Μια από τις μόνιμες επωδούς των νεοφιλελεύθερων είναι ότι το μεγάλο κράτος γεννά τη διαφθορά. Αν εκλείψει, αν, δηλαδή, μειώσουμε το μέγεθός του και μεταφέρουμε τους πόρους που διαχειρίζεται στον ιδιωτικό τομέα, όλα θα βελτιωθούν μονομιάς. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των ιδιωτών θα αναδείξει τον καλύτερο και οικονομικότερο επιχειρηματία, χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος διαφθοράς. Αυτά, βέβαια, στο θεωρητικό πεδίο. Διότι στην πραγματική ζωή, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική.
Ένα κλασικό παράδειγμα του πόσο ψεύτικη είναι αυτή η θεωρία, είναι το ποδόσφαιρο. Τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και στο εσωτερικό. Πριν μερικές δεκάδες χρόνια, ο εναγκαλισμός ποδοσφαίρου και κράτους ήταν ασφυκτικός. Για πολλούς λόγους. Κυρίως διότι το ποδόσφαιρο είναι ένας τομέας που απασχολεί την κοινή γνώμη. Όσο κι αν πρόκειται για ένα άθλημα και μόνο, γνωρίζει τεράστια δημοσιότητα, που ξεπερνά κατά πολύ την απήχηση ενός απλού αθλήματος. Και το κράτος δεν ήθελε να χάσει έναν τόσο προνομιακό τομέα προβολής και προπαγάνδας. Με το πέρας του χρόνου όμως, ο ομφάλιος λώρος μεταξύ κράτους και ποδοσφαίρου άρχισε να κόβεται. Με πρόσχημα ότι ο μεταξύ τους εναγκαλισμός δεν αφήνει το άθλημα να προοδεύσει, να φέρει επιπλέον έσοδα και να εξελιχθεί, προκρίθηκε η πλήρης ανεξαρτησία των ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών. Για ένα διάστημα, η συνταγή έδειξε να δουλεύει. Το επιχειρηματικό δαιμόνιο των ιδιωτών επενδυτών, κατάφερε να εκτινάξει τα έσοδα αλλά και τη δημοτικότητα του αθλήματος. Από την Ασία μέχρι την Αμερική, που μέχρι λίγα χρόνια πριν ασχολούνταν μόνο με το κρίκετ, το μπάσκετ και το μπέιζμπολ, το ποδόσφαιρο έγινε, αν όχι το δημοφιλέστερο, από τα πιο δημοφιλή αθλήματα.
Μέχρι εδώ, όλα καλά. Μολονότι η διαφθορά δεν ήταν άγνωστο φαινόμενο στο χώρο του ποδοσφαίρου, ήταν ελεγχόμενη. Όμως τα τελευταία χρόνια, απ’ όταν το στοίχημα άρχισε να εμπλέκεται όλο και περισσότερο με το ποδόσφαιρο, οι υποθέσεις διαφθοράς ξέφυγαν. Ακόμη και στα σοβαρότερα πρωταθλήματα του κόσμου (ισπανικό, αγγλικό, γερμανικό) συχνά-πυκνά γίνεται λόγος για περίεργα αποτελέσματα, για παράξενες συμφωνίες, για αδιαφανείς συνδιαλλαγές. Παράλογο; Κάθε άλλο. Σύμφωνα με τον Πάτρικ Τζέι, Βρετανό ειδικό επί του στοιχήματος, ο τζίρος του παγκόσμιου στοιχηματισμού σε αθλητικά γεγονότα ξεπερνά το ένα τρις (κατ’ άλλους, κυμαίνεται γύρω στα τρία τρισεκατομμύρια), ενώ το 65% αυτού του στοιχηματισμού αφορά στο ποδόσφαιρο. Τεράστιο ποσό, τζίρος που ίσως να ξεπερνά αυτόν του εμπορίου όπλων και ναρκωτικών. Κάπως έτσι, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το αίμα συγκεντρώνει τους καρχαρίες, στο χώρο του ποδοσφαίρου άρχισε να μαζεύεται η σάρα και η μάρα. Κακοποιοί, ολιγάρχες, αεριτζήδες, πλαισιωμένοι από golden boys διψασμένα για χρήμα, προβολή και εξουσία δημιούργησαν αυτό που βλέπουμε σήμερα. Πίσω από τις λαμπερές γιορτές, τους ζάμπλουτους ποδοσφαιριστές, τις καμπάνιες κατά του ρατσισμού κρύβεται μια σήψη άνευ προηγουμένου. Κι αν κάποιος διαφωνεί, ας επικοινωνήσει με τον παγκόσμιο οργανισμό κατά της φαρμακοδιέγερσης (WADA), ο οποίος πιστεύει ότι το 25% των αθλητικών διοργανώσεων παγκοσμίως ελέγχεται από το οργανωμένο έγκλημα.
Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε όλοι γύρω μας. Κάθε τρεις και λίγο κάποια υπόθεση διαφθοράς που έχει σχέση με το ποδόσφαιρο κάνει την εμφάνισή της. Κι αυτό όχι μόνο εντός της «υπανάπτυκτης» Ελλάδας, αλλά σχεδόν παντού στον κόσμο. Τελευταίο παράδειγμα η σύλληψη πολλών στελεχών της ΦΙΦΑ, η οποία φερόταν έτοιμη να αποβάλλει την Ελλάδα από τις διοργανώσεις της διότι η κυβέρνηση προσπαθούσε να επέμβει στο αυτοδιοίκητο της ΕΠΟ (δάσκαλε που δίδασκες, το λένε αυτό στο χωριό μου). Ο λόγος, κατά πάσα πιθανότητα, ότι πολλοί παράγοντες της FIFA χρηματίστηκαν από χώρα/ες που ήθελαν να διοργανώσουν μουντιάλ.
Κι επανέρχομαι στον αρχικό προβληματισμό: «βοήθησε, τελικά, η πλήρης ανεξαρτησία των ποδοσφαιρικών αρχών; Έκανε το άθλημα καλύτερο, πιο υγιές ή μη εμπλοκή του κράτους;». Ρητορικό, εννοείται, το ερώτημα. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι στον υπόλοιπο κόσμο δεν έχουν τα χάλια της Ελλάδας, όπου συμμορίες κυβερνούν το ποδόσφαιρο επί σειρά ετών, το ποδόσφαιρο και η αξιοπιστία τείνουν να γίνουν έννοιες αντίθετες. Στο μυαλό του μέσου φιλάθλου η διαφθορά και το ποδόσφαιρο πάνε χέρι-χέρι. Γιατί; Διότι πολύ απλά, όταν το διακύβευμα είναι τα δισεκατομμύρια είτε του στοιχήματος είτε των μπόνους που δίνουν οι διάφορες ομοσπονδίες το «ευ αγωνίζεσθε», η άμιλλα και διάφορα τέτοια χαριτωμένα πάνε περίπατο. Το κέρδος μπαίνει πάνω απ’ όλα. Αν στο κίνητρο αυτό προσθέσουμε και τις ιδιαιτερότητες των δισεκατομμυριούχων ιδιοκτητών ομάδων, που οι περισσότεροι βλέπουν τις ομάδες τους σαν προέκταση του ανδρικού τους μορίου και αρνούνται να χάσουν, τότε όλα γίνονται ακόμη πιο κατανοητά.
Κάποιοι, βέβαια, θα πουν «αν το κράτος ασκούσε αποτελεσματικό έλεγχο τότε δεν θα υπήρχαν αυτά τα φαινόμενα». Αστειότητες. Η παρανομία θα βρίσκεται πάντοτε ένα βήμα μπροστά από το νόμο. Όπως το ντόπινγκ βρίσκεται πάντοτε ένα βήμα μπροστά από το αντιντόπινγκ. Το γιατί το απάντησα λίγο παραπάνω. Όταν παίζονται δισεκατομμύρια, ελάχιστοι μπορούν να αντισταθούν. Αλλά ακόμη κι αν το επιχειρήσουν, πολύ σύντομα ο «αδιάφθορος» ιδιωτικός τομέας θα τους πετάξει στο περιθώριο σε χρόνο μηδέν.
Είναι αστείο το επιχείρημα «το μεγάλο κράτος γεννά τη διαφθορά». Η διαφθορά φύεται πλάι στο πολύ χρήμα. Όπου υπάρχουν δισεκατομμύρια, θα υπάρχουν και κάποιοι που θα θέλουν να τα αποκτήσουν. Νόμιμα ή παράνομα. Είτε τα διακινεί το κράτος, είτε κάποιες εταιρείες. Τώρα, βέβαια, για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι αν τα κράτη είχαν μεγαλύτερη συμμετοχή στα του ποδοσφαίρου τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Μπορεί να ήταν, μπορεί και όχι. Πάντως, το παραμύθι ότι η «αόρατος χειρ» λύνει όλα τα προβλήματα, είναι ωραίο αλλά δεν έχει δράκο…