Με τη συμφωνία για νέο δανεισμό της Ελλάδας -που θα ονομαστεί κάτι άλλο εκτός από μνημόνιο- να χρειάζεται το τελικό ΟΚ από τους δανειστές, δεκάδες ιδιοτελείς αναλυτές αραδιάζουν βαθιά φιλοσοφικές θεωρίες περί νίκης ή ήττας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στις Βρυξέλλες.
Αρχικά, η ίδια η διαδικασία της τελευταίας διαπραγμάτευσης κατέδειξε το τεράστιο φιάσκο που ονομάζεται ευρωζώνη. Επί τρεις και πλέον ώρες ο Γιάννης Βαρουφάκης –ως αιτών- βρισκόταν σε ένα δωμάτιο και συνομιλούσε με τους εκπροσώπους της τρόικας – συγγνώμη, τους εκπροσώπους των τριών «θεσμών».
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε –ως μη αιτών, ή αποκλειστικός δανειστής, ή θεσμικός παράγοντας της ΕΕ/ευρωζώνης- βρισκόταν σε ένα άλλο δωμάτιο κι έστελνε εντολές για το ποιες γραμμές της ελληνικής πλευράς θα γίνουν ανεκτές και ποιες θα απορριφθούν.
Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών ανέμεναν καρτερικά την ώρα που θα μπουν στην αίθουσα της συνεδρίασης του Eurogroup για να πουν ένα «ναι» ή ένα «όχι» σε ό,τι αποφάσιζαν οι τέσσερις-πέντε (ίσως και λίγο περισσότεροι) που πηγαινοέρχονταν στα δωμάτια, εξουσιοδοτώντας στην ουσία τον Γερμανό ΥΠΟΙΚ ως τον μοναδικό πραγματικό διαπραγματευτή της όλης διαδικασίας – κοινώς, τον ρόλο του κακού μπάτσου στην υπόθεση.
Αυτό από μόνο του αρκεί για να αποδείξει το χάσμα δημοκρατικότητας μεταξύ των λεγόμενων κι ως «εταίρων», σε μια ένωση η οποία κάνει τη Φάρμα των Ζώων να μοιάζει τόσο προφητική όσο ποτέ.
Κι όταν, τέλος πάντων, μπήκαν όλοι μαζί για να αποφασίσουν, ακούστηκαν –μεταξύ άλλων- υψηλοτάτου επιπέδου ευφυίας σχόλια από κάποιους γερμανικούς δορυφόρους των πρώην σοσιαλιστικών δημοκρατιών της Ευρώπης, όπως το ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ζητά υψηλότερο κατώτατο μισθό από τον δικό τους.
Φυσικά, η πρώτη απάντηση σε αυτό το καταπληκτικό επιχείρημα ήρθε λίγο πιο μετά –ή και την ίδια στιγμή σύμφωνα με κάποιους- κι έλεγε ότι είναι πέρα από κάθε λογική να συγκρίνεις τους μισθούς δύο κρατών μη λαμβάνοντας υπόψη το κόστος ζωής.
Όμως αυτό δεν μετρά για αρκετούς πτυχιούχους οικονομικών σχολών και αμέτρητους εγχώριους δημοσιολόγους – ακόμη κι αν αποτελεί μέρος μιας θεωρίας την οποία αντιλαμβάνεται πλήρως κι ένας μαθητής πέμπτης δημοτικού.
Αμέσως-αμέσως καταλάβαμε όλοι ότι εκείνο το φοβερό και τρομερό Eurogroup δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια ακόμη αντιδημοκρατική σύναξη ορισμένων ανθρώπων οι οποίοι αποδέχτηκαν εκ των προτέρων την κατωτερότητα τους σε σχέση με κάποιον άλλο τυπικά «ίσο» τους, καθώς και την -κατά γενική ομολογία- ομοβροντία βλακωδών επιχειρημάτων τα οποία θα έκαναν έναν πρωτοετή φοιτητή της ΑΣΟΕ να επαναπροσδιορίσει τις επιλογές του και να αλλάξει άρον-άρον τα σχέδια του για το ακαδημαϊκό του μέλλον.
Μετά το τέλος αυτής της γελοίας και διασκεδαστικής συνεδρίασης -γεμάτη κόμπλεξ και δογματικές εξάρσεις πεντάχρονων-, ήρθε η εξήγηση της συμφωνίας από τους «θεσμούς», τον δανειζόμενο (Βαρουφάκη) και το «γουρούνι» της Φάρμας (Σόιμπλε). Με βάση τα λεγόμενά τους, η Ελλάδα παραμένει μέχρι νεωτέρας στο ευρώ, η ελληνική βουλή δεν θα νομοθετεί ελεύθερη, οι μονομερείς ενέργειες θα καθορίζονται από τους χρησμούς της Πυθίας, το μνημόνιο λιτότητας τελείωσε όπως το ξέραμε, οι Έλληνες ψηφοφόροι ήταν πάντα στο μυαλό του Σόιμπλε, και… λεφτά υπάρχουν μόνο για τις τράπεζες.
