Συνήθισα πια. Δεν μιλάμε άλλωστε για μια φάση που κρατάει μερικές ημέρες, μερικές εβδομάδες, μερικούς μήνες. Περάσανε κοντά πέντε χρόνια από τη στιγμή εκείνη που βρέθηκα στο σημείο που είμαι τώρα. Κι είναι φοβερό το πώς τελικά ο ανθρώπινος οργανισμός μπορεί και προσαρμόζεται σε καταστάσεις που μέχρι πριν δεν πίστευε ότι υπήρχε ποτέ περίπτωση να τις αντέξει. Είναι μια διαδικασία πρωτόγνωρη, ανακαλύπτεις σταδιακά πλευρές από τον εαυτό σου που δεν ήξερες καν ότι υπάρχουν, όλο αυτό μοιάζει με ένα μακροβούτι στα άδυτά σου, ανακαλύπτεσαι από την αρχή, γεννιέσαι και πεθαίνεις και γεννιέσαι ξανά και ξανά σε έναν διαρκή, φαύλο κύκλο μεταξύ ζωής και θανάτου. Το πιο περίπλοκο είναι ότι δεν μπορείς να μαντέψεις με σιγουριά αν θα ξυπνήσεις το επόμενο πρωί ζωντανός ή αν τα μάτια σου θα παραμείνουνε κλειστά, όχι πια από την πολλή εξάντληση αλλά γιατί θα σου έχει φύγει και η τελευταία ανάσα από τις αντοχές σου.
Όποιος έχει βρεθεί στη θέση μου καταλαβαίνει πολύ καλά τι σημαίνει να εξασκείσαι καθημερινά στο να αντέχεις, να επεκτείνεις ολοένα και πιο πέρα τα όριά σου, κι όλο αναρωτιέσαι, τελικά μέχρι πόσο μπορώ να ζήσω, αλλά έλα που, για έναν περίεργο λόγο, εξακολουθεί το στέρνο σου κι ανεβοκατεβαίνει με το που ολοκληρώσεις την ερώτηση προς τα μέσα σου. Πολλές φορές αγγίζεσαι, περιεργάζεσαι το πρόσωπό σου, ψηλαφίζεις το ταλαιπωρημένο σου δέρμα, το γδέρνεις για να δεις αν ακόμα ματώνει, βάζεις τα χέρια σου γύρω απ’ το στεγνό λαιμό σου για να επιβεβαιώσεις ότι ακόμα αμύνεσαι, ότι επιβιώνεις. Ναι, έρχονται στιγμές θολές που σκέφτεσαι αν είναι λυτρωτικό το να βάλεις μόνος σου ένα τέλος σε όλο αυτό το μαρτύριο αλλά διαπιστώνεις στο τέλος ότι δεν έχεις δύναμη ούτε για το τέλος σου.
Με πιάσανε οι κρίσεις πανικού πάλι, έχω ξεχάσει να εφευρίσκω τρόπους για να διατηρώ την ψυχραιμία μου, να αντιμετωπίζω καταστάσεις έκτακτες, απρόβλεπτες, με σχέδιο και συγκεκριμένο πλάνο εξόδου από την όποια κρίση. Σε αυτό κάποτε με βοηθούσε πολύ η επιχείρηση που διατηρούσα και που ήταν μια καθημερινή εξάσκηση στο να ρισκάρεις, να εκτίθεσαι στον κίνδυνο των αγορών, να κερδίζεις, να χάνεις, να ποντάρεις, να πέφτεις μέσα άλλοτε κι άλλοτε να μαζεύεις τα σπασμένα.
Κι είχα κάμποσους εργαζόμενους στη δούλεψή μου, παιδιά φιλότιμα που δουλεύανε με ζήλο και περισσή αυταπάρνηση, με ιδέες πρωτότυπες αλλά και με αξιοσημείωτη κατανόηση. Ειδικά όταν ξέσπασαν οι πρώτες ημέρες τής κρίσης και άρχισαν τα πηγαδάκια στους χώρους εργασίας ότι θα ακολουθήσουν ομαδικές απολύσεις για το καλό τής ελληνικής οικονομίας κι ότι πρέπει επιτέλους αυτή εδώ η χώρα να γίνει πιο ανταγωνιστική κι ότι μαζί με τις μειώσεις προσωπικού αναγκαίο ήταν να πέσει κι ο κατώτατος μισθός σε ακόμα πιο κατώτατα επίπεδα, ότι έχουμε πάρει ψηλά τον αμανέ ως κοινωνία κι ότι καταναλώνουμε πολύ περισσότερο από τις δυνατότητές μας κι ότι το πάρτι πρέπει κάποια στιγμή να τελειώσει.
