Χιλιάδες Πόντιοι βρήκαν τον θάνατο τη δεκαετία του 1920 στα «λοιμοκαθαρτήρια» και τα ξερονήσια της Ελλάδας. Επισήμως προσμετρώνται στα θύματα της «γενοκτονίας» που η πολιτεία θα γιορτάσει, όπως κάθε χρόνο, την ερχόμενη Τρίτη. Στην πραγματικότητα, θύτης τους υπήρξε ο ελληνικός ρατσισμός – και η Μακρόνησος του 1922, η πρώτη Αμυγδαλέζα.
Δεν χρειάζεται βέβαια να δεχτεί κανείς το νεοπαγές θεώρημα περί «γενοκτονίας» για να διαπιστώσει πως ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός του Πόντου υπέφερε πολλά στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου και του μικρασιατικού πολέμου. Από τους 400.000 Ρωμιούς που κατέγραψαν στην περιοχή η απόρρητη υπηρεσιακή στατιστική των ελληνικών προξενείων το 1910-12 και η επίσημη «Μαύρη Βίβλος» του Οικουμενικού Πατριαρχείου, περίπου το ένα τέταρτο χάθηκε μέσα σε μια δεκαετία ως αποτέλεσμα των σφαγών, των βασανιστικών εκτοπίσεων, της πολύνεκρης επιδημίας ισπανικής γρίπης που σάρωσε όλη την Ευρώπη (και τον Πόντο) το 1918, αλλά και των δραματικών συνθηκών της προσφυγιάς και της εγκατάστασής τους στη νέα πατρίδα.
Αναμφισβήτητα τραυματική, αυτή η εμπειρία κάθε άλλο παρά ενιαία υπήρξε για όλο τον ποντιακό πληθυσμό. Οι διαθέσιμες αφηγήσεις της πρώτης προσφυγικής γενιάς φιλοτεχνούν αντίθετα μια αρκετά αντιφατική εικόνα: σε αντίθεση με τη γενικευμένηεξολόθρευση των Αρμενίων, η μοίρα των Ελληνοποντίων ποίκιλλε σημαντικά από περιοχή σε περιοχή και συχνά καθορίστηκε από την κοινωνική τάξη, τις οικονομικές δυνατότητες ή τις επαγγελματικές δεξιότητες καθενός ξεχωριστά.
Το αυθαίρετο τσουβάλιασμα αυτών των βιωμάτων σ’ ένα (δημοφιλές αλλά παραπειστικό) ενιαίο σχήμα συνέβαλε βέβαια καθοριστικά στην εξάλειψη του παραδοσιακού διάχυτου ρατσισμού σε βάρος των Ποντίων, μέσω της ανάδειξης των τελευταίων σε κατεξοχήν «μαρτυρική» υποομάδα του νεοελληνικού έθνους, ελάχιστα όμως εξυπηρετεί την ουσιαστική γνώση του συλλογικού μας παρελθόντος.
Σκηνές από τη διαβίωση των Ποντίων προσφύγων στη Μακρόνησο, λίγους μήνες μετά τις πρώτες εκατόμβες: οικογενειακή μπουγάδα, ζύγισμα της καθημερινής μερίδας σιτηρών, ενθουσιασμός για μια μπουκάλα πόσιμο νερό, συνωστισμός για την παραλαβή τροφίμων από αμερικανικές φιλανθρωπικές οργανώσεις. Οι κηδείες φίλων και συγγενών και το αυτοσχέδιο νεκροταφείο του νησιού αποτελούσαν την άλλη όψη της «εξυγίανσης»
Ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι η συστηματική αποσιώπηση μιας κρίσιμης πτυχής της ποντιακής τραγωδίας: της εκατόμβης των προσφύγων μετά την άφιξή τους στην ελληνική επικράτεια, εκατόμβης που προκλήθηκε από έναν συνδυασμό παραγόντων (άθλιες συνθήκες διαβίωσης, μαζικός στρατωνισμός αρρώστων και μη σε«λοιμοκαθαρτήρια», εγκληματική εκμετάλλευση των προσφύγων από μερίδα της γηγενούς κοινωνίας, αδιαφορία ή και ανοιχτή εχθρότητα των τοπικών αρχών και κοινωνιών) με κοινή συνισταμένη την ξενοφοβία και τον ρατσισμό.
