Στην Ελλάδα των μικροκομματικών διαμαχών και του εμφυλιακού απωθημένου αποτελεί παραλογισμό ή δείγμα κομματικής αγκύλωσης το να λες πως πορεύεσαι μαζί με την κυβέρνησή σου, όταν αυτή θέλει να συμβάλει στην επίλυση όχι μόνο της οικονομικής αλλά και της ανθρωπιστικής κρίσης˙όταν θέλει να συμβάλει στον τερματισμό της ανούσιας ευρωπαϊκής διελκυστίνδας που λαμβάνει χώρα τα τελευταία πέντε χρόνια και στον εκδημοκρατισμό του (ονομαστικού μεν) οικονομικού θεσμού που λέγεται Ευρωζώνη.
Βέβαια στο εξωτερικό το να λες πως ακολουθείς τις πολιτικές της κυβέρνησης σου (όταν αυτές φαίνονται ορθές και λογικές, και συμφέρουσες προς τη χώρα σου) θεωρείται δείγμα υγιούς πολιτικής έκφρασης και ήθους. Αλλά τι να μας πουν και οι κρυόμπλαστοι λαοί της Ευρώπης… Έχουν φάει τόση παραπληροφόρηση που έχουν μετατραπεί σε εξανδραποδισμένους, άνοες λήπτες αμάσητης προπαγάνδας…
Ας σταθούμε όμως λίγο στον όρο ανθρωπιστική κρίση, ένα φαινόμενο το οποίο επ’ ουδενί αποτέλεσε μείζον θέμα στις ατζέντες των προηγούμενων κυβερνήσεων. Η κάθε (οικονομική) κρίση ήταν, είναι και θα είναιπολυσχιδής και πολυδιάστατη. Μία από αυτές τις διαστάσεις δυστυχώςείναι και αυτή της ουμανιστικής κρίσης, με απλά λόγια η κοινωνική και πνευματική εξαθλίωση και φτωχοποίηση των ανθρώπων. Παιχνίδι λέξεων και εντυπώσεων θα μου αντιτείνετε. Ίσως.
Το ότι ακούσαμε όμως τον επιθετικό προσδιορισμό «ανθρωπιστική» αντί του τετριμμένουπλέον χαρακτηρισμού «οικονομική», θεωρώ πως αποτελεί σημαντική πρόοδο στην προσπάθεια επίλυσης της συνολικής κρίσης που μαστίζει όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Και δεν την ακούσαμε μόνο εμείς αλλά και όλος ο κόσμος, και ο λόγος όπως έχω προαναφέρει έχει μεγάλη δύναμη…
Η ρητώς ομιλιακή μετατόπιση του θέματος από τα οικονομικά στα κοινωνικά, από τους αριθμούς στους ανθρώπους, στην πραγματικότητα και στην καθημερινή ζωή των λαών της Ευρώπης για εμένα προσωπικά ήταν λυτρωτική κι απολύτως αναγκαία. Το αν τα λόγια γίνουν πράξη, όσο και να στοιχηματίζουμε ή να προβλέπουμε, δεν επαφίεται σε εμάς να το προεξοφλήσουμε. Μόνο ο χρόνος ο πανδαμάτωρ μπορεί να μας το δείξει.
Θα μου πείτε, μα δεν είσαι ρεαλιστής; Οι αγορές και οι οικονομίες κινούνται με τους αριθμούς, το ίδιο και η ζωή μας. Αυτή είναι η πραγματικότητα, χώνεψε την. Ε, όχι! Τέρμα πια με την καραμέλα της οικονομικής/αριθμητικής ρεαλιστικότητας. Αν δεν κοινωνικοποιήσουμε την κατάσταση, αν δεν την ανάγουμε στο ανθρωπιστικό και κοινωνικό της υπόβαθρο τότε χάνουμε κάθε ευκαιρία επίλυσης και της μίας αλλά και της άλλης πλευράς της κρίσης.
Η αναθεώρηση του τρόπου σκέψης μας ως προς τα οικονομικά και κοινωνικά τεκταινόμενα εν μέσω μίας οικονομικής κρίσης είναι ζωτικής σημασίας αν θέλουμε να επιτύχουμε μια ριζική αναδιάρθρωση του ισχύοντος οικονομικού statusquo και κατ’ επέκταση μια αποτελεσματική και οριστική διευθέτηση της παρούσας κρίσης.