Κανείς μας δεν περίμενε ότι όλα αυτά τα φοβερά και τρομερά σενάρια θα γινόντουσαν πράξη, κατά βάθος πιστεύαμε ότι θα ήταν κάτι προσωρινό, μέχρι να γίνουμε όντως ανταγωνιστικοί και να έρθει η πολυπόθητη ανάπτυξη. Αλλά τα χρόνια περνούσαν, οι πελάτες αραίωσαν, οι παραγγελίες έπεσαν, βρέθηκα σε δύσκολη θέση, κρατούσα με νύχια και με δόντια τις πόρτες από το μαγαζί μας ανοιχτές, μέχρι που δεν πήγαινε άλλο και αντί να τους απολύσω έναν-έναν, προτίμησα να πάρω το πιο δυνατό λουκέτο και διπλοκλείδωσα βαθιά. Πωλείται όπως είναι κλειδωμένο.
Αχ, αυτές οι θύμησες. Το χειρότερο από όλα τούτα τα έντονα συναισθήματά μου δεν είναι ούτε η πείνα ούτε η δίψα ούτε η αϋπνία ούτε η αγωνία ούτε όλα αυτά που μπορεί και να νιώθει τόσος κόσμος εκεί έξω και που ενδεχομένως να μην τραβάει τα δικά μου βάσανα. Η πιο δύσκολη δοκιμασία, εκείνο που με λυγίζει και με κάνει χίλια κομμάτια, τόσα, όσα το κακοτριμμένο μπαγιάτικο ψωμί μου, είναι η νοσταλγία. Δεν αντέχω να θυμάμαι, συνέχεια θυμάμαι, τα πάντα θυμάμαι, δεν γίνεται δηλαδή αυτό το γαμημένο το μυαλό μου να πάψει να έχει αναμνήσεις, να διαγράψει την προηγούμενη ζωή μου και να μην έχω τίποτα ευχάριστο να αναπολώ, τίποτα που να μου υπενθυμίζει ότι μέχρι πρόσφατα ήμουν ένας πολίτης ευρωπαίος κι ότι τώρα είμαι πια ένας ευρωπαίος άγνωστος μεταξύ αγνώστων ευρωπαίων.
Κι είναι κι αυτά τα ηλίθια μάτια μου που δακρύζουν με το παραμικρό, ειδικά όταν έρχεται μπροστά τους η εικόνα από τα μάτια τού γιου μου, που είναι κι αυτά σαν τα μάτια τα δικά μου, πόσος καιρός πέρασε από τότε που τα είδα τελευταία φορά, ούτε ξέρω άραγε προς τα πού να κοιτάνε τώρα, αν με ψάχνουν ή αν είναι σαν να μη με είδανε ποτέ τους. Γιατί, έτσι έπρεπε να γίνει, δεν γινόταν άλλο να με βλέπει να εξευτελίζομαι, δεν ήθελα να θυμάται έτσι ένα παιδί τον πατέρα του τον ίδιο, να πει ότι το πρότυπό του μετατρέπεται σταδιακά σε ένα κουρέλι που το ποδοπατάνε. Κι ούτε τη μάνα του παρεξηγώ, τι να κάνει κι εκείνη με εμένα που έμπλεξε, είχε κάνει για τη ζωή της όνειρα, δεν μπορούσε να αντέξει τα απότομα ξυπνήματα, τα αυτόφωρα και τους εφιάλτες, δεν πέρναγε καλά μαζί μου, είπε ότι της είπα ψέματα, ότι της πήρα τα καλύτερά της χρόνια, τότε που μας τα πήρανε όλα, σπίτι, δουλειά, τα χρόνια όλα στοιβαγμένα σε μια βαλίτσα με τσαλακωμένα όνειρα.
Τουλάχιστον, όποτε έχω αυτούς τους έντονους συναισθηματισμούς, προσπαθώ να μη με βλέπουν οι γύρω μου, μην τυχόν και με περάσουν για τρελό, αυτό μου έλειπε τώρα, να έρθει κανείς τους προς το μέρος μου και να αρχίσει τις σαχλές ερωτήσεις, αν είμαι καλά, γιατί κλαίω κι άλλα τέτοια για να δείξει πως τάχα ενδιαφέρεται για το κατάντημά μου. Βέβαια, τώρα που το ξανασκέφτομαι, πάει καιρός από τότε που κοντοστάθηκε δίπλα μου άνθρωπος με ειλικρινές όντως ενδιαφέρον, πλέον μόνο πηδάνε από πάνω μου, λες κι είμαι εμπόδιο σε διαδρομή στίβου, βρίζοντας και φτύνοντας τις περισσότερες φορές, γαμωσταυρίζοντας για το ότι τους εμποδίζω το δρόμο και άντε στο διάολο με όλους τους τύπους σαν εμένα, μέσα στη μπόχα και την απλυσιά, δεν υπάρχει μια υπηρεσία να μας μαζέψει, που έφτασε ρε η Ελλάδα, που έφτασε ρε η Ευρώπη, πως γίναμε έτσι ρε, Βουλγαρία γίναμε.
