Το διακύβευμα σε αυτές τις εκλογές είναι τεράστιο, για όλους. Το γιατί δεν νομίζω ότι χρειάζεται να το εξηγήσω. Αυτές οι εκλογές θα είναι η μητέρα των μαχών, σε έναν πόλεμο που διεξάγεται αρκετά χρόνια τώρα. Κι είναι αυτονόητο πως όλοι οι εμπλεκόμενοι, θα παίξουν τα ρέστα τους, θα ρίξουν στη μάχη ό,τι έχουν και δεν έχουν.
Όμως, για κάποιους, αυτή η μάχη δεν θα είναι απλώς κρίσιμη, θα είναι η μάχη που θα κρίνει το μέλλον τους. Εάν ηττηθούν, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μπορέσουν να σηκώσουν κεφάλι ξανά. Τουλάχιστον όχι σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ποιοι είναι αυτοί οι κάποιοι; Το ακραίο κέντρο. Αυτοί που τα τελευταία αρκετά χρόνια προσπαθούν να μας πείσουν ότι οι ιδεολογίες τελείωσαν, αυτό που υπάρχει τώρα, και για το οποίο αξίζει να αγωνιστούμε, είναι η ανάπτυξη. Ασχέτως του τρόπου που θα επιτευχθεί.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Αυτό που επικρατεί σήμερα στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, δηλαδή οι πολιτικές λιτότητας, έχουν τις ευλογίες δυο μερών του πολιτικού σκηνικού: Φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών. Οι μεν πρώτοι, ως η μετεξέλιξη της πάλαι ποτέ παραδοσιακής δεξιάς, ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε υπέρ του κεφαλαίου. Οτιδήποτε ευνοούσε τους έχοντες και κατέχοντες, το υποστήριζαν. Οι σοσιαλδημοκράτες, τουλάχιστον μέχρι κάποια χρόνια πριν, τηρούσαν μια ενδιάμεση στάση, η οποία ευνοούσε το κεφάλαιο, αλλά προσπαθούσε να ρίξει και μερικά ψίχουλα στον κόσμο της εργασίας. Δυστυχώς, τα τελευταία λίγα χρόνια, αυτά της κρίσης, οι σοσιαλδημοκράτες πέταξαν και το τελευταίο φύλλο συκής. Τάχθηκαν ανοιχτά και ανεπιφύλακτα υπέρ των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, ξεκόβοντας μια και καλή τις ρίζες με το παρελθόν τους. Κι αυτό, βέβαια, ο κόσμος δεν τους το συγχώρησε. Η πτώση των σοσιαλδημοκρατών είναι ραγδαία και αφορά όλη σχεδόν την Ευρώπη. Και είναι απολύτως λογικό. Διότι αν θέλεις να υποστηρίξεις κάποιες πολιτικές, είναι προτιμότερο να συνταχθείς με τον ορίτζιναλ φορέα τους και όχι με κάποιον που ταυτίστηκε με αυτές τις πολιτικές λίγο καιρό πριν.
Το ακραίο κέντρο βρήκε λύση και σ’ αυτό. Ή πίστεψε ότι βρήκε. Προσπάθησε, για να μην γίνει αντιληπτό από τους πολλούς, να μεταμφιέσει τον νεοφιλελευθερισμό, τις μισάνθρωπες πολιτικές λιτότητας σε «κοινή λογική». Αλλά στην πραγματικότητα, η «κοινή λογική» του ακραίου κέντρου είναι η προέκταση «του τέλους της ιστορίας», που οι φιλελεύθεροι υποστήριζαν κάποια χρόνια πριν. Ότι, δηλαδή, δεν υπάρχει λόγος να αναλωνόμαστε σε ανούσιες πολιτικές/ιδεολογικές διαμάχες. Η ιδεολογική μάχη δόθηκε, το φιλελεύθερο μοντέλο κέρδισε. Τώρα, αυτό που οφείλουμε, είναι να προσπαθήσουμε να το κάνουμε να δουλέψει όσο το δυνατόν καλύτερα. Πώς; Με την κοινή λογική. Αδιαφορώντας για ιδεολογίες, ταξικές προσεγγίσεις και λοιπά μπανάλ σύνδρομα. Το μέλλον είναι η κοινή λογική, η «απολίτικη» προσέγγιση. Παραδείγματος χάριν, εάν δεις έναν άστεγο στο δρόμο, δεν θα πρέπει να σε απασχολεί το πώς αυτός ο άνθρωπος οδηγήθηκε εκεί ή το πώς θα καταφέρουμε να μην υπάρχουν άστεγοι, αλλά το πώς θα τον βοηθήσεις (εδώ υπάρχει και μια πιο προχωρημένη άποψη, σύμφωνα με την οποία ο άστεγος, ο ναρκομανής, ο φτωχός είναι άξιοι της μοίρας τους, και ως εκ τούτου δεν δικαιούνται καμίας βοήθειας. Αλλά δεν νομίζω ότι αξίζει να επεκταθώ…). Του δίνεις, λοιπόν, ένα πιάτο φαγητό, του εξασφαλίζεις κατάλυμα για μερικά βράδια και όλα καλά. Κι εν τω μεταξύ, μιας και το μοντέλο που έχουμε οικοδομήσει μονίμως θα ξερνάει ανθρώπους στο περιθώριο της ζωής, οι άστεγοι, οι φτωχοί και οι άνεργοι θα πολλαπλασιάζονται με μαθηματική ακρίβεια.
Κατά πάσα πιθανότητα το ακραίο κέντρο θα βγει ηττημένο από τις κάλπες. Μολονότι τα τρία κόμματα (ΠΟΤΑΜΙ, ΚΙ.ΔΗ.ΣΟ, ΠΑ.ΣΟ.Κ) που το απαρτίζουν δεν ανήκουν στην ίδια κατηγορία (το ΠΟΤΑΜΙ είναι ένας αμιγώς νεοφιλελεύθερος σχηματισμός, που όσο περνάει ο καιρός μετατρέπεται σε κλασικό, συντηρητικό κόμμα, κάτι σαν την ΕΡΕ αλλά με περιτύλιγμα χίπστερ, το ΚΙ.ΔΗ.ΣΟ εκφράζει την ανάγκη του αρχηγού του να μην εξαφανιστεί από τον πολιτικό χάρτη, και το ΠΑΣΟΚ είναι ένα συνονθύλευμα τυχοδιωκτών και καιροσκόπων που ως μόνο στόχο έχουν την πολιτική τους επιβίωση) το μέλλον τους μόνο ευοίωνο δεν είναι. Όσο κι αν προσπαθούν να πείσουν ότι πρεσβεύουν τον τρίτο δρόμο, αυτόν που δεν ταυτίζεται ούτε με τη δεξιά αλλά ούτε και με την αριστερά, στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά δεκανίκι της άρχουσας τάξης και των επιλογών της. Κι αν κάποιος διαφωνεί, ας δει ποιες ήταν οι αποφάσεις τους τα τελευταία χρόνια, τι υποστήριξαν, με ποιους ταυτίστηκαν και με ποιους αντιπαρατέθηκαν. Κάθε φορά που ψέλλιζαν κάποια μισόλογα εναντίον της λιτότητας, την αμέσως επόμενη στιγμή εξαπέλυαν μύδρους εναντίον της λαϊκιστικής και ψεκασμένης αριστεράς. Αυτός είναι ο πραγματικός εχθρός τους. Τόσο εντός, όσο και εκτός των συνόρων. Γι’ αυτό άλλωστε και σε όλη σχεδόν την Ευρώπη όχι μόνο δεν αντιπαρατέθηκαν ουσιαστικά με τις πολιτικές λιτότητας αλλά ανέλαβαν να τις υλοποιήσουν. Με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Ολλάντ, ο οποίος, υποτίθεται, θα αποτελούσε το αντίπαλο δέος του Μερκελισμού, για να καταλήξει μια γραφική φιγούρα η οποία όχι μόνο δεν πήγε κόντρα στη θέληση της Μέρκελ, αλλά δέχθηκε να υλοποιήσει όλες τις αποφάσεις της. Αποτέλεσμα; Κατέληξε να είναι ο πιο αντιδημοφιλής, σε χρόνο ρεκόρ, Γάλλος πρόεδρος όλων των εποχών.
Το εντός των συνόρων ακραίο κέντρο έχει ταυτίσει την ύπαρξή του με τις πολιτικές της λιτότητας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν ο μοναδικός φορέας ο οποίος ταυτίστηκε από την αρχή και απόλυτα με τις επιλογές της τρόικας. Ακόμη και θέματα που μέχρι κάποια χρόνια πριν αποτελούσαν κόκκινη γραμμή για τη σοσιαλδημοκρατία (βλέπε εργασιακές σχέσεις), τώρα τα αποδέχθηκαν χωρίς την παραμικρή αντίδραση. Και κάθε φορά που κάποιος τους εγκαλούσε για τη στάση τους, η απάντησή τους ίδια κι απαράλλαχτη: «δεν συμφωνούμε, αλλά λόγω της κρίσης…». Κάπως έτσι, συνυπέγραψαν τη διάλυση της υγείας, το κλείσιμο σχολείων, την εξοντωτική μείωση μισθών και συντάξεων. Κι όλα αυτά, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή τα μέτρα θα αποδώσουν και οι ίδιοι θα δικαιωθούν, διότι υποστήριξαν σκληρά μέτρα μεν, αλλά αποδοτικά δε.
Η ζωή τους διέψευσε. Και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Διότι τα όσα υποστήριζαν δεν ήταν μόνο εξοντωτικά για τους ανθρώπους, αλλά και αντιεπιστημονικά. Πλήθος ειδικών προειδοποιούσαν για το αδιέξοδο. Οι αριθμοί, που τόσο αγαπούν οι τεχνοκράτες του ακραίου κέντρου, τους διέψευδαν συνεχώς. Κι όσο κι αν προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν την αποτυχία του προγράμματος με το χιλιοειπωμένο κλισέ «οι μεταρρυθμίσεις δεν εφαρμόστηκαν», στην πραγματικότητα και οι ίδιοι γνωρίζουν ότι αυτό το πρόγραμμα ήταν εξαρχής καταδικασμένο να αποτύχει. Γιατί; Διότι αυτοί που το επέβαλλαν δεν ενδιαφέρονταν για την επιτυχία του. Δυο πράγματα τους απασχολούσαν, πρώτον, να τιμωρήσουν του «κακούς» Έλληνες, δεύτερον, να εισπράξουν τα χρήματά τους, αδιαφορώντας για το αν αυτό θα είχε βαρύτατες συνέπειες στον πληθυσμό.
Ήρθε η ώρα να εισπράξουν αυτό που τους αξίζει. Κι αυτό που τους αξίζει είναι η εξαφάνιση. Νεοφιλελεύθεροι υπάρχουν αρκετοί, οι μεταλλαγμένες εκδοχές τους μας είναι αχρείαστες. Κι ας ελπίσουμε ότι από τις στάχτες τους θα αναδυθεί ένα κέντρο διαφορετικό, που ακόμη κι αν δεν αποτινάξει πλήρως τη συντηρητική στροφή του, τουλάχιστον θα τηρεί τα προσχήματα και δεν θα ταυτίζεται απόλυτα με ό,τι πιο συντηρητικό κυκλοφορεί στην πολιτική πιάτσα.