Default Category

Ένα μάταιο δημοψήφισμα με ένα ακόμη πιο μάταιο ερώτημα -του Πολύφημου

By Πολύφημος

July 01, 2015

«Πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας το οποίο κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο Eurogroup της 25/06/2015 και αποτελείται από δύο μέρη τα οποία συγκροτούν την ενιαία πρότασή τους;».

Με αυτόν τον τρόπο ξεκινά το ερώτημα του ιστορικού πρώτου δημοψηφίσματος της χώρας μετά το 1974.

Έπειτα από 41 χρόνια, οι πολίτες δεν καλούνται να αποφασίσουν αυτή τη φορά για τη μορφή του πολιτεύματος, όπως τότε, αλλά για μια υποθετική κατάσταση που αφορά την ελληνική οικονομία, με όρους τεχνοκρατικούς που ξεπερνούν πλέον τα όρια της δημιουργικής ασάφειας αλλά και τη διαχρονική πολιτική στάση της Αριστεράς.

Αντιγράφω από το ίδιο το ψηφοδέλτιο:

«Το πρώτο έγγραφο τιτλοφορείται «Reforms for the completion of the Current Program and beyond» (Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού) και το δεύτερο «PreliminaryDEBT Sustainability Analysis» (προκαταρκτική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους)».

Οι «Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού», αφορά το ανυπόγραφο έγγραφο που δόθηκε από τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στον Αλέξη Τσίπρα, ως απάντηση στην ενυπόγραφη ελληνική πρόταση που είναι γνωστή κι ως το «αίτημα των 47 σελίδων».

Τα δύο αυτά έγγραφα αποτέλεσαν την αφορμή για μια δημόσια σύγκρουση μεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και του προέδρου της Κομισιόν. Αντικείμενο της κόντρας αυτής ήταν η άρνηση από πλευράς των θεσμών ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός έλαβε οποιασδήποτε μορφής τελεσίγραφο. Από την άλλη, ο Αλέξης Τσίπρας επανέλαβε και στο διάγγελμά του αλλά και στη συνέντευξή του στην ΕΡΤ ότι η –τότε- πρόταση των πιστωτών ήταν τελική, κι έληγε σε 48 ώρες.

Είναι, νομίζω, αδύνατο να εξετάσουμε ποιος έδωσε τελεσίγραφο σε ποιον, ειδικά όταν συγκρίνουμε τους ισχυρισμούς του πρωθυπουργού μιας χώρας και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αυτό που μπορούμε, όμως, να εξετάσουμε είναι την ίδια την εγκυρότητα της πρότασης και το κατά πόσο αυτή «δικαιούται» να μπει σε μια τόσο κρίσιμη δημοκρατική διαδικασία, όπως είναι ένα δημοψήφισμα – ειδικά σε μια χώρα η οποία δεν είχε ποτέ της την κουλτούρα των δημοψηφισμάτων, όπως θα όφειλε να έχει.

Είπαμε, λοιπόν, ότι το κείμενο αυτό είναι ανυπόγραφο. Επιπλέον, λίγες ώρες μετά τη δημοσιοποίησή του, ο πρόεδρος της Κομισιόν παρουσίασε μια νέα πρόταση, η οποία είχε διαφορές με αυτήν που καλούμαστε να εγκρίνουμε. Δεν θα εισέλθουμε σε τεχνικές λεπτομέρειες γιατί δεν είναι αυτό το διακύβευμα την ώρα που μιλάμε. Αρκεί να τονιστεί ότι άλλη ήταν η πρόταση που ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση λέει ότι της δόθηκε, κι άλλη είναι η πρόταση που ο Γιούνκερ και οι θεσμοί λένε ότι «θα» δινόταν.

Καλά το καταλάβαμε. Δεν μιλάμε για έναν τσακωμό στο προαύλιο ενός σχολείου κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, αλλά για μια διένεξη που αφορά εκατομμύρια πολίτες.

Η πρόταση του δημοψηφίσματος, λοιπόν, ως προς το πρώτο σκέλος της, μοιάζει καταθλιπτικά μάταιη. Και λέω «καταθλιπτικά», γιατί ένα δημοψήφισμα οφείλει να είναι η υπέρτατη δημοκρατική διέξοδος κι όχι ένα είδος δραπέτευσης ή μικροπολιτικού ελιγμού.

Στο δεύτερό του σκέλος, το ερώτημα μας ζητάει να πούμε εάν συμφωνούμε με την «Προκαταρκτική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους». Η έκθεση αυτή αναλύει τις απόψεις των Ευρωπαϊκών Θεσμών και του ΔΝΤ όσον αφορά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.

Πρόκειται για μια προκαταρκτική εξέταση τεχνοκρατικού επιπέδου η οποία βασίζεται στα πλαίσια που τέθηκαν στο Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012, αναφορικά με την επέκταση του ελληνικού προγράμματος από πλευράς Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), κι εξετάζοντας εκτιμήσεις για την πορεία του ελληνικού χρέους ως ποσοστό επί του ΑΕΠ με ορίζοντα το 2020 και το 2022.

Είναι δηλαδή μια οικονομική έκθεση που επιχειρεί να προβλέψει σενάρια για την πορεία του δημόσιου χρέους της χώρας και τις υποθετικές χρηματοδοτικές ανάγκες, και μάλιστα λαμβάνοντας υπόψη ένα πρόγραμμα –αυτό του EFSF- το οποίο έληξε στις 30 Ιουνίου του 2015!

Εδώ καταδεικνύεται η ματαιότητα και του δεύτερου σκέλους του ερωτήματος, όμως έχει σημασία να προχωρήσουμε λίγο παρακάτω, για να δούμε την ουσία του.