Ο David Harvey στο βιβλίο του Το αίνιγμα του κεφαλαίου και οι κρίσεις του καπιταλισμού (2011), αναφερόμενος στις αποτυχημένες πολιτικές που οδήγησαν στην παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929 και στη ριζική αλλαγή των τότε συμβατικών γνωστικών δομών που σηματοδοτήθηκε με την έλευση του κεϋνσιανών πολιτικών –καθώς και στην μετέπειτα εκτόπιση αυτών των πολιτικών κατά τη δεκαετία του 1970 ως αναποτελεσματικές και μη εφαρμόσιμες, με αποτέλεσμα να αναδειχθεί έτσι το μονεταριστικό και νεοφιλελεύθερο μοντέλο οικονομικής θεώρησης, το οποίο με τη σειρά του έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση μετά και την εκδήλωση της παγκόσμιας κρίσης του 2008– τονίζει εύστοχα πως:
Χρειαζόμαστενέες/διαφορετικές διανοητικές αντιλήψεις για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τον κόσμο. […] Τα βαθιά ριζωμένα στο μυαλό μας γνωστικά/νοητικά σχήματα τα οποία σχετίζονται με τις νεοφιλελεύθερες θεωρίες, καθώς και η νεο-φιλελευθεροποίηση και εμπορευματοποίηση των πανεπιστημίων έχουν παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στην παραγωγή της παρούσας κρίσης. Για παράδειγμα, το όλο ζήτημα για το τι πρέπει να κάνουμε σχετικά με το χρηματοπιστωτικό σύστημα, τον τραπεζικό τομέα, τη σχέση μεταξύ κράτους και οικονομίας και την εξουσία των δικαιωμάτων περί ιδιωτικής περιουσίας δεν δύναται να τεθεί επί τάπητος αν δεν επιχειρήσουμε να σκεφτούμε έξω από την πεπατημένη. Για να συμβεί αυτό απαιτείται μία επανάσταση στον τρόπο σκέψης μας, η οποία θα πρέπει να λάβει χώρα σε μέρη τόσο ετερόκλητα μεταξύ τους, όπως τα πανεπιστήμια, τα μέσα ενημέρωσης και η κυβέρνηση, καθώς και εντός των ίδιων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
(Harvey 2011, σελ. 237)
Βλέπουμε όμως να συμβαίνει κάτι τέτοιο– ή έχουμε δει έστω να επιχειρείται μια τέτοια “επανάσταση” σε μεγάλο βαθμό; Δυστυχώς όχι–ή τουλάχιστον όχι στο βαθμό που απαιτείται. Η εμμονή στους υπαγορευμένους και νορμοποιημένους κώδικες και αρχές της εκάστοτε εποχής αποτελούσε ανέκαθεν μέσο επιρροής και εξουσίας καθώς και διατήρησης της υπάρχουσας καθεστηκυίας τάξης (καλά κρατεί όσο γεμίζουν οι τσέπες μας…), υπονομεύοντας έτσι με λανθάνουσες τεχνικές και πρακτικές την κριτική αντίσταση αλλά και την ικανότητα αναπροσαρμογής του τρόπου σκέψης μας (πβ. τη θεώρηση του Foucault περί εξουσίας και γνώσης).
Σίγουρα κάποια στιγμή στο μέλλον (ελπίζω στο εγγύς) οι κανονικοποιημένες διανοητικές αντιλήψεις, ιδεολογίες και θεολογίεςπου καθορίζουν την οικονομική και κοινωνικήγνώση της εποχής μας, θα αλλάξουν: αναγκαστικά, υποχρεωτικά, αβίαστα.Αρκεί μόνο να μην είναι πολύ αργά..
***
Στο προχθεσινό Eurogroup η ξύλινη εκφραστικότητα και η αφελής απάθεια αλλά και ανούσια αδιαλλαξία, με την οποία οι Ευρωπαίοι εταίροι αντιμετώπισαν την ελληνική αποστολή και τις προτάσεις της, δείχνει ακριβώς την ευρωπαϊκή μισαλλοδοξία και αντιδραστικότητα που διαπνέει την όλη διαπραγμάτευση. Σε αυτή την στάση έρχεται να προστεθεί και το σιγοντάρισμα των ξένων ΜΜΕ, καθώς και οι διάφορες δηλώσεις Ευρωπαίων πολιτικών όλον αυτόν τον καιρό. Ανούσιες αφηγήσεις και λόγοι περί αδικημένων Ευρωπαίων και κωλοτούμπωντης ελληνικής κυβέρνησης, λόγοι εμφατικοί περί ΣΥΡΙΖΑϊκού ριζοσπαστισμού και σίγουρης ρήξης/διαφωνίας μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ πρότασσαν έναν παραπλανητικό διπολικό άξονα αντίθεσης μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της υπόλοιπης ευρωπαϊκής κοινότητας:
- Η πρώτη ομάδα αντιπροσωπευόταν ως οι κακοί, οι οπορτουνιστές, αυτοί που δεν θέλουν να ξεπληρώσουν το χρέος επειδή δεν θέλουν να ακολουθήσουν το ισχύον πρόγραμμα λιτότητας– ασχέτως αν αυτό έχει αποτύχει παταγωδώς και σε οικονομικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο εμβαθύνοντας ολοένα και περισσότερο την κοινωνική ανισότητα και εξαθλίωση του ελληνικού λαού.