Η λήθη αυτή δεν υπήρξε καθόλου τυχαία. Ενώ οι σφαγές και οι εκτοπίσεις που διαπράχθηκαν στο πλαίσιο του ελληνοτουρκικού και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου εύκολα εγγράφονται σ’ ένα μαρτυρολογικό εθνικό αφήγημα, όπου οι «κακοί» βρίσκονται στην αντίπερα εθνική όχθη, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα πολυάριθμα θύματα της αδιαφορίας, της αναλγησίας ή της εχθρότητας του ελληνικού κράτους και των τότε υπηκόων του απέναντι στους νεοφερμένους «τουρκόσπορους».
Πόσο μάλλον αφού, όπως διαπιστώνουμε από τις εφημερίδες των ημερών, η στάση της ελλαδίτικης κοινωνίας απέναντι στους μελλοντικούς συμπολίτες της δεν διέφερε καθόλου από τη σημερινή ρατσιστική τρομολαγνεία γύρω από την (κοινωνική ή/και υγειονομική) «επικινδυνότητα» των κυνηγημένων προσφύγων που οι συρράξεις της Εγγύς Ανατολής ξεβράζουν στα ακρογιάλια του Αιγαίου.
Ενας λόγος παραπάνω λοιπόν να θυμίζουμε σήμερα πώς ακριβώς έγιναν δεκτοί οι κυνηγημένοι Πόντιοι «αδελφοί» στην Ελλάδα των αρχών της δεκαετίας του 1920. Χάρη στο αναντικατάστατο έργο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, διαθέτουμε άλλωστε μια πρώτης τάξης πηγή πληροφόρησης γι’ αυτή την υποδοχή: τον πιο πρόσφατο τόμο της μνημειώδους σειράς «Εξοδος», που εκδόθηκε προ διετίας και περιλαμβάνει αυτοβιογραφικές αφηγήσεις προσφύγων από την ενδοχώρα του Πόντου, όπως αυτές καταγράφηκαν από τους ερευνητές του ΚΜΣ κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
Το ταξίδι του θανάτου
Το πρώτο δεδομένο είναι πως η περιπέτεια των προσφύγων κάθε άλλο παρά τέλειωνε με την απομάκρυνσή τους από την εμπόλεμη ζώνη. Το μαρτυρούν οι περιγραφές για μαζικούς θανάτους εν πλω, αλλά και στις ενδιάμεσες υποχρεωτικές επισταθμίες.
Το ταξίδι από τη Σαμψούντα μέχρι την Πόλη, αφηγείται π.χ. η Σοφία Χατζίδου από το Χατζίκιοϊ του Μπακίρ-Μαντέν, «διήρκεσε πέντε μέρες. Σ’ όλο αυτό το διάστημα μας θέριζε η δίψα. Τραβούσαμε νερό από τη θάλασσα και το βράζαμε για να πιούμε. Συνέχεια πέθαιναν στο βαπόρι, τους ρίχνανε στη θάλασσα τους πεθαμένους» (σ. 95). «Χριστούγεννα του 1922 και Φώτα του 1923 ήμαστε στο Τιρέμπουλους της Συρίας, παραλιακή πόλη», θυμάται πάλι ο Αναστάσιος Βαρυτιμίδης από το Εντιρέκ της Νεοκαισάρειας. «Μας θέριζε η αρρώστια. Είχε πέσει τύφος και χολέρα. Μας βάλανε όλους σ’ ένα πλοίο και μας κρατήσανε στη θάλασσα σαράντα μέρες καραντίνα. Από κει μας πήγανε στο Μπαϋρούτ. Μάιος του 1923 ήτανε, μπήκαμε σ’ ελληνικό πλοίο και ήρθαμε Ελλάδα» (σ. 287). Κατά την ίδια διαδρομή, συμπληρώνει ο Ηλίας Μωυσιάδης από το Αλτίνογλου Τσιφλίκ, «στο πλοίο μέσα πεθαίνανε οι άρρωστοι και τους ρίχνανε στη θάλασσα» (σ. 353).