Κι όπως γίνονται και λέγονται όλα αυτά, κατορθώνω συχνά και παγώνω το χρόνο, βάζω τα γεγονότα σε αργή κίνηση, ίσως φταίει σε αυτό και το ότι δεν κοιμάμαι αρκετά τελευταία, ίσως τελικά και να κοιμάμαι ξύπνιος, ποιος ξέρει, καταφέρνω πάντως κι εστιάζω σε λεπτομέρειες πάνω σε τούτους τους αλαφιασμένους τους περαστικούς, παρατηρώ το λίπος στο λαιμό τους, όπως ασφυκτιά μέσα στα σφιχτοδεμένα μέχρι το τελευταίο τους κουμπί πουκάμισα, βλέπω τα σάλια τους να ξεστομίζονται προς το μέτωπό μου, τις φλέβες τους μετράω, όπως διογκώνονται με αίμα κι οργή που αναβλύζει. Προσέχω βέβαια, γιατί άμα τους παρακοιτάξω, μπορεί και να μου ορμήξει κανένας από δαύτους, να πέσει κυριολεκτικά να με φάει, με τέτοια πείνα που κυκλοφορεί πλέον, φοβάμαι μήπως και συνδυάσει κανείς την οργή με τη στερημένη όρεξη του, ωχού, άλλη όρεξη δεν είχα τώρα.
Εδώ και καμιά ‘βδομάδα πάντως, εκεί που οι πλατείες είχαν ερημώσει κι είχαμε την ησυχία μας, γίνεται ο κακός χαμός, χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώνονται και σηκώνουνε ψηλά ταμπέλες με συνθήματα μεγάλα και τρανά για την Ευρώπη, κάμποσοι κρατάνε εκείνη τη σημαία με τα κίτρινα ευρωπαϊκά αστέρια σε μπλε φόντο, είχα βρει τυχαία τις προάλλες μια τέτοια στα σκουπίδια, όπως έψαχνα για φαγητό, πολύ με βοήθησε, ειδικά τις νύχτες που κρύωνα και την είχα για κουβέρτα, μπας και δω κανένα όνειρο ευρωπαϊκό, τώρα που η ζωή μου άλλαξε μέσα στην Ευρώπη.
Κι έρχονται ολοένα και περισσότερες μορφές με έντονα βαψίματα στο δέρμα, με γόβες που συμπιέζουνε τα δάκτυλα στα πόδια, με φουλάρια στους ώμους καλοκαιριάτικα, μερικοί κρατάνε και ποτήρια με κόκκινο κρασί μέσα κι είναι τόσα τα αρώματα που αναδύονται που ξεπερνούν ακόμα και τη βρώμα τη δικιά μου, κάποτε ίσως κι εγώ να τους έμοιαζα λιγάκι, θαρρώ πως διακρίνω μερικές γνωστές φυσιογνωμίες εκεί μέσα, μπα, ιδέα μου θα είναι, κι όμως, για καθίστε, βρε παιδιά, βλέπω τους υπαλλήλους που είχα στη δουλειά, ακόμα άνεργοι να είναι, ποιος ξέρει, σιγά μη με θυμηθούνε, σιγά μη με καταλάβουνε έτσι όπως έχω γίνει, δεν γίνεται σου λέω, περνάνε τόσοι από δίπλα μου χωρίς σταματημό, πρόσωπα που δεν έχω ξαναδεί ή και που νομίζω ότι από κάπου τα γνωρίζω, μοιράζουνε σημαιάκια που γράφουν ΝΑΙ, ακόμα και παιδιά μικρά φωνάζουν, για καθίστε, ρε παλιόπαιδα, τι να το κάνω το σημαιάκι, λίγα νομίσματα θέλω, ευρώ, δραχμή δεν έχει σημασία, τι μου δίνεις να κρατήσω καλό μου παιδί, για στάσου, κάτσε λίγο να σε δω, για στάσου, θαρρώ πως μου θυμίζεις το γιο μου, παιδί μου, βρε, μήπως είσαι στ’ αλήθεια το παιδί μου, μήπως άραγε με θυμάσαι; Απάντησέ μου, σε παρακαλώ, με μια λέξη μόνο.
ΝΑΙ ή ΟΧΙ;
Πάνος Μουχτερός
Κακώς κείμενα