Με βάση, λοιπόν, την έκθεση αυτή, το Eurogroup του 2012 είχε προβλέψει μια σειρά μέτρων με τα οποία το ελληνικό χρέος θα έφτανε στο 124% του ΑΕΠ το 2020, και το 2022 η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ θα ήταν αρκετά χαμηλότερη από 10%. Είχε επίσης συμφωνηθεί η εξέταση περαιτέρω μέτρων, εάν κρινόταν αναγκαίο, ώστε «να επιτευχθεί μια αξιόπιστη και βιώσιμη μείωση του λόγου του χρέους προς ΑΕΠ, όταν η Ελλάδα πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα».

Όπως αποκάλυψαν οι εφημερίδες Süddeutsche Zeitung και Guardian, σε πακέτο μυστικών εγγράφων που παραδόθηκαν στους Γερμανούς βουλευτές αναφέρεται ότι ακόμη κι αν η Ελλάδα συμμορφωθεί με όλες τις απαιτήσεις των θεσμών, το χρέος θα παραμείνει μη βιώσιμο. Σύμφωνα με τα έγγραφα αυτά που έχουν συνταχθεί από την –πρώην- τρόικα, ακόμη κι αν η Ελλάδα πετύχει επί πέντε συναπτά έτη υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4%, ο λόγος χρέους-ΑΕΠ θα έφτανε στο 124% μέχρι το 2022. Στο σενάριο αυτό, μόνο τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις προέβλεπαν εισπράξεις 15 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα, μάλιστα, με το εν λόγω βασικό σενάριο του ΔΝΤ, το 2030 το χρέος θα φτάσει ως ποσοστό του ΑΕΠ το 118% και όχι το 110% που προβλεπόταν από τους ίδιους το 2012. Προβλέψεις τις οποίες το 2013 το ίδιο το Ταμείο αμφισβήτησε, μιλώντας για λάθος υπολογισμό των αποτελεσμάτων της λιτότητας στην Ελλάδα και την αποτυχία των προβλέψεών του για την αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας. Μιλάμε για μια παραδοχή η οποία βασιζόταν στους υπολογισμούς του 2012. Αυτούς που οι Έλληνες πολίτες καλούνται να αξιολογήσουν την ερχόμενη Κυριακή.

Επιπλέον, τα ίδια έγγραφα που δημοσιεύτηκαν από Süddeutsche Zeitung και Guardian, αναφέρουν ότι οι λεγόμενες «Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και μετά από αυτό», αναφέρονται και στο επενδυτικό «πακέτο Γιούνκερ» ύψους 35 δισ. ευρώ για την Ελλάδα. Σύμφωνα με τις δύο έγκριτες εφημερίδες, τα χρήματα αυτά αποτελούν στην ουσία χρηματοδοτήσεις μέσω ΕΣΠΑ, που προϋποθέτει συγχρηματοδότηση της Ελλάδας σε ποσοστό 15%. Κεφάλαια τα οποία αυτή τη στιγμή ότι δεν διαθέτει.

Είναι προφανές ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ερωτήματα τα οποία αυτοαναιρούνται και πολιτικά και τεχνοκρατικά. Πόσο μάλλον εάν συνυπολογίσουμε ότι ο επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, δήλωσε μετά το Eurogroup της 30ης Ιουνίου ότι τα μέτρα που θα απαιτηθούν για να γίνει αποδεκτό το νέο αίτημα διετούς δανειοδότησης της χώρας μέσω του ESM, θα χρειαστούν «ακόμη πιο σκληρά μέτρα».

Ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών δεν οριοθέτησε ποιο είναι το μέτρο σύγκρισης αυτών των «σκληρότερων» μέτρων. Η ελληνική πρόταση, ή το φερόμενο ως «τελεσίγραφο» Γιούνκερ;

Στην πρώτη περίπτωση, και στο σημείο που έχει φτάσει πλέον η ελληνική οικονομία και το τραπεζικό της σύστημα, ο Αλέξης Τσίπρας θα υπέγραφε αμέσως ό,τι του έδιναν που είχε μέσα αναφορά στο χρέος και νεό δάνειο, ή θα παρέδιδε την καρέκλα του σε κάποιον άλλον πρωθυπουργό μιας υποθετικής μεταβατικής κυβέρνησης, για να υπογράψει. Στη δεύτερη, όμως, περίπτωση, η παρούσα ελληνική κυβέρνηση συγκρούεται με τον ίδιο της τον εαυτό σε πολλαπλά επίπεδα. Κι αυτό γιατί θα φτάσει την Κυριακή σε ένα –στον αέρα ακόμη- δημοψήφισμα, στο οποίο τα μέτρα που λέει «όχι» θα είναι πολύ πιο μαλακά από τα μέτρα που θα αναγκαστεί να πει «ναι» για να πάρει το δάνειο του ESM.

Εκτός κι αν μέχρι τέλους, ο πρωθυπουργός επιχειρήσει να κρατήσει ψηλότερα από όλα στην ατζέντα των προτεραιοτήτων του τον πολιτικό του εγωισμό ή τον φόβο να επιβεβαιωθεί το σενάριο της “αριστερής παρένθεσης”, και φέρει τα επαχθέστερα μέτρα στη βουλή ζητώντας από την κυβερνητική πλειοψηφία, τη δική του κυβέρνηση, να τα καταψηφίσει και να τον ρίξει.

Ειλικρινά, όλα σχεδόν τα πολιτικά σενάρια της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα, μοιάζουν «σχιζοφρενικά». Πόσο μάλλον όταν ακόμη κι ο ίδιος ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε φέρεται να είπε ότι ακόμη κι ένα «όχι» στο δημοψήφισμα, δεν θα σημάνει την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ.