Σαν σήμερα, στις 15 Ιανουαρίου του 1919 δολοφονείται η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ενώ η επανάσταση την Γερμανία ήταν σε εξέλιξη.
Με αφορμή τον θάνατό της, το Νόστιμον Ήμαρ αναδημοσιεύει ένα κομμάτι από την επιστολή της προς την γυναίκα του Καρλ Λιμπκνεχτ, Σόνια. Η επιστολή στέλνεται από την φυλακή του Μπρεσλάου, στα μέσα Νοέμβρη 1917, πριν ακόμα τελειώσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, από την φυλακή που βρισκόταν, έγραφε προκηρύξεις, άρθρα, Μπροσούρες, ενώ διατηρούσε αλληλογραφία με τους φίλους της, πότε νόμιμα-πότε παράνομα. Όπως επισημαίνεται στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης του έργου «Γράμματα από την φυλακή»: «Τα γράμματα από την φυλακή φανερώνουν τον πλούτο της καρδιάς της, εκεί όπου είχε κλεισμένη την ανησυχία για την μοίρα και τα έργα των φίλων, όπως και την συμπόνια για κάθε βασανισμένο πλάσμα.»
[…]
Σονίτσκα, αγαπημένο μου πουλάκι, πόσο συχνά σας σκέφτομαι. Πολύ περισσότερο νιώθω ότι είστε διαρκώς στο πλάι μου και έχω μονίμως το συναίσθημα ότι είστε μόνη και εξανεμισμένη σαν ένα ξεπαγιασμένο σπουργίτι και θα ‘πρεπε να είμαι δίπλα σας να σας δίνω χαρά και ανακούφιση. Τι κρίμα, για όλους αυτούς τους μήνες και τα χρόνια που περνούν τώρα, χωρίς να μπορούμε να ζήσουμε μαζί τις τόσες ωραίες στιγμές, παρ’ όλ’ αυτά τα απαίσια που συμβαίνουν τον κόσμο. Ξέρετε Σονίτσκα, όσο περισσότερο διαρκεί αυτό, κι όσο περισσότερα είναι τα αισχρά και τερατώδη που συμβαίνουν κάθε μέρα, ξεπερνώντας όλα τα μέτρα και τα όρια, τόσο πιο ήρεμη και δυνατή γίνομαι μέσα μου. Είναι όπως όταν κάποιος βρίσκεται απέναντι σ’ ένα φυσικό στοιχείο, σ’ ένα μπουρίνι, σε μια πλημμύρα σε μια έκλειψη ηλίου, που δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει με ηθικά μέτρα, αλλά πρέπει μόνο να τα εξετάσει σαν κάτι το δεδομένο, σαν αντικείμενο της προόδου και της γνώσης.
Τελικά δεν έχει νόημα να οργίζεσαι και να επαναστατείς ενάντια σ’ όλη την ανθρωπότητα. Αυτοί είναι προφανώς οι μόνοι αντικειμενικοί εφικτοί δρόμοι τα ιστορίας και θα πρέπει να τους ακολουθήσει, χωρίς όμως να κάνει λάθος στην κύρια κατεύθυνση. Έχω την αίσθηση ότι όλος αυτός ο ηθικός βούρκος πάνω στον οποίο περπατάμε, αυτό το μεγάλο τρελοκομείο που ζούμε, απ’ τη μια μέρα στην άλλη στο αντίθεο-σαν να το άγγιξε μια μαγική ράβδος- σε κάτι απίστευτα μεγάλο και ηρωικό. Κι αν ο πόλεμος κρατήσει μερικά χρόνια ακόμα – όχι μόνο μπορεί, αλλά πρέπει να γίνει αυτό.
Τότε, αυτοί ακριβώς οι ίδιοι άνθρωποι, που τώρα προσβάλλουν μπροστά στα μάτια μας το όνομα άνθρωπος, θα προχωρήσουν με ηρωισμό μπροστά, όλα τα σημερινά θα σβηστούν, θα εξολοθρευτούν, θα ξεχαστούν σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Αυτή η σκέψη μου φέρνει άμετρη χαρά και την ίδια στιγμή μέσα μου υψώνεται μια φωνή που ζητάει αντίποινα και τιμωρία: Πως θα μπορούσαν να ξεχαστούν και να μείνουν ατιμώρητες όλες αυτές οι παλιανθρωπιές; Και αυτό το σημερινό κατακάθι της ανθρωπότητας, πως μπορεί να προχωρήσει αύριο με υψωμένο κεφάλι, και πιθανά στεφανωμένο με δάφνες, στα ύψη της ανθρωπότητας και να βοηθήσει στην πραγματοποίηση των υψηλότερων ιδανικών; Αλλά έτσι είναι η ιστορία. Ξέρω πολύ καλά να γίνουν οι λογαριασμοί της «δικαιοσύνης» και ότι πρέπει να τα δεχτεί κανείς όλα έτσι.
Θυμάμαι ακόμα, όταν σαν φοιτήτρια στην Ζυρίχη διάβαζα με καυτά δάκρυα το βιβλίο του καθηγητή Ζίμπερς ‘Otscherki perwobytnoi ekonomitscheskoi kultury’ όπου περιέγραφε την συστηματική εκδίωξη και καταστροφή των ερυθρόδερμων της Αμερικής από τους Ευρωπαίους. Κι έσφιγγα τις γροθιές μου από απόγνωση , όχι μόνο για το ότι ήταν εφικτό κάτι τέτοιο, αλλά γιατί όλα αυτά έμειναν ατιμώρητα, χωρίς εκδίκηση και αντίποινα. Έτρεμα από τον πόνο, γιατί όλοι αυτοί οι Ισπανοί, οι Αγγλοαμερικάνοι έχουν προ πολλού πεθάνει και σαπίσει και δεν μπορούν να ξανααναστηθούν για να ζήσουν πάνω τους, όλα αυτά τα μαρτύρια που έκαναν στους Ινδιάνους. Αλλά αυτά είναι παιδαριώδεις αντιλήψεις, κι έτσι οι σημερινές αμαρτίες και όλη η προστυχιά θα χαθούν στην ανακατωσούρα των ανεξόφλητων λογαριασμών της ιστορίας, και σύντομα θα είναι όλοι πάλι «ένας ενωμένος λαός από αδέρφια».