Πνίγηκε.
Δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον Πολιτισμό της Ευρώπης.
Δε θα μάθει ποτέ πως υπάρχει Χάρτα Δικαιωμάτων για τους ανθρώπους.
Δεν θα γνωρίσει τους εύπορους ευρωπαίους που στέλνουν τα σκουπίδια και τα χημικά τους απόβλητα στη πατρίδα του.
Ούτε τις Εταιρείες που κλέβουν το πλούτο της πατρίδας του πρόλαβε να γνωρίσει.
Ούτε τους εμπόρους όπλων που στέλνουν τις σοδειές τους στην Αφρική και την καίνε ολόκληρη.
Ούτε στρατό ευρωπαϊκό πρόλαβε να δει αλλά αυτόν τον είδε στη πατρίδα του.
Δεν θα γνωρίσει ποτέ παιδάκια της Ευρώπης, μέσα σε μια φούσκα ευημερίας αλλά παιδιά δυστυχισμένα, δεν έχουν τρέξει στη σαβάνα όπως έτρεχε αυτός πριν φύγουν απ το τόπο τους.
Δε θα δει τις μεγάλες λεωφόρους της Δύσης, τα χωμάτινα δρομάκια του τόπου του ήταν η τελευταία του ανάμνηση.
Δεν θα δει τα φώτα στους δρόμους, μόνο αστέρια έβλεπε στο χωριό του, πίσω.
Ούτε ωραία αυτοκίνητα, πίσω έβλεπε τζιπ στρατιωτικά γεμάτα ανθρώπους με ματσέτες αλλά είχε ένα μικρό γαϊδαράκο και πήγαιναν βόλτες.
Ένα πρόλαβε να δει απ την Ευρώπη.
Τη θάλασσα.
Πρώτη φορά είδε θάλασσα, πλατσούριζε σε ποτάμια βρώμικα απ τα λύματα των πετρελαιοπηγών των Δυτικών στο τόπο του, θάλασσα δεν ήξερε.
Αυτό το γαλάζιο τέρας με τους αφρούς πρώτη φορά το είδε.
Ευρώπη, φώναξε η μάνα του στη βάρκα, Ευρώπη, φτάνουμε.
Το τελευταίο που θυμάται είναι το νερό της θάλασσας.
Αυτό θυμάται το παιδί που δεν πρόλαβε να δει τη Δύση.
Το αλμυρό νερό στο στόμα του θυμάται ενώ ονειρευόταν το σπίτι του που άφησαν πίσω.
Μόνο αυτό.