Το ανέκδοτο είναι γνωστό: ένας φοιτητής της άκρας Αριστεράς στην Γαλλία ρώτησε τον Χο Τσι Μινχ τι μπορούν να κάνουν για να βοηθήσουν στον πόλεμο στο Βιετνάμ: «Nα κάνετε επανάσταση στην χώρα σας», ήταν η απάντηση που πήρε.
Της Ντίνας Τζουβάλα και του Στέφανου Τυροβολά (rednotebook)
Και μπορεί επανάσταση στη Γαλλία να μην έγινε, η ιστορία όμως διδάσκει κάτι σημαντικό: ότι τη γραμμή ανάμεσα στον διεθνισμό και τον σωβινισμό δεν τη χαράσσει (κυρίως) το διεθνιστικό λεξιλόγιο ή η πολιτική τακτική που ακολουθεί μια δύναμη στην εκάστοτε συγκυρία. Αυτό που καθορίζει την διαφορά είναι αν η εκάστοτε επιλογή έχει ως στόχο την κοινωνική απελευθέρωση σε διεθνικό επίπεδο ή εάν, αντίθετα, τείνει προς την ενίσχυση ενός εθνικού καπιταλισμού εις βάρος άλλων.
Αυτή η παραδοχή είναι ο μόνος τρόπος να εμπλακούμε σε μια συζήτηση που δεν θα καταλήγει σε παραλογισμούς: Αν δεν το κάνουμε, οι υπερασπιστές στης Διατλαντικής Συμφωνίας Εμπορίου και Επενδύσεων (ΤΤΙP) θα φαντάζουν υπέρμαχοι του διεθνισμού, εφ’όσον με την συμφωνία αυτή προωθείται το διεθνικό έναντι του εθνικού (γενικώς). Αντίστροφα, θα πρέπει να αποτιμήσουμε διαφορετικά το τέλος της αποικιοκρατίας, καθώς τα κινήματα που της αντιστάθηκαν μιλούσαν στο όνομα της εθνικής απελευθέρωσης, ήταν δηλαδή εθνικιστικά με την στενή έννοια του όρου.
Αυτό που κάνει ένα κίνημα ή ένα κόμμα διεθνιστικό, λοιπόν, δεν είναι η πρόσδεσή τους στις υφιστάμενες διεθνικές δομές και την υπερεθνική κίνηση του κεφαλαίου: είναι η ικανότητά τους να επιδρούν στον κοινωνικό σχηματισμό (το κράτος) με τρόπο γενικεύσιμο, χωρίς δηλαδή η παρέμβασή τους αυτή να είναι ανταγωνιστική προς τα συμφέροντα των καταπιεσμένων στις άλλες χώρες.
Μπορεί να ισχυριστεί κανείς στα σοβαρά ότι η ρήξη με τη λιτότητα στην Ελλάδα είναι επιλογή που υπονομεύει τους αντίστοιχους αγώνες στην Ευρώπη; Οι κινητοποιήσεις αλληλεγγύης ανά την Ευρώπη δείχνουν το ακριβώς αντίθετο. Κι αυτό γιατί παντού στην Ευρώπη οι διεθνιστές καταλαβαίνουν ότι, προς το παρόν, το εθνικό επίπεδο είναι αυτό στο οποίο λειτουργεί έστω στοιχειωδώς η δημοκρατία, με την έννοια ότι συγκεκριμένοι θεσμοί και συσχετισμοί επιτρέπουν στην μαζική πολιτική να έχει αποτελέσματα.
Αντίστροφα, αυτό εξηγεί γιατί διάφοροι νεοφιλελεύθεροι εντός και εκτός [1] φρίττουν όταν αμφισβητείται ο αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός που αυτή τη στιγμή ενσαρκώνει η ΕΕ. Οι ίδιοι, εξάλλου, διακινούν τις πλέον εθνικιστικές απόψεις αναφορικά π.χ. με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, και πάνω απ’ όλα, επιμένουν στην ανάγκη οικοδόμησης μιας «ανταγωνιστικής εθνικής οικονομίας», που παρεμπιπτόντως, συνιστά το απόλυτο εθνικιστικό αίτημα. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, το μίσος τους γι’ αυτό αυτό που ονομάζουν «εθνολαϊκισμό» δεν είναι παρά ένα άλλο, πολύ γνωστό μίσος: το μίσος για την δημοκρατία.
«Όταν αλλάζουν τα δεδομένα, αλλάζω την γνώμη μου. Εσείς τι κάνετε;», ρωτούσε προκλητικά την δεκαετία του ’30 ο Κέυνς. Έτσι, είναι αδύνατον στα τέλη Ιουνίου του 2015 να συζητάμε για την σχέση εθνικού-διεθνικού με τους ίδιους όρους που το κάναμε μερικά χρόνια ή και λίγους μήνες πριν. Τέσσερις μήνες διαπραγμάτευσης μας έδειξαν ότι, στις παρούσες συνθήκες, οι θεσμοί της ΕΕ δεν έχουν καμία διάθεση να διαπραγματευτούν και, κυρίως, να ανεχθούν παρεκκλίσεις από μια συγκεκριμένη μορφή νεοφιλελεύθερης λιτότητας και σκληρού μονεταρισμού.