Συνδέθηκε επίσης -κάπως αυθαίρετα- ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα με την πορεία της οικονομίας, αχνοφάνηκε κάπου μακριά στον ορίζοντα η προοπτική επανεξέτασης του χρέους (είναι εκείνη η στοιχειωμένη συμφωνία Νοεμβρίου του 2012) ενώ, τέλος, αναγνωρίστηκε ότι τα μέτρα που επεβλήθησαν τα πέντε τελευταία χρόνια ήταν κοινωνικά άδικα – αλλά δεν προκάλεσαν «ανθρωπιστική κρίση».
Αν δει κανείς εντελώς ψυχρά τι είπε προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταλάβει ότι την υπόσχεση για «επαναδιαπραγμάτευση» την τήρησε, ενώ το ζήτημα της κατάργησης του μνημονίου και των εφαρμοστικών νόμων εν μέρει την αθέτησε – φτάνει να μάθουμε τελικά ποιες μεταρρυθμίσεις θα προτείνει και πόσες από αυτές θα γίνουν αποδεκτές.
Παρόλα αυτά, είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι η ελληνική βουλή θα εξακολουθεί να παράγει πολιτική μέσω εντολών, ακόμη κι αν αυτές δεν έρχονται από κλητήρες αλλά από τους διευθυντές τους. Φυσικά, αυτό το τελευταίο δημιουργεί ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα, κι αν το δούμε όσο πιο θετικά μπορούμε θα το λέγαμε και μικρή ηθική νίκη. Οι υπουργοί δεν θα ξεφτιλίζονται πλέον μπροστά στους υπαλλήλους των δανειστών, αλλά μπροστά στους εκπροσώπους της διεθνούς συμμαχίας στην οποία συμμετέχουμε εθελοντικά.
Το συμπέρασμα όλου αυτού είναι ότι εχθροί και φίλοι της κυβέρνησης πιάνονται αγκαζέ για πολλά από τα παραπάνω ζητήματα, δημιουργώντας ένα χαρούμενο σκηνικό που μοιάζει με ημίγυμνο μαξιλαροπόλεμο μεταξύ πολλών αντίζηλων όπου η μία προσπαθεί να πετάξει την άλλη κάτω από το μπαλκόνι του 5ου.
Οι μεν κυβερνητικοί διαμαρτύρονται για αποτυχία να διαγραφούν τα πάντα με ένα νόμο κι ένα άρθρο, ξεχνώντας πως οι ίδιοι στήριζαν αναφανδόν την «ευρωπαϊκή πορεία της χώρας» και οι άλλοι προσπαθούν ξαφνικά να πείσουν εκείνο το 15% που τους στηρίζει ακόμη, ότι αν κέρδιζαν τις εκλογές θα βγαίναμε από τα μνημόνια και θα τρώγαμε με επίχρυσα κουτάλια – τα χρυσά θα τα βγάζαμε σε κάνα-δυό χρόνια απ’ το ντουλάπι.
Και οι μεν και οι δε κινούνται στα όρια της αφελούς ή τυχοδιωκτικής ηλιθιότητας, καθώς γνώριζαν εξ αρχής ποιες ήταν οι δυνατότητες μιας εκβιαστικής διαπραγμάτευσης μέσα σε αυτά τα –ευρωπαϊκά- πλαίσια.
Κι αν για την περίπτωση του Μανώλη Γλέζου επιμένω ότι υπάρχει πλήρης αποδοχή της συμβολής του στον αγώνα για ελευθερία και δημοκρατία, αυτό δεν ισχύει για άλλους οι οποίοι αποδέχτηκαν αβίαστα τις υπουργικές καρέκλες που τους προσφέρθηκαν αλλά οι επαναστατικές τους τύψεις δεν τους αφήνουν να τις χαρούν.
Επιμένω και θα συνεχίσω να το κάνω, λέγοντας ότι οι τεράστιες προκλήσεις βρίσκονται στο εσωτερικό. Η διάλυση της διεφθαρμένης οικονομικής και πολιτικής ελίτ, η απόδοση ευθυνών για την (sic) κοινωνική καταστροφή, η επαναφορά χαμένων ή ουδέποτε εφαρμοσμένων κοινωνικών δικαιωμάτων, η στροφή της παραγωγής σε πραγματικές βάσεις, η ελευθερία του κάθε ανθρώπου και η ισότητα, δεν αποτελούν προϊόντα τηλεδιασκέψεων με τις Βρυξέλλες αλλά βαριά υποχρέωση της πρώτης μη εξαγορασμένης κυβέρνησης από το 1974.
Εκτός κι αν οι επιλογές προσώπων για νευραλγικές διοικητικές θέσεις, όπως αυτή του Δημήτρη Τσουκαλά ως επικεφαλής της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης, δίνουν το στίγμα της μεγάλης αλλαγής που ο ΣΥΡΙΖΑ οραματίζεται μετά από αυτήν την αναμφισβήτητα τεράστια πολιτική αλλαγή των εκλογών του 2015.