Μαζικοί θάνατοι αποδεκάτιζαν τους πρόσφυγες και κατά τον μεταβατικό στρατωνισμό τους στο Σελιμιέ της Κωνσταντινούπολης: «Για καραντίνα το είχανε, ένας μεγάλος κισλάς [στρατώνας] ήτανε. Τι είδανε τα μάτια μας εκεί μέσα και πώς βγήκαμε ζωντανοί! Το συσσίτιο ήτανε ένα μαύρο ζουμί με μαϊμούδια μέσα και καμιά φορά έβλεπες και κανένα φασόλι. Η αρρώστια κι ο θάνατος δε λέγονταν. Οι διάδρομοι ήταν γεμάτοι, χάμω στις πλάκες, μ’ ανθρώπους που πεθαίνανε. Τους πεθαμένους κάθε μέρα πενηνταριές και κατοσταριές τους βγάζανε με καροτσάκι και τους ρίχνανε σ’ ένα μεγάλο λάκκο σε μια ερημιά. Ο Θεός έβαλε το χέρι του και βγήκαμε ζωντανοί, όσοι γλιτώσαμε» (σ. 270, μαρτυρία του Ιπποκράτη Πετρίδη, από τη Νεοκαισάρεια). Παρόμοιες περιγραφές συναντάμε και στις καταθέσεις άλλων επιζώντων (σ. 55, 57, 307 & 363).
Καραντίνα και κρεματόρια
Αλλά και μετά την αποβίβασή τους στο ελληνικό έδαφος, νέες δοκιμασίες απομόνωσης και θανατικού περίμεναν τις καραβιές των ξεριζωμένων. Επίσημη αιτιολογία, η ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας από τις αρρώστιες που ενδεχομένως μετέφεραν οι επήλυδες. Δεν επρόκειτο βέβαια για ελληνική ευρεσιτεχνία, αλλά για προληπτικό μέτρο με διεθνή εφαρμογή, που εκείνη την εποχή ρυθμιζόταν από τη σχετική Σύμβαση του Παρισιού (17.1.1912). Οι συνθήκες όμως της έμπρακτης υλοποίησής του, στην Ελλάδα του 1922-23, οδήγησαν σε πραγματικές εκατόμβες.
«Ηρθαμε στη Θεσσαλονίκη, στο Καραμπουρνού», αφηγείται χαρακτηριστικά η Ευρυδίκη Γαλανού, από τα Ιμερα της Τραπεζούντας. «Ενα μήνα μείναμε στην καραντίνα. Υποφέραμε από αρρώστιες. Κάθε μέρα κάποιον έθαβαν. Μια μάνα έθαψε έξι παιδιά της» (σ. 406). Ο συντοπίτης της Χαράλαμπος Τσαχουρίδης, που έζησε τρεις μήνες στον ίδιο χώρο, συμπληρώνει ότι «πολλοί πέθαιναν από τύφο, λόγω του υπάρχοντος συνωστισμού. Εις όλο το διάστημα της λειτουργίας της καραντίνας απέθανον περί τις είκοσι χιλιάδες πρόσφυγες. Την ημέρα πέθαιναν ογδόντα έως εκατό» (σ. 408). Τα ίδια και στο λοιμοκαθαρτήριο του Αϊ-Γιώργη, στο Κερατσίνι: «Μας κουρέψανε όλους, άντρες, γυναίκες και παιδιά και περάσανε τα ρούχα μας από τον κλίβανο. Κι άλλοι πεθάνανε εκεί» (σ. 353).
Διαφωτιστικότερη απ’ αυτές τις λακωνικές αναφορές αποδεικνύεται η διήγηση του Ιωάννη Παναγιωτίδη από το Γαριπάντων της Αργυρούπολης, που δεν διστάζει να θίξει δύο θέματα ταμπού – τη ληστρική συμπεριφορά των ντόπιων απέναντι στους πρόσφυγες και, κυρίως, την εξευτελιστική μεταχείριση των πτωμάτων τους, που μετατράπηκαν σε καύσιμη ύλη:
«Στον Αγιο Γεώργιο, που υπηρέτησα ως υπάλληλος, πολλοί κλέφτες από τον Πειραιά έρχονταν με καΐκια στην καραντίνα και έκλεβαν ρουχισμό και άλλα πράγματα. Ανοιγαν στα απολυμαντήρια τα δέματα κι έκλεβαν μηχανές, χαλιά και άλλα. Ερχόταν ένα βαπόρι φορτωμένο με πρόσφυγες και πράγματα. Κατέβαζαν τους ανθρώπους και τους οδηγούσαν αμέσως στα απολυμαντήρια: κόψιμο τα μαλλιά αντρών και γυναικών και ίδια για τα λουτρά. Τα πράματα έμεναν. Τα κατέβαζαν και τα στοίβαζαν κάτω από μια στέγη του απολυμαντηρίου και τα απολύμαιναν.
