Με την εξαγγελία της νέας πολιτικής του κίνησης ο Γιώργος Παπανδρέου ξεπέρασε κάθε όριο ανορθολογικής (μετεφηβικής) συμπεριφοράς. Το εγχείρημά του με δυό λόγια παραπέμπει σε κάποιον που κληρονομεί από τον πατέρα του, π.χ., τη Μεγάλη Βρετάνια και αφού τη χρεωκοπήσει και τη χαρίσει σε έναν περαστικό κατόπιν πηγαίνει απέναντι στην Ερμού και ανοίγει «ενοικιαζόμενα διαμερίσματα».
Μένει κανείς έκπληκτος από τις επιλογές αυτού του πολιτικού, αλλά και από τη συγκεκριμένη κάθε φορά «στιγμή» που κάνει αυτές τις επιλογές. Αυτό που είναι εντυπωσιακό στον ΓΑΠ είναι ότι δεν έχει καμία απολύτως αίσθηση της πολιτικής συγκυρίας και του πολιτικού χρόνου. Κάνει πάντοτε λάθος πράγματα σε λάθος χρόνο και για λάθος λόγους. Ο Γιώργος Παπανδρέου είναι η αντιστροφή του Ανδρέα Παπανδρέου.
Ας θυμηθούμε ορισμένα χαρακτηριστικά στιγμιότυπα της πολιτικής του καριέρας.
Ο ΓΑΠ αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση το 2009 και επιτυγχάνει σε χρόνο-ρεκόρ, δηλαδή μέχρι τις αρχές του 2011, να φέρει τη χώρα σε κατάσταση ανάλογη με αυτήν που είχε βρεθεί μετά την Κατοχή. «Κλειδί» αυτής της πολιτικής υπήρξε η υπογραφή του Μνημονίου το 2010. Τότε είχε επιλέξει συμβολικά ως τόπο για να εξαγγείλει το διάγγελμά του, το Καστελλόριζο, δηλαδή ένα νησάκι απομονωμένο, φτωχό και βασανισμένο από αλλεπάλληλες οικονομικές και φυσικές καταστροφές στις αρχές του 20ου αιώνα, οι οποίες είχαν ισοπεδώσει κυριολεκτικά έναν ανθηρό οικονομικά και κοινωνικά οικισμό. Και δεν υπήρξε δυστυχώς κανείς νουνεχής στο περιβάλλον του να του επισημάνει τους επικίνδυνους συμβολισμούς που ανέσυρε στη συλλογική μνήμη. Ακόμα και ένας «τυχαίος τουρίστας» που πηγαίνει στο Καστελλόριζο μαθαίνει την ιστορία του τόπου αυτού. Δυστυχώς, όχι και ο Πρωθυπουργός της χώρας….
Αφού καταφέρνει να ξεσηκώσει ένα πρωτοφανές κύμα κοινωνικής οργής, παραδίδει εκουσίως την Κυβέρνηση στον τραπεζίτη Παπαδήμο, ολοκληρώνοντας έτσι μια πρωτοφανή θεσμική εκτροπή: άλλη κυβέρνηση με άλλο πρόγραμμα και άλλα πρόσωπα επέλεξε ο λαός το 2009, με άλλη Κυβέρνηση με άλλο πρόγραμμα και άλλα πρόσωπα βρέθηκε δύο χρόνια μετά. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε αποφευχθεί την τελευταία στιγμή και το τραγικότερο απ’όλα, να παραδόσει απευθείας την εξουσία στον παλιό του συγκάτοικο, Α.Σαμαρά. Ο πατέρας του για όλη αυτή την κωμωδία είχε μία μόνο λέξη: Αποστασία. Ναι, αλλά θα μας πουν διάφοροι «κολλητοί» του, ο ΓΑΠ είχε χάσει τον έλεγχο του κόμματος και τη δεδηλωμένη, γιατί οι βαρώνοι του κόμματος με πρώτον τον Βενιζέλο είχαν συνωμοτήσει εναντίον του. Αν ο ΓΑΠ θυμόταν και εκτιμούσε περισσότερο τον πατέρα του θα έκανε κάτι που εκείνος σίγουρα θα είχε κάνει: Εκλογές, πορεία στο λαό και ξεκαθάρισμα του κόμματος από τους «υπονομευτές» του. Τα υπόλοιπα είναι βολικά άλλοθι, για κάποιον που αποδείχθηκε εντελώς ανεπαρκής στην άσκηση της εξουσίας. Και κατόπιν βεβαίως, έδωσε ψήφους και ψήφους εμπιστοσύνης, ψήφισε όλα τα νομοσχέδια, τις συμβάσεις και τα PSI και χαρούμενος κατέβηκε στις εκλογές του 2012 υπό την αρχηγία του ανθρώπου που υποστήριξε ότι τον ανέτρεψε, του Βενιζέλου!!! Και έκτοτε, ξαναέδωσε ψήφους και ψήφους εμπιστοσύνης, ψήφισε προϋπολογισμούς, ανέχτηκε όλα τα θεσμικά και κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα, ψήφισε και τον Σταύρο Δήμα και ……… ξαφνικά ξύπνησε από ένα κακό όνειρο!!! Οποιος καταλαβαίνει κάτι περισσότερο θα ήταν χρήσιμο να το καταθέσει. Σίγουρα πάντως αν ζούσε ο πατέρας του όλο και κάποια ξυλιά θα του έδινε….