- Από την άλλη, η δεύτερη ομάδα παρουσιαζόταν ως οι καλοί, θυματοποιημένοι οφειλέτες, οι οποίοι επιζητούν την βελτίωση και ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αλλά δεν τους αφήνει η ριζοσπαστική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ –αν και το ευρωπαϊκό διευθυντήριο είναι αυτό που συνεχώς λέει «όχι», απορρίπτοντας για παράδειγμα την εναλλακτική ετερόδοξη οικονομική ιδεολογία και αντι-πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης επιμένοντας παιδαριωδώς(ή μάλλον εσκεμμένως) στο προσυμφωνημένο πρόγραμμα.
Πραγματικά, δεν θα μπορούσε να υπάρχει χειρότερη παραπλάνηση της κοινή γνώμης και πιο επικίνδυνη διαστρέβλωση της πραγματικότητας από την παραπάνω διάκριση.
Και λέω επικίνδυνη γιατί εκτός από τις προαναφερθείσες πλευρές της οικονομικής κρίσης υπάρχει και μία χειρότερη και συνάμα άκρως ανησυχητική διάσταση, αυτή της ιδεολογικο-πολιτικής κρίσης με την έννοια της περαιτέρω ενίσχυσης των διάφορων ακροδεξιών μορφωμάτων και των επιπτώσεων που μπορούν αυτά να επιφέρουν – μορφώματα τα οποία ολοένα και εξαπλώνονται σε ολόκληρη την Ευρώπη εν είδει κακοήθων όγκων.
Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο τουκαθηγητή ιστορίας στο πανεπιστήμιο Κολούμπια MarkMazower, το οποίο δημοσιεύτηκε στους Financial Times λίγο μετά τις ελληνικές εκλογές, στο οποίο εξηγεί ακριβώς πώς μια απόρριψη ή καλύτερα μια μη κατανόηση του ελληνικού εγχειρήματος με τον ΣΥΡΙΖΑ από την ΕΕ θα κατέληγε αναπόφευκτα στην ανάδειξη των ακροδεξιών μορφωμάτων. Συγκεκριμένα αναφέρει:
Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ δεν σήμανε την αποκήρυξη της Ευρώπης, αλλά τον επαναπροσδιορισμό της. Η ηθική λογική πίσω από το αποτέλεσμα των ελληνικών εκλογών έγκειται στην εξής απλή εικόνα: το τραύμα της οικονομικής βαναυσότητας το οποίο έχει υποστεί η Ελλάδα έχει καταστρέψει την κοινωνία της. Με την ανεργία των νέων πάνω από το 50%, μια ολόκληρη γενιά έχει σταλεί στα αζήτητα. Την ίδια στιγμή, η έννοια του κοινού καλού θυσιάζεται στο όνομα του αναγκαστικού ξεπουλήματος των κρατικών εκτάσεων, καθώς και των επιχειρήσεων, έχοντας ως συνέπεια το ενδεχόμενο μιας οικολογικής καταστροφής. Αυτή η πλευρά της λιτότητας και οι επιπτώσεις της ήταν αυτή που ένωσε τις κοινωνικές τάξεις και όλες τις ηλικίες, ολόκληρη τη χώρα και τις πόλεις της.
[…]
Είναι πολύ δελεαστικό να διαγράψει κανείς τους Έλληνες ως ανεύθυνους ακραίους και να τους δείξει την πόρτα της εξόδου. Μόνο που τότε μπορεί να τους ακολουθήσουν και άλλοι έξω από το ευρώ ή ακόμα και έξω από την ίδια την ΕΕ, γυρίζοντας την Ευρώπη πίσω στο σημείο που βρισκόταν όταν ξεκίνησε το σχέδιο της ενοποίησης πριν από μισό αιώνα
Αυτή τη φορά, τα πράγματα θα είναι χειρότερα. […]Χειρότερα γιατί πριν από μισό αιώνα οι λαοί είχαν έντονη την ανάμνηση του πού μπορεί να οδηγήσει ο φασισμός, ενώ τώρα φαίνεται να το έχουμε ξεχάσει.