Το πλοίο ”Θέμις” που έφερε τέσσερις χιλιάδες Ποντίους απ’ τον Καύκασο, όλοι πέθαναν. Από αρρώστιες πέθαναν. Και εξόν που πέθαναν, ο Αγιος Γεώργιος είχε γεμίσει και δε μπορούσαν να τους κατεβάσουν. Τους είχαν μέσα στο πλοίο. Οσοι πέθαιναν δεν τους κατέβαζαν. Τους έκαιγαν στο φούρνο για κάρβουνο. Οσοι απόμειναν τους κατέβασαν. Τρεις μήνες στάθηκε το ”Θέμις” και δεν τους κατέβασαν. Ο Αϊ-Γιώργης ήταν γεμάτος, η Μακρόνησος γεμάτη» (σ. 395-6).
Ενα αποκαλυπτικό δημοσίευμα των ημερών επιβεβαιώνει την έκταση του θανατικού: «Οι μέχρι σήμερον μεταναστεύσαντες πρόσφυγες» μέσω Ρωσίας, διαβάζουμε, «ανέρχονται εις 14 χιλιάδας περίπου. Εκ τούτων οι επί του ατμοπλοίου ”Κίος” αφιχθέντες απεστάλησαν εις την Μακρόνησον, ένθα εγένοντο αι απαιτούμεναι εγκαταστάσεις. Οι δε εκ των πρώτων αφίξεων 8.600 κρατούνται εν τω λοιμοκαθαρτηρίω του Αγ. Γεωργίου και επί ατμοπλοίων. Επειδή δεν ελήφθησαν εγκαίρως τα απαιτούμενα υγειονομικά μέτρα της αραιώσεως, της απομονώσεως, της επιβαλλομένης καθαριότητος και διαίτης, επί των 8.600 προσφύγων ήδη έχουσιν αποθάνει περί τους χιλίους διακοσίους εντός πεντήκοντα μόνον ημερών» («Εμπρός», 21.7.1922, σ. 2).
Η προσπάθεια διαφυγής από αυτήν την κόλαση εξελισσόταν συνήθως σε φαύλο κύκλο, όπως εξηγεί ο Αλκιβιάδης Αφεντουλίδης από το Παρασκευάντων της Αργυρούπολης: «Φέρνουν [στη Μακρόνησο] ένα ρωσικό πλοίο, το ”Βίτιμ”. Μας φορτώνουν σ’ αυτό, χωρίς νερό, χωρίς ψωμί, και μας φέρνουν στην Αλεξανδρούπολη. Στην Αλεξανδρούπολη ήρθε ένας γιατρός και δεν άφησε να αποβιβαστούμε. Είπε να ρίξουμε άγκυρα στα βαθιά. Τέσσερις μέρες μείναμε εκεί. Φωνάζαμε. Ηρθαμε στην ανάγκη να κάψουμε τα σανίδια απ’ τ’ αμπάρι για να βράσουμε στα σαμοβάρια μας τσάι, να βράσουμε στις χύτρες φασόλια. Οσοι πέθαιναν τους καίγαμε κάτω στα καζάνια για να μη δίνουμε ντόρο και μας κάνουν καραντίνα. Την Πέμπτη μέρα γύρισε πίσω στον Πειραιά το καράβι. Αλλοι διακόσιοι πενήντα άνθρωποι πέθαναν. Τους μισούς τους κάψαμε και τους άλλους τους ρίξαμε στη θάλασσα! […] Μωρά δεν έμειναν. Πέθαναν σχεδόν όλα. Με καΐκι μάς έφεραν φαγητό απ’ τη Σαλαμίνα. Ορμούσαμε πάνω στο φαγητό σαν άγριοι» (σ. 486-7).
Οι ανεπιθύμητοι
Η δεύτερη εικόνα που προκύπτει από τις αφηγήσεις των προσφύγων και τα δημοσιεύματα των ημερών είναι η εχθρική αντιμετώπισή τους από μεγάλη μερίδα των τοπικών κοινωνιών. «Σ’ όλα τα μέρη δυσκολία βρίσκαμε. Ασκημα και ξένα μας φαίνονταν. Μιλούσαμε τούρκικα, δεν μας καταλαβαίνανε και μας βρίζανε κιόλας, οι ντόπιοι», θυμάται χαρακτηριστικά ο Αναστάσιος Καραγκιαούρογλου από την περιοχή του Λαντίκ (σ. 147), ενώ η Σοφία Χατζίδου από το Χατζίκιοϊ του Γκιουμούς Μαντέν επισημαίνει την υλική βάση αυτής της δυσφορίας: «Η πρώτη σκάλα που πιάσαμε στην Ελλάδα ήταν η Λευκάδα.