Ο ΓΑΠ είναι η πεμπτουσία του πολιτικώς ακατανόητου, το ανώτατο στάδιο του «πολιτικού αυτισμού». Τον τελευταίο καιρό πύκνωνε τις δημόσιες παρεμβάσεις του, χωρίς κανείς να αντιλαμβάνεται τι ήθελε να πει (ίσως μόνον ο γραφικός Πεταλωτής). Κατηγορούσε ας πούμε την Κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου για διάφορα πράγματα, χωρίς όμως να διαφωνεί με τα Μνημόνια και τις δεσμεύσεις που δένουν τη χώρα. Υπαινισσόταν κάτι περί γενικής πολιτικής και επιμέρους πολιτικών που είναι τάχα ασαφείς, χωρίς να διαφωνεί – αντιθέτως μάλιστα – με καμία απολύτως μνημονιακή πολιτική. Θεωρεί δική του επιτυχία τον «νόμο Διαμαντοπούλου», αυτόν που διέλυσε τα Πανεπιστήμια στη χώρα και που αποτελεί την πεμπτουσία του νεοφιλελευθερισμού στην ανώτατη εκπαίδευση. Θεωρεί δική του επιτυχία τον «Καλλικράτη», αυτόν που αφυδάτωσε θεσμικά και οικονομικά την αυτοδιοίκηση, κατασκευάζοντας ένα διοικητικό τέρας. Θεωρεί δική του επιτυχία το opengov, αυτός που διέλυσε τις διοικητικές δομές των υπουργείων, μη λέγοντας ποτέ βεβαίως κουβέντα για τις διαθεσιμότητες και τις απολύσεις στο δημόσιο. Θα τον θυμόμαστε βεβαίως και γι’αυτά που – ευτυχώς – δεν πρόλαβε να κάνει. Τον «γερμανικό» εκλογικό νόμο, π.χ., που αν τον είχε ψηφίσει θα είχε κατασκευάσει μια ακραία για την Ελλάδα χειραγώγηση της εκλογικής βούλησης.
Ας πάμε λίγο πιο παλιά. Το 2004, τέτοιες μέρες, δεχόταν από τον Σημίτη το «δαχτυλίδι» της διαδοχής στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ, σε μια απελπισμένη προσπάθεια της μηντιακής-οικονομικής διαπλοκής να εμποδίσει τον Κώστα Καραμανλή να κερδίσει τις εκλογές. Τότε, δεν είχε γνωρίσει ακόμα τη διαφθορά και τη διαπλοκή των εκσυγχρονιστικών κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, δεν είχε ακούσει τίποτα για τον «κυβερνητισμό» του, για την κρατικοποίησή του, κοκ., παρά το γεγονός ότι τύγχανε Υπουργός Εξωτερικών της χώρας. Αν ο ΓΑΠ κατανοούσε πράγματι το σύνθημα «Γιώργο άλλαξέ τα όλα», θα έπρεπε ΤΟΤΕ να κάνει κάτι απλό: να ευχαριστήσει τον Σημίτη και τους βαρώνους της διαπλοκής, να πάρει το δακτυλίδι και να πάει σε ένα ξενοδοχείο να διαβάσει την ιδρυτική διακήρυξη του νέου, του δικού του κόμματος. Όπως ακριβώς είχε κάνει ο πατέρας του το 1974, όταν οι προδικτατορικοί βουλευτές και κομματάρχες του προσέφεραν την Ενωση Κέντρου, αλλά αρνήθηκε και τους είπε ότι είναι καιρός για κάτι «νέο και διαφορετικό». Ο ΓΑΠ απλώς διαδέχθηκε τον Σημίτη, ανακύκλωσε τον ίδιο μηχανισμό με την ίδια νοοτροπία, πρόσθεσε δε τον Μάνο, τον Ανδριανόπουλο, την Δαμανάκη και τον Ανδρουλάκη, τα ρετάλια δηλαδή του νεοφιλελευθερισμού και της νεοφιλελεύθερης «αριστεράς».