Στην ίδια γραμμή κινούνται και άλλοι επιφανείς καθηγητές και οικονομολόγοι εντάσσοντας τη λιτότητα ακριβώς στο πλαίσιο που της αναλογεί, αποδίδοντάς της δηλαδή τον ρόλο ενός ενδεχόμενου ναρκοθέτη του ίδιου του θεσμού της δημοκρατίας.
Ιδού λοιπόν που έγκειται ο φόβος των περισσότερων αναλυτών όταν αναφέρονται στην αδιάλλακτη αντίδραση της ΕΕ στη πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, να εξοφλήσει δηλαδή τους πιστωτές χωρίς να θάψει τους οφειλέτες – μια λύση αποτελεσματική και δημοκρατική τόσο για τους Έλληνες όσο και για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μια αντίδραση η οποία ενδέχεται να εκθέσει περαιτέρω την ΕΕ στα μάτια των ευρωπαϊκών λαών, ως έναπολιτικό και οικονομικόοικοδόμηματο οποίο φαίνεται με τη στάση του να αποκηρύσσει πλήρως την δυτική κοινωνικό-δημοκρατική κληρονομιά της Ευρώπης.
Αυτούς λοιπόν τους κινδύνους θα πρέπει να έχουν στο νου τους οι εταίροι μας κατά τη διαπραγμάτευσή τους στο επόμενο Eurogroup με την ελληνική κυβέρνηση. Σε αντίθεση με ό,τι μας πασάρουν τα διεθνή μέσα περίζητήματος αδικίας ή αδυναμίας της εξουσίας των Βρυξελλών σε περίπτωση αποδοχής τηςπροτάσεως του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό που θα πρέπει όλοι (μα όλοι) να φοβούνται είναι το τι θα συμβεί σε ολόκληρο το οικοδόμημα της ΕΕ αν συνεχίσουν αυτή την αλαζονική και μισαλλόδοξη διαπραγματευτική τους στρατηγική: συνέχιση της κοινωνικής εξαθλίωσης του ελληνικού (κι όχι μόνο) λαού – αποκαθήλωση και απομυθοποίηση της δημοκρατικής συνοχής και ασφάλειας της ΕΕ στο μυαλό των λαών της Ευρώπης – ανάδειξη αντιευρωπαϊκών-αποσχιστικών τάσεων από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και εδραίωση ακροδεξιών μορφωμάτων.
***
Αν δεν αλλάξει η νοοτροπία μας, αν δεν αλλάξει η πολιτική, οικονομική και κοινωνική προσέγγιση της υπαρχούσης κρίσης όχι μόνο στο εσωτερικό της χώρας μας αλλά και στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τότε οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια στην περαιτέρω κατακρήμνιση της τωρινής ανθρωπιστικής και οικονομικής κρίσης, καθώς και στην ανάδειξη και καθιέρωση μεγαλύτερων κινδύνων οι οποίοι αναμένουν καρτερικά να μας κατασπαράξουν, περιμένοντας ακριβώς την χαλάρωση ή πλήρη διάλυση των δημοκρατικών αρμών που συγκροτούν τον σκελετό της ΕΕ.
Το αποτέλεσμα των ελληνικών εκλογών δίνει ένα μήνυμα-ελπίδα στην Ευρώπη αλλά και στον ελληνικό λαό. Μια ευκαιρία για ένωση και ανανέωση,για επαναπροσδιορισμό και μετασχηματισμό της ΕΕ. Ένα μήνυμααντίθεσης και συνάμα συμφωνίας, αντισυμβατικότητας και καινοτόμου τρόπου σκέψης.
Μα πάνω απ’ όλα δίνει ένα μήνυμα εκδημοκρατισμού και πάλης ενάντια στον κίνδυνο μιας ενδεχόμενης επικράτησης ακροδεξιών ιδεολογημάτων, που μπορεί να επιφέρει σε ολόκληρη την Ευρώπη η εμμονή των Βρυξελλών στις αποτυχημένες και μη δημοκρατικές πολιτικές λιτότητας.
Γι’ αυτό τον λόγο λοιπόν, πορεύομαι με αυτές τις γεμάτες νόημα έννοιες, συμβαδίζω με αυτές τις γεμάτες ορθολογισμό κινήσεις και αυτές θα υποστηρίζω μέχρι να με διαψεύσει ο χρόνος – το οποίο και παντελώς απεύχομαι.
*Ο Νίκος Κανελλόπουλος είναι διδακτορικός φοιτητής στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου. Τα ερευνητικά ενδιαφέροντά του αφορούν την κριτική ανάλυση ομιλίας πολιτικών ρητορικών εν μέσω κρίσης, καθώς και ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.