Δε μας χώνευαν καθόλου εκεί. Λέγανε: –”Δε βούλιαζε καλύτερα το πλοίο σας να πνιγείτε κι εσείς μαζί! Τρώτε το ψωμί μας”. Η αλήθεια είναι ότι υπήρχε λιγοστό ψωμί. Το μοιράζανε με δελτίο. Μπορεί να είχαν δίκιο. Είχαμε όμως κι εμείς δίκιο. Στον τόπο μας δε μας έλειπε τίποτε. Γιατί να υποφέρουμε τώρα;» (σ. 95).
Τη στάση των ντόπιων επηρέαζαν όχι μόνο υλικοί παράγοντες, αλλά και ιδεολογικοί. Χαρακτηριστική η διάκριση των χωριών της Κεφαλονιάς που συναντάμε στην αφήγηση του Σταύρου Λαζαρίδη από το Σουλεϊμάνκιοϊ του Βεζίρ Κιοπρού: «Το μεν Φισκάρδο, ως κέντρον φιλελευθέρων πολιτών, μας υποδέχτηκε, μαζί με τα χωριά, και μας εφιλοξένησαν στα σπίτια τους μέχρι της φυγής μας από κει για τη Μακεδονία. Τουναντίον δε η Σάμη και δη στην Αγία Ευθυμία (Πηλάρο) ήσαν μισοπρόσφυγες [κατά το ”μισέλληνες”]. Μας αποκαλούσαν τουρκόσπορους και όταν αποβιβαστήκαμε στη Σάμη άλλους ύβρισαν και άλλους εχλεύασαν. Τον δε εφοπλιστή Βερωτή που μας έφερε τον ύβρισαν κι αυτόν που μας έφερε» (σ. 110).
Πάνω απ’ όλα όμως, η έλευση των βασανισμένων Ποντίων εκλαμβανόταν ως υγειονομική απειλή. Αποκαλυπτική η στιχομυθία τής 22.6.1922 στη Βουλή, όπως καταγράφεται στο «Εμπρός» της επομένης, με τίτλο «Ο κίνδυνος εκ των πασχόντων προσφύγων»:
«Ο κ. Τσουκαλάς ερωτά την Κυβέρνησιν τίνα μέτρα έλαβε διά το ζήτημα των εν Λοιμοκαθαρτηρίω Αγίου Γεωργίου της Σαλαμίνος προσφύγων εκ Ρωσσίας, εφ’ όσον πρόκειται περί της υγείας των κατοίκων της πόλεως της Σαλαμίνος και απάσης της Ελλάδος, γνωστού όντως ότι υπάρχουσι πολλοί πάσχοντες και θνήσκοντες εκ χολέρας και εξανθηματικού τύφου. Επομένως απόλυτος και επίγουσα ανάγκη επιβάλλει την λήψιν άμεσων μέτρων και δήλωσιν της Κυβερνήσεως ίνα καθησυχάσει το δημόσιον φρόνημα.
Ο κ. Αναστασόπουλος λέγει ότι, ως πληροφορείται, ο κ. υπουργός των Εσωτερικών λαμβάνει η έλαβεν μέτρα σύντονα προς άρσιν του κινδύνου κατά της υγείας των Σαλαμινίων αλλά και κατά της υγείας των πόλεων Πειραιώς και Αθηνών. Η ανακοίνωσις των μέτρων του κ. Υπουργού ίσως θα μας απαλλάξη της περαιτέρω συζητήσεως.