Αυτοί οι μήνες, λοιπόν, μας έδειξαν πως, και αν ακόμα κάποιες παραχωρήσεις θα έβγαζαν νόημα σε «στενά» οικονομικά πλαίσια, ο στόχος της διαιώνισης αυτού του πλέγματος εξουσίας, που βασίζεται στην λιτότητα και τον μονεταρισμό, δεν επιτρέπει κανέναν συμβιβασμό. Κι αν αυτή η ασυμβίβαστη στάση των «θεσμών» συμβαδίζει με ευρύτερες δομές εξουσίας, αυτό δεν συνεπάγεται επ’ ουδενί ότι όλα είναι ορθολογικά και καλά κουρδισμένα.
Στην Ευρωζώνη του αποπληθωρισμού και της αιώνιας λιτότητας, η πιθανότητα ενός «ατυχήματος» δεν είναι απλά υπαρκτή: μεγαλώνει κάθε λεπτό που μιλάμε. Θεωρούμε λοιπόν σκόπιμο να το επισημάνουμε, στο βαθμό που η προσήλωση στο ευρώ μπορεί να μην είναι απλά πολιτικά λανθασμένη: από πολιτική άποψη, ίσως είναι απλώς εκτός τόπου και χρόνου. Με διαφορετική διατύπωση: αν το ευρώ είναι ο «Κανόνας του Χρυσού» του 21ου αιώνα, μπορεί να βρισκόμαστε στο σημείο όπου η διάσωσή του είναι αδύνατη. Δεν υποστηρίζουμε κατ’ ανάγκη ότι αυτό έχει ήδη συμβεί. Θεωρούμε όμως πως είναι αδύνατο να συζητάμε χωρίς να παίρνουμε σοβαρά υπόψη αυτό το ενδεχόμενο.
Ακούμε βεβαίως τον αντίλογο: Ακόμα κι αν ισχύουν αυτά, δεν υπάρχει άραγε κάτι στην ΕΕ που αξίζει να σωθεί; Είναι μια εύλογη ερώτηση, ειδικά αν λάβουμε υπόψη την άνοδο της Αριστεράς στην Ισπανία, όπως αποτυπώθηκε στις τελευταίες δημοτικές εκλογές. Η προσέγγιση αυτή, ωστόσο, έχει όρια – και ο λόγος είναι απλός: παράλληλα με την Ισπανία, έχουμε μια σειρά εξαιρετικά κακών αποτελεσμάτων στην Φινλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Δανία. Στη δε Ιρλανδία, παρόλο που το Σιν Φέιν πηγαίνει καλά, είναι σχεδόν αδύνατο να κυβερνήσει μετά τις επόμενες εκλογές. Συνεπώς, το διεθνιστικό μας καθήκον στην παρούσα συγκυρία περνά κυρίως μέσα απο τον δρόμο που θα χαράξουμε, από το μήνυμα που θα στείλουμε, από το αν θα αντνταχθούμε (ή θα ενσωματωθούμε…) στον κανόνα της λιτότητας και των μνημονίων.
Να απαντήσουμε τα ερωτήματα που μας έλαχαν
Είμαστε λοιπόν μπροστά στο ερώτημα: συμφωνία που θα επιβεβαιώνει την παντοκρατορία των αγορών και της λιτότητας ή ρήξη και αρχή ενός δρόμου, δύσκολου μεν, ενίοτε αχαρτογράφητου, αλλά με δυνατότητες; Ας είμαστε ξεκάθαροι. Το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί με βάση τις τεχνικές προδιαγραφές της ρήξης, αλλά με βάση την πολιτική επιδίωξη. Είναι σαφές ότι τα προηγούμενα χρόνια τα μνημόνια υπήρξαν τα εργαλεία για να εδραιωθεί και να αναπαραχθεί (όπως και συνέβη τελικά) ένας συσχετισμός δύναμης ιδιαίτερα αρνητικός για την εργασία και την νεολαία. Πιθανή αποδοχή τους σήμερα, έστω και σε βελτιωμένη (;) εκδοχή, δεν θα εξυπηρετούσε τίποτα περισσότερο από τον σκοπό για τον οποίο εφαρμόστηκαν επι της αρχής. Και προφανώς, ενδεχόμενη ανανεώση και η συνδεσή τους με την χρηματοπιστωτική σταθερότητα της χώρας θα είναι μόνιμη και θα έχει απαιτήσεις ανταπόδοσης.
Απο την άλλη, ο δρόμος της σύγκρουσης ούτε είναι εύκολος, ούτε θα πρέπει να ωραιοποιείται. Περιλαμβάνει δύσκολες αποφάσεις (κρατικοποίηση τραπεζών, κούρεμα μεγάλων καταθέσεων, έλεγχο ροής κεφαλαίων), σχεδιασμό και οργάνωση για την παραγωγή σε άλλα πρότυπα, σύγκρουση με τον τρόπο ζωής δεκαετιών, προβλήματα δηλαδή που χρειάζεται να επιλυθούν άμεσα και έχουν δυσκολίες. Εδώ και κάμποσους μήνες, ωστόσο, οι πολέμιοι της ρήξης εστιάζουν κυρίως στα εξής: Πρώτον, αν οι διαπραγματεύσεις ναυαγήσουν, θα έχουμε εκροή καταθέσεων· αυτό όμως έχει ήδη συμβεί. Δεύτερον, δεν θα θα έχουμε πίστωση στις εισαγωγές· όμως οι εμπορικές συναλλαγές με τους εξαγωγείς του εξωτερικού γίνονται ήδη μετρητοίς, καθώς η εμπιστοσύνη των τελευταίων έχει κλονιστεί σοβαρά.
Προβλήματα όπως τα παραπάνω δεν είναι βεβαίως τα μόνα που θα αντιμετωπίσει η ελληνική κυβέρνηση σε περίπτωση ρήξης. Όμως το όριο της βιωσιμότητας μιας τέτοιας ρήξης το θέτει η πολιτική, και όχι η οικονομία με τη στενή έννοια του όρου. Εάν λοιπόν η σύγκρουση δεν αποφευχθεί, η κυβέρνηση και οι κοινωνικοί της σύμμαχοι θα πρέπει να αναμετρηθούν με τον πανικό που μπορεί να επιφέρει μια εικόνα κατάρρευσης του ήδη χρεωκοπημένου τραπεζικού συστήματος. Θα πρέπει να αποκρούσουν την υστερία που θα προσπαθεί να καλλιεργήσει το αντίπαλο στρατόπεδο και τα ελεγχόμενα ΜΜΕ. Και θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την επέλαση στη δημόσια περιουσία που θα επιχειρήσουν κερδοσκοπικοί κύκλοι μέχρι να σταθεροποιηθεί η οικονομία.
Μπορεί ωστόσο η αλλαγή νομίσματος να αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την υιοθέτηση της ρηξιακής γραμμής; Κατά τη γνώμη μας όχι. Η τρομοκρατία του νομίσματος είναι εργαλείο πολιτικής του αντιπάλου. Το ζητούμενο εξάλλου παραμένει: για ποιούς και με ποιούς κάνει κανείς πολιτική; Εδώ οι πολιτικές εκτιμήσεις φυσικά αποκλίνουν, καθώς η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι ζήτημα πολιτικής τοποθέτησης. Αποψή μας είναι οτι καθήκον της Αριστεράς είναι ο τερματισμός της λιτότητας – και από τις μέχρι τώρα εξελίξεις φαίνεται ότι αυτό δεν είναι εφικτό εντός Ευρωζώνης. Λογικοί (αριστεροί) άνθρωποι μπορεί κάλλιστα να διαφωνούν με αυτή μας την πολιτική εκτίμηση. Αυτό όμως δεν είναι το ίδιο με το να απορρίπτεται η ρήξη από θέση αρχής ως …«αντιδιεθνστική» στάση.
Ας το πούμε λοιπόν απερίφραστα: αν το πείραμα της αριστερής διακυβέρνησης στην Ελλάδα καταλήξει σε «λιτότητα συν κάποια λίγα ατομικά δικαιώματα», θα έχουμε στην πράξη εγκαταλείψει τις συντρόφισσες και τους συντρόφους μας που παλεύουν σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Με βάση και τα παραπάνω, ας έχουμε κατά νου ότι το «Μένουμε Ευρώπη» ήταν μια υπενθύμιση ότι σε συνθήκες αριστερής κυβέρνησης, ο «δρόμος» δεν θα είναι μονοπώλιο της Αριστεράς και των προοδευτικών κινημάτων. Για το λόγο αυτό, η ανάγκη λαϊκής κινητοποίησης γίνεται όλο και πιο επιτακτική. Ας είμαστε λοιπόν ειλικρινείς: εύκολες λύσεις και μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν.
Ο δρόμος της ρήξης πιθανώς να είναι χωρίς επιστροφή, και μάλιστα χωρίς επιστροφή σε πολλά πράγματα με τα οποία τμήματα της κοινωνίας είναι ακόμα προσκολλημένα: την κατανάλωση, την σιγουριά (ακόμα και την σιγουριά της μερικής κοινωνικής καταστροφής), την σταθερότητα. Δεν βοηθάει να υποκρινόμαστε ότι αδιαφορούμε για όλα αυτά. Αυτό που χρειάζεται, αντίθετα, είναι να πάρουμε μια απόφαση με ειλικρίνεια και σαφή αντίληψη για τα πραγματικά όρια της θεωρίας και της πράξης μας.
___________
Σημείωση
1Βλ. ενδεικτικά: Τάκης Θεοδωρόπουλος, «Εθνολαϊκισμός εναντίον Ευρώπης»,Καθημερινή 10.3.2015 [https://www.kathimerini.gr/806715/opinion/epikairothta/politikh/e8nolaikismos-enantion-eyrwphs ]· Γκάμπριελ: Ενίσχυση του εθνικισμού σε περίπτωση Grexit,Καθημερινή 20.6.2.2015