Σάλος έχει ξεσπάσει μετά τις δηλώσεις του πρώην εκπροσώπου της Ελλάδας στο ΔΝΤ, Παναγιώτη Ρουμελιώτη, ότι Έλληνες δημοσιογράφοι παρακολουθούσαν κρυφά σεμινάρια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να προπαγανδίζουν τις θέσεις του στα μέσα ενημέρωσης.
Φυσικά, η θεωρία αυτή δεν χρειαζόταν τον Ρουμελιώτη για να επιβεβαιωθεί, όμως στην Ελλάδα μόνο αν κάποιος με “κύρος” λέει το προφανές, τότε αυτό ισχύει. Αν το λέει κάποιος άλλος, τότε χαρακτηρίζεται ως “λαϊκιστής”. Το ίδιο συμβαίνει από το ξέσπασμα της κρίσης μέχρι σήμερα. Όταν, για παράδειγμα, δάσκαλοι κατήγγειλαν ότι παιδιά λιποθυμάνε από την πείνα στα σχολεία, ήταν ανεύθυνοι και χλευάζονταν από τα μεγάλα ΜΜΕ. Όταν τα έγραψε όμως ένα ξένο Μέσο, τότε το ίδιο γεγονός μετατρεπόταν στο “δράμα” της ημέρας που έκανε την Όλγα να δακρύσει on air.
Στην Ελλάδα υπήρξε από το 2009 καθολική φίμωση της αντίθετης, κριτικής άποψης. Όχι ότι πριν τα ελληνικά ΜΜΕ διακρίνονταν για τον πλουραλισμό τους, όμως από το Καστελόριζο και μετά μπήκε οριστική ταφόπλακα στο ανέξοδο δημοσιογραφικό άλλοθι των καναλιών και των εφημερίδων.
Εκπομπές με κριτική ματιά κόπηκαν για λόγους “κόστους”, δημοσιογράφοι απολύθηκαν γιατί δεν ακολουθούσαν τη γραμμή της ιδιοκτησίας με την πρόφαση της μη συμμόρφωσης τους στα εξευτελιστικά ιδιωτικά συμφωνητικά, ολόκληρα Μέσα με χαμηλό επίπεδο τραπεζικού δανεισμού και σημαντική ακίνητη ή κινητή περιουσία σταμάτησαν να έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση κι έκλεισαν.
Στη θέση τους εμφανίστηκαν ανακυκλωμένα πρόσωπα του ένοχου παρελθόντος της εγχώριας δημοσιογραφίας κι απέκτησαν ενισχυμένη προβολή σε κανάλια κι εφημερίδες. Δημοσιογράφοι-πιστόλια με προνομιακές σχέσεις με το βενιζελικό, καραμανλικό, παπανδρεϊκό, σαμαρικό και κυρίως τραπεζικό κι επιχειρηματικό περιβάλλον, επάνδρωσαν ως ειδικοί σχολιαστές τα πάνελ και γέμισαν τις στήλες των εφημερίδων και των ιστοσελίδων, βομβαρδίζοντας τον τηλεθεατή και τον αναγνώστη με μια ομοιόμορφα κυρίαρχη ρητορική.
Ήταν, μάλιστα, εξαιρετικά εντυπωσιακό το ίδιο το γεγονός αυτής της προπαγανδιστικής ομοιομορφίας των σχολιαστών. Οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας, σε οποιοδήποτε “μεγάλο” τηλεοπτικό ή ψηφιακό μέσο κι αν αναζητούσε ο αναγνώστης την ενημέρωση, συναντούσε τις ίδιες κι απαράλλακτες απόψεις, διανθισμένες με εκφράσεις που έβγαζαν μάτι ότι έρχονταν έτοιμες από κάποια μυστηριώδη άνωτερη δύναμη (δηλαδή τα γραφεία Τύπου των επιχειρήσεων, τραπεζών, υπουργείων, κ.λπ.)
Βασικοί πυλώνες αυτής της ομοιόμορφης ρητορικής ήταν -περίπου χρονολογικά- οι εξής:
Το χρέος είναι βιώσιμο κι όποιος λέει το αντίθετο είναι προδότης: Αυτό ήταν μια από τις πρώτες θεωρίες που έκαναν την εμφάνισή τους στα πρωτοσέλιδα. Το χρέος της Ελλάδας το 2010 ήταν βιώσιμο για όλους. Κι όποιος έλεγε το αντίθετο αντιμετωπιζόταν ως προδότης. Όχι μεταφορικά, αλλά κυριολεκτικά. Αυτό έβγαζαν με δηλώσεις τους τα τότε στελέχη της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και του υπουργείου Οικονομικών. Στην πορεία ο πολύς Γιάννης Πρετεντέρης παραδέχτηκε δημοσίως ότι γνώριζαν πάρα πολύ καλά πως το χρέος δεν ήταν βιώσιμο κι ότι ήταν «αναγκασμένος» να λέει ψέμματα για να μην προκληθεί ζημιά στην οικονομία και τις τράπεζες.