Αυτό που δεν έκανε το 2004 ετοιμάζεται να κάνει το 2015. Τώρα όμως η δεξαμενή του, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, είναι ένα κόμμα του 5% και το πιθανότερο αποτέλεσμα θα είναι και να «εξαφανίσει» το ΠΑΣΟΚ αλλά και να αναλώσει ο ίδιος και το τελευταίο σεντ από το πολιτικό κεφάλαιο (δηλαδή το όνομα) που του κληρονόμησε ο πατέρας του. Λειτουργεί με το πιο ξεπερασμένο και άχρηστο ιδεολογικό σχήμα, θεωρεί δηλαδή ότι τα κόμματα είναι προϊόντα προσωπικών βουλήσεων και όχι γεννήματα των ιστορικών συνθηκών και των διαιρετικών τομών. Θεωρεί ότι το όνομα «Παπανδρέου» αρκεί για να φτιάξει δομές αντιπροσώπευσης, αγνοώντας ότι το όνομα αυτό δεν είναι ουδέτερο, αλλά σφυρηταλήθηκε από τον πατέρα του με ένα κοινωνικό και ιδεολογικό φορτίο στα χρόνια της έντασης στη δεκαετία του ’60, στη δικτατορία και στην πρώτη μεταπολίτευση. Το όνομα είναι φορέας ενός συμβολισμού, δεν είναι στοιχείο του διαβατηρίου του, όπως πιστεύει ο μενταμοντέρνος ΓΑΠ. Ο σημερινός «Παπανδρέου» είναι το συνώνυμο της καταστροφής για το λαό, ο «Ανδρέας Παπανδρέου» υπήρξε το συνώνυμο της ελπίδας του λαού για μια καλύτερη ζωή. Αν αρκούσε το να σε λένε Παπανδρέου για να κάνεις καριέρα, τότε όλοι/ες θα άλλαζαν το όνομά τους για να πολιτευθούν ως «Παπανδρέου» και η Βάσω Παπανδρέου θα ήταν ακόμα στα πράγματα. Ευτυχώς η ζωή είναι αλλιώς….
Ο ΓΑΠ, βαδίζοντας πλέον στα 64 χρόνια του, νομίζει ότι έχει ακόμα ανοικτές ιδεολογικές και προσωπικές διαφορές με τον πατέρα του. Προσπαθεί εδώ και πενήντα χρόνια να τον αμφισβητήσει, να κερδίσει την εμπιστοσύνη του, την αγάπη του, την εκτίμησή του. Για να το καταφέρει αυτό καταφεύγει στον παππού του, στη μαμά του, στον Σημίτη, στο ΔΝΤ, σε όλους τους πραγματικούς και φαντασιακούς εχθρούς του Ανδρέα. Σήμερα, αποφάσισε να σκοτώσει το τελευταίο πράγμα που θύμιζε από μακριά τον πατέρα του, το ΠΑΣΟΚ. Μόνο που και εδώ κάνει λάθος. Το ΠΑΣΟΚ το είχε σκοτώσει ήδη ο Σημίτης και οι εκσυγχρονιστές από το 1996. Αυτό που σκοτώνει σήμερα ο ΓΑΠ είναι το φάντασμα του νεκρού ΠΑΣΟΚ.
Δυστυχώς για τον ΓΑΠ το παιχνίδι έχει τελειώσει. Δεν είναι πια έφηβος, ούτε παιδί. Η μόνη του λύση είναι να ακολουθήσει το δρόμο του «ετεροθαλούς» αδελφού του, του Κώστα Λαλιώτη και να πνιγεί μέσα στην αφάνεια και στη σιωπή. Στον ελληνικό λαό μία εξήγηση χρωστάει: Για ποιόν λόγο επέλεξε τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου το 2009 στη θέση του Υπουργού Οικονομικών, «αδειάζοντας» την Κατσέλη; Τι γνωρίζει για τις διάφορες λίστες Λαγκάρντ που διαχειριζόταν ο «έμπιστός» του; Aς απαντήσει σε αυτά πρώτα και ας αφήσει τον ελληνικό λαό στην ησυχία του.