Ο [υπουργός Εσωτερικών] κ. Στράτος λέγει ότι η Κυβέρνησις ευρέθη προ ημερών απέναντι ενός αληθούς αιφνιδιασμού όταν ήρχισαν να καταπλέουν εκ του Ευξείνου ατμόπλοια κομίζοντα πρόσφυγας Ελληνας εκ Ρωσσίας οι οποίοι ουδόλως ανεμένοντο. Οι πρόσφυγες αυτοί ανήλθον εις 8.600 περίπου. […]
Εκ των ελθόντων ζώντων εις το λοιμοκαθαρτήριον προσφύγων 466 ήσαν ασθενείς, εξ ων 80 ύποπτοι χολέρας και 136 εκ δυσεντερίας, τα άλλα ήσαν συνήθη νοσήματα. Εκείνα τα νοσήματα τα οποία ήσαν τα επικίνδυνα ήτο η χολέρα και ο εξανθηματικός τύφος, και κατεβλήθη μεγάλη προσοχή ίνα μη μεταδοθούν. Και ευτυχώς δύναμαι να καυχηθώ ότι, παρ’ όλον τον φόβον των περιοίκων, ουδέν συνέβη. […] Ολα τα μέτρα της απομονώσεως ελήφθησαν μετά πάσης αυστηρότητος. Οτι δε επέτυχον τα μέτρα ταύτα, απόδειξις είναι ότι ουδέν συνέβη το δυσάρεστον εις όλην την περιοχήν».
«Ουδέν το δυσάρεστον» –για τους ντόπιους, φυσικά. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες, όπως έχουμε ήδη δει, αποδεκατίζονταν από τις αρρώστιες. Οπως όμως συμβαίνει και με τους σημερινούς ομολόγους τους, η δική τους μοίρα άφηνε αδιάφορη την ελληνική κοινωνία.
Επιστέγασμα των μέτρων που πάρθηκαν για την «προστασία» των ντόπιων από τους πρόσφυγες υπήρξε η νομοθετική απαγόρευση της εισόδου των τελευταίων στην Ελλάδα. Με τον Ν.2870 της 18/20.7.1922, που θεσπίστηκε ένα μήνα πριν από την αναμενόμενη κατάρρευση του μετώπου, απαγορεύτηκε ρητά «η εν Ελλάδι αποβίβασις προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής, εφόσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι διά τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων» κι προβλέφθηκαν βαριές ποινές για τους «λαθροδιακινητάς». Το ελληνικό κράτος και οι εθνικιστές του παρέδωσαν έτσι τους ελληνορθόδοξους Μικρασιάτες στο μαχαίρι των κεμαλικών, εξίσου κυνικά όπως η σημερινή ισλαμόφοβη Ευρώπη ρίχνει τους απελπισμένους Ιρακινούς και Σύρους πρόσφυγες βορά στους φονταμενταλιστές του ISIS.
Η άλλη Μακρόνησος
Ως λύση για τη διαχείριση της προσφυγικής «απειλής», η κυβέρνηση Γούναρη θα μετατρέψει σε ειδικό «χώρο υποδοχής» τη Μακρόνησο. Το ξερονήσι, που έγινε αργότερα θλιβερά διάσημο ως τόπος βίαιης «αναμόρφωσης» των πολιτικών κρατουμένων, είχε ήδη άσχημη προϊστορία. Κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο του 1912-13 είχε χρησιμοποιηθεί ως στρατόπεδο συγκέντρωσης Τούρκων αιχμαλώτων, πολλές εκατοντάδες από τους οποίους άφησαν τα κόκαλά τους εκεί, αποδεκατισμένοι από τον τύφο.
Λίγο αργότερα μετατράπηκε από τους Αγγλο-Γάλλους συμμάχους του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σε χώρο εκτόπισης Ρώσων φαντάρων που θεωρούνταν ύποπτοι για μπολσεβικισμό. Με ειδική απόφαση του υπουργικού συμβουλίου (9.6.1922) για «το ζήτημα της εγκαταστάσεως των προσφύγων, απεφασίσθη όπως εγκατασταθούν όλοι εις Μακρόνησον» και, «μετά την απολύμανσίν των και την εξυγίανσιν [να] τοποθετηθούν εις διάφορα μέρη» («Εμπρός», 10.6.1922).
Η επιλογή δεν ήταν καθόλου τυχαία. Οπως επισημαίνει στις αναμνήσεις της μια Αμερικανίδα γιατρός που εργάστηκε εκεί για την περίθαλψη των προσφύγων το 1923, το Μακρονήσι «είχε μόνο ένα σημείο υπέρ αυτού ως σταθμός καραντίνας: δίχως εξωτερική συνεργασία, ήταν αδύνατο να το σκάσει οποιοσδήποτε ήταν ανίκανος να κολυμπήσει οκτώ μίλια» (Esther Pohl Lovejoy, «Certain Samaritans», Ν. Υόρκη 1927, σ. 196).
