εξοβελισμό της από το «κοινό σπίτι», που για έναν Ιρλανδό είναι στοιχείο ζωτικής σημασίας, κουβαλώντας όλη αυτή την ιστορική κληρονομιά του ξεριζωμένου παρία. Αν, συνεπώς, ένα παρόμοιο δημοψήφισμα είχε λάβει χώρα στην Ολλανδία, στη Σουηδία, η οπουδήποτε αλλού στον Δυτικό κόσμο, ελάχιστα θα απασχολούσε το ζήτημα της πολιτότητας, εφόσον σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε για διεκδίκηση κάποιου «κοινού οίκου», αλλά (απλά και μόνο) για μια αναγκαία προσαρμογή των κοινωνικών σχέσεων και προτύπων στις ανάγκες της νεοφιλελεύθερης αγοράς και ιδεολογίας, πράγμα που, όπως είδαμε, δεν ισχύει στην περίπτωση της Ιρλανδίας, με τη συντριπτική πλειοψηφία, έμπρακτα, να ανοίγει τις πόρτες.
Αντί επιλόγου…
Ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά μιας δημοκρατίας, μια από τις πιο βασικές θεμελιώδεις της αρχές (πέρα από το ξεπέρασμα της αντιπροσώπευσης) είναι η συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως. Έτσι, λοιπόν, η δημοκρατία δεν έχει ως στόχο να αποκλείει, αλλά να ενσωματώνει και να συμπεριλαμβάνει. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα που αποκομίζουμε από την πρώτη ενότητα του άρθρου, το ζήτημα της αυτοπραξίας, της ελευθερίας αλλά και του αυτοπεριορισμού ενός πολιτικού σώματος, έννοιες που θα πρέπει να αφορούν όλους/ες ανεξαιρέτως, και όχι μόνο κάποια τμήματά του (τα οποία θα είναι «πιο ίσα» από άλλα). Εξίσου, αυτό που μας διδάσκει το Ιρλανδικό δημοψήφισμα, είναι και πάλι η ισότητα όλων ως προς τους νόμους και τις αρχές δικαιοσύνης, και όχι η ανεκτικότητα ή οι διάφορες αυθαίρετες επικλήσεις στα «ανθρώπινα δικαιώματα».
Είναι αυτό που συνθέτει την κοινή λογική, ως αναπόσπαστο κομμάτι του «κοινού κόσμου», μια έννοια οργανικά συνδεδεμένη με το (αναπόφευκτα εύθραυστο κατά τ’ άλλα) δημόσιο πεδίο. Κανένα δημοψήφισμα, ωστόσο, δεν είναι αρκετό ώστε να αναδειχθεί αυτό το δημόσιο πεδίο. Απεναντίας, απαιτείται να ξεκαθαριστεί η πραγματική έννοια της δημοκρατίας, σε αντιδιαστολή με τον ολιγαρχικό χαρακτήρα των αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων, καθώς και το εφικτό της με τον αγώνα και, φυσικά, τη θέληση των ατόμων, για μια συνεχόμενη και επαναλαμβανόμενη προσπάθεια αυτοδιαφωτισμού και αυτομόρφωσης (πάντα μέσα από την ίδια πράξη, και όχι από την «επαναστατική» διδαχή ή κατήχηση).
[1] Προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης ή παρερμηνείας: μολονότι ένα αντιπροσωπευτικό καθεστώς που διεξάγει δημοψηφίσματα δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη δημοκρατία εν γένει (διότι μια δημοκρατία προϋποθέτει πολιτική ισότητα, πράγμα που ούτε κατά διάνοια δεν υφίσταται σε ένα κόσμο που η εξουσία είναι τόσο διαχωρισμένη), ένα δημοψήφισμα ωστόσο συμβάλει στην κατεύθυνση της δημοκρατίας και εκπαιδεύει τους πολίτες ώστε να έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Ένα δημοψήφισμα, με άλλα λόγια, δείχνει στην πράξη τις αρετές της δημοκρατικής, αναθέτοντας κάποιες (έστω και ελάχιστες) αποφάσεις στο σύνολο (την βάση) παρά στα κοινοβούλια, πράγμα που σημαίνει ότι φέρει (έστω και σε πολύ μικρό βαθμό) την κοινωνία προ των ευθυνών της.
[2] Βλ. επίσης άρθρο: Άμεση δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα.
[3] Αναμφισβήτητα, πολλές φορές η πολιτική οδός είναι αναγκαία ώστε να διευθετηθεί μια πιο δίκαιη νομική παράμετρος. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν κάνει το γάμο των ομοφυλόφιλων περισσότερο πολιτικό από όσο έκανε πολιτικό το αίτημα για την κατάργηση της μοιχείας, που μέχρι το 1980 διώκονταν νομικά.
[4] Διότι όπως πολύ σωστά λέει και ο Bauman, «η ανεκτικότητα εκφυλίζεται οδηγώντας στην αποξένωση[…] με άλλα λόγια, η εμπορευματοποιημένη ανεκτικότητα δεν οδηγεί σε αλληλεγγύη: διασπά αντί να ενώνει. Καλλιεργεί κοινοτικές διασπάσεις και υποβιβάζει τους κοινωνικούς δεσμούς…» (Bauman 1991, σ.274). Με άλλα λόγια, η ανεκτικότητα δεν είναι ταυτόσημη με την αναγνώριση της αξίας του «άλλου» αλλά στην ουσία καθιστά μια διακριτική πονηριά που έμμεσα εκφράζει την «κατωτερότητά» του (Bauman 1991, σ.8), υποδηλώνοντας κάτι που εκλαμβάνουμε ως υποφερτό αλλά ωστόσο δεν παύει για εμάς να είναι ηθικά απορρίψιμο. Κι έτσι, μιλώντας για ανοχή στο διαφορετικό αναγνωρίζουμε έμμεσα την απαξίωσή του (Mendus 1989, σ.149-50).
Πηγές
Arendt, H., and Canovan, M., 1998. The Human Condition. 2Nd ed. Chicago: The University of Chicago Press.
Bauman, Z., 1991. Modernity and Ambivalence. London: Polity Press.
Mendus, S., 1989. Toleration and the Limits of Liberalism. London: Macmillan.