Για τους νέους τροφίμους αυτής της ανοιχτής φυλακής, η «εξυγίανσις» ισοδυναμούσε με την τελική φάση του δράματος:
► «Μας κατέβασαν στη Μακρόνησο, Αύγουστο μήνα. Μείναμε σαράντα μέρες στην καραντίνα. Ηταν επιδημία. Το βράδυ δεν είχες τίποτα και το πρωί σηκωνόσουν άρρωστος. Πέθαινε κόσμος. Μερικοί που μπαίναν στο νοσοκομείο γινόταν καλά και όταν βγαίναν έξω δεν είχαν να φάνε και πέθαιναν» (σ. 384, Σοφία Παντελίδου από την Αστρα της Αργυρούπολης).
► «Μόλις πλησιάσαμε τη Σαλαμίνα, μαζί με πέντε-έξι πλοία φορτωμένα, απ’ τη Σαλαμίνα μας φώναξαν: -”Εϊ! Πού έρθετε! Εμείς εχάθαμε!”. Μας εσήκωσαν απ’ τη Σαλαμίνα. Δεν μας ξεφόρτωσαν. Μας έφεραν στη Μακρόνησο. Μας έβαλαν σε κάτι θάμνους μέσα, με τα πράματά μας. Σκάψαμε κάτι έρημα μέρη, στήσαμε τέντες. Εστησαν κάτι σανίδια, μας έλουσαν, μας κούρεψαν. […] Νερό δεν είχαμε. Ξερό είναι το νησί. Τα παιδιά φώναζαν. Ζητούσαν νερό. Βρήκαμε κάτι γλυφές πηγές. Μας τροφοδοτούσε ο Γιαννουλάτος. Ανέλαβε και έστησε σκηνές, μαγειρεία.
Από εφτάμιση χιλιάδες άτομα πέθαναν οχτακόσιοι από πείνα και αρρώστειες. Χολέρα, τι ήταν, δεν ξέρω. Μας τάισαν κατσικίσιο κρέας και αρρωστήσαμε. Μια γυναίκα βγήκε απ’ τον τάφο, όπου τη θάψανε. Δεν είχε πεθάνει» (σ. 486, Αλκιβιάδης Αφεντουλίδης απ’ το Παρασκευάντων της Αργυρούπολης).
«Την αρρώστια στη Μακρόνησο την αποχτήσαμε. Ζούσαμε μες στη βρώμα, στην πείνα και τη δίψα. Νερό δεν υπήρχε στάλα στο νησί. Μια μαούνα μάς έφερνε από το Λαύριο νερό κι εκείνο γλυφό και λιγοστό. Μας τάιζαν βρωμερά μακαρόνια, ελιές σκουλικιασμένες, χαλασμένες ρέγγες κι έπεσε τύφος. Και νερό πουθενά. Κάποτε έκανε τρεις μέρες η μαούνα να φέρει νερό. Λιποθυμούσε ο κόσμος απ’ τη δίψα. Μας τάιζαν και αλμυρές ρέγγες, χαλασμένες και… καταλαβαίνεις. Οι εργολάβοι που μας τροφοδοτούσαν μας έφερναν αυτές τις χαλασμένες τροφές και έπιασε τον κόσμο τύφος. Η διοίκηση της καραντίνας τα έβλεπε αυτά αλλά δεν μιλούσε, ούτε συνελάμβανε τους εγκληματίες εργολάβους τροφοδότες. Εκείνοι πλούτισαν εις βάρος χιλιάδων ανθρώπων. Πάτησαν πάνω στα πτώματά τους. […] Ξέχασα να σου πω ότι κάπου-κάπου έρχονταν έμποροι με ιστιοφόρα και πουλούσαν λαθραία σε μας ψωμί. Σπείρα σωστή ήταν. Ενα ψωμί το πουλούσαν μια λίρα χρυσή, ένα δαχτυλίδι χρυσό, ένα ρολόι» (σ. 371, Ιγνάτιος Ορφανίδης από τον Αϊ-Εννες της Νίβενας).
Το ύστατο μέσο
Για να γλιτώσουν απ’ αυτή την κόλαση, οι έγκλειστοι της Μακρονήσου κατέφυγαν τελικά στο ύστατο μέσο κάθε απελπισμένου – την εξέγερση: «Μια ομάδα νέων, μαζί και γω, δημιουργήσαμε μια επιτροπή. Πήγαμε στον Ελευθεριάδη, τον διευθυντή του λοιμοκαθαρτηρίου, και παρουσιαστήκαμε μπροστά του. Ζητήσαμε να βγούμε ανεξάρτητοι. Ανεξάρτητος είναι όποιος βγει απ’ το λοιμοκαθαρτήριο με δικά του έξοδα και η κυβέρνηση δε θα είχε καμιά υποχρέωση απέναντί του. Ο πρόσφυγας πάλι δεν θα είχε κανένα δικαίωμα. Πολλοί, για να σωθούν, ζητούσαν να βγουν ανεξάρτητοι, αλλά η διοίκηση και πάλι δεν άφηνε. Ηθελαν σου λέω να μας εξοντώσουν.
Αλλά εμείς, η νεολαία του Πόντου και του Καυκάσου, πήραμε πέτρες και ξύλα και φοβερίσαμε ότι θα κάψουμε το λοιμοκαθαρτήριο. ”Ή θα τα κάψουμε όλα ή θα μας δώσετε χαρτιά να πάμε έξω”, του είπαμε. Ετσι αναγκάστηκε να μας δώσει άδεια εξόδου» (σ. 371-2).
Εχοντες και διαφεύγοντες
Τα κολαστήρια του Καραμπουρνού, του Αϊ-Γιώργη και της Μακρονήσου δεν ήταν για όλους τους Ποντίους. «Μεταβαίνοντες εις Ελλάδα», διαβάζουμε στις χειρόγραφες αναμνήσεις του Ιωάννη Αβραμίδη από την Ατρα της Αργυρούπολης (1935), «εγνωρίζομεν εκ των προτέρων ότι η Ελλάς είναι μικρόν κράτος και δεν θα αντεπεκρίνετο εις την συντήρησιν των πολλών προσφύγων, οι οποίοι συνέρρευσαν εκεί. Δεν είχομεν τα απαιτούμενα διά να μεταβαίνομεν εις άλλας πλουσίας χώρας, όπως έκαμαν πολλοί και μετέβησαν άλλοι εις Γαλλίαν και άλλοι εις Αμερικήν» («Εξοδος». τ. Γ’, σ. 391).
Λίγο νωρίτερα, ο ίδιος αναφέρει ότι κατά την εκτόπιση του 1921 οι φάλαγγες των εκτοπισμένων συμπατριωτών του βάδιζαν «χωρίς φορτηγά ζώα (εκτός τινών πλουσίων)» (σ. 387).
Διαβάστε:
► Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Εξοδος. Τόμος Γ’. Μαρτυρίες από τις επαρχίες του μεσόγειου Πόντου (Αθήνα 2013). Το τρίτο μέρος της συγκλονιστικής συλλογής προσφυγικών μαρτυριών που κατέγραψαν οι ερευνητές του Κέντρου κατά τις πρώτες κυρίως μεταπολεμικές δεκαετίες, υπό την καθοδήγηση της εθνολόγου Μέλπως Μερλιέ. Οι προηγούμενοι τόμοι περιέλαβαν μαρτυρίες από τα παράλια της Ιωνίας (1980) και τη μικρασιατική ενδοχώρα (1982). Αναμένονται άλλοι δύο, με υλικό από τα παράλια του Πόντου.
► Esther Pohl Lovejoy, Certain Samaritans (Ν. Υόρκη 1927, εκδ. The Macmillan Company). Απομνημονεύματα μιας Αμερικανίδας γιατρού που εργάστηκε για την περίθαλψη των προσφύγων της Μακρονήσου. Ενδιαφέρον φωτογραφικό υλικό από το «νησί της καραντίνας» εν έτει 1922.
► Τάσος Κωστόπουλος, Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης, 1912-1922 (Αθήνα 2007, εκδ. Βιβλιόραμα). Η βίαιη διαμόρφωση των σύγχρονων «εθνικά αμιγών» κρατών της Βαλκανικής και της Μικρασίας. Ειδικό κεφάλαιο για τα γεγονότα του Πόντου και τη σχετική δημόσια συζήτηση των τελευταίων δεκαετιών στην Ελλάδα.
Επισκεφθείτε:
► Drexel University Legacy Center. Ο διαδικτυακός τόπος της ιατρικής σχολής του Κολεγίου Ντρέξελ φιλοξενεί φωτογραφίες από τη Μακρόνησο του 1922, τραβηγμένες από Αμερικανίδες γιατρούς και νοσοκόμες που εργάστηκαν εκεί.