Οι Έλληνες ζούσαμε πάνω από τις δυνάμεις μας: Αυτό ήταν η προμετωπίδα της κυρίαρχης αφήγησης, σύμφωνα με την οποία όλοι οι Έλληνες είχαμε πνιγεί στα καταναλωτικά δάνεια για να αγοράζουμε Καγιέν και να ζούμε χλιδάτη ζωή. Η θεωρία αυτή βρήκε εξ αρχής το ιδεολογικό της υπόβαθρο στη φράση του Πάγκαλου πως “τα φάγαμε όλοι μαζί”. Στόχο είχε να δημιουργήσει ενοχές στις μάζες και να στρέψει τον έναν εναντίον του άλλου.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι χρεοκόπησαν τη χώρα: Επειδή η θεωρία του “όλοι μαζί τα φάγαμε” ήταν μεν ισχυρή αλλά δεν κατάφερνε να προκαλέσει το παντοδύναμο αίσθημα του κοινωνικού αυτοματισμού, έπρεπε να δημιουργηθεί εξ αρχής ένας κοινός εχθρός που θα κουβάλαγε στις πλάτες του όλα τα δεινά από τα ασύλληπτης μανίας μέτρα που ξεκίνησαν να ψηφίζονται αδιάβαστα από το ελληνικό κοινοβούλιο. Κι αυτό ήταν όσοι εργάζονται στο δημόσιο. Για χρόνια, η ελληνική οικονομία διαμορφώθηκε με βάση ένα εντελώς στρεβλό και αντιδημιουργικό οικοδόμημα, το οποίο ήθελε εκείνον που ιδιωτεύει να αναζητεί αναγκαστικά τρόπους ανάπτυξης από το δημόσιο καθώς κι από ένα τεράστιο κύκλωμα μεγάλων ιδιωτών που μέσω των αμαρτωλών ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Ιδιωτικού και Δημόσιου Τομέα) μασούλαγε για χρόνια εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ. Γι’ αυτή τη στρέβλωση, λοιπόν, δεν έφταιξαν εκείνοι οι υπερ-πλούσιοι ιδιώτες και οι πολιτικοί τους υπάλληλοι που συνέπραξαν στο έγκλημα κάνοντας τα στραβά μάτια και φροντίζοντας να κλείσουν αρκετά στόματα κλειστά διορίζοντας κόσμο σε θέσεις-γκιλοτίνες, που άλλοτε ονόμαζαν stage κι άλλοτε προγράμματα κατάρτισης, αλλά συλλήβδην οι εργαζόμενοι στο δημόσιο, επειδή εκείνοι δεν απολύονταν ενώ οι υπάλληλοι στον ιδιωτικό τομέα έχαναν τις δουλειές τους ο ένας μετά τον άλλο.
Έτσι λοιπόν ο κοινός εχθρός και μεγαλύτερος δυνάστης του ελληνικού κράτους μετά την απελευθέρωσή του από τους Γερμανούς ναζί, ήταν οι δημόσιοι υπάλληλοι. Φυσικά τίποτε από όλα αυτά δεν ισχύει με την απολυτότητα με την οποία πλασαρίστηκε ως ανώτατη κι αδιαμφισβήτητη αλήθεια των καναλιών και των εφημερίδων. Όμως το πείραμα πέτυχε.
Οι απεργοί είναι εχθροί της ανάπτυξης και του τουρισμού: Ο κοινωνικός αυτοματισμός που στο επίκεντρό του είχε τους δημόσιους υπαλλήλους έφτανε, αλλά δεν αρκούσε όσο τα μέτρα που περνούσαν κατέστρεφαν εκατομμύρια ανθρώπους και γέμιζαν τα σπίτια με παράνομα χρέη από τη μία μέρα στην άλλη. Γι’ αυτό και οι αντιδράσεις των εργαζομένων σε συγκεκριμένους κλάδους έπρεπε να αντιμετωπιστούν άμεσα από τα Μέσα Ενημέρωσης, διότι το ξύλο που έπεφτε από τις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας δεν φαινόταν ικανό να τους σταματήσει. Έτσι δημιουργήθηκε ο μύθος της καταστροφής του εγχώριου τουρισμού. Η ιερή αγελάδα, η εθνική μας βιομηχανία, η μία και μοναδική αχτίδα φωτός και διέξοδος από τα δεινά, ήταν μερικοί από τους χαρακτηρισμούς του τουρισμού που ακούστηκαν και διαβάστηκαν στα ΜΜΕ. Κοκκινισμένα πρόσωπα ούρλιαζαν σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα ότι οι τουρίστες δεν έρχονται φέτος στην Ελλάδα επειδή απεργούν κάποιοι εργαζόμενοι. Καταδίκαζαν ως εχθρούς τους κράτους και της ανάπτυξης εκείνους που διεκδικούσαν το δίκιο τους με το μοναδικό όπλο που τους προσφέρει η δημοκρατία: την απεργία. Κι από εργαζόμενοι που ζητούν δικαίωση, έγιναν δημόσιος κίνδυνος, εχθροί του κράτους και παράνομοι. Φυσικά, όταν η κυβέρνηση αποφάσιζε να τους επιστρατεύσει, τότε τα κανάλια και οι εφημερίδες άνοιγαν σαμπάνιες.
Οι μετανάστες μας παίρνουν τις δουλειές, οι πόρνες γεμίζουν τις ελληνικές οικογένειες με AIDS και οι χρυσαυγίτες βοηθούν γιαγιάδες στα ATM: Η πιο αρρωστημένη και απεχθής στοχευμένη «ενημέρωση» της κοινής γνώμης, με στόχο να καμφεί το όποιο κίνημα μέσω της ανάδειξης του ναζισμού ως ένα αυθεντικό lifestyle που παλεύει να κρατήσει τα ιερά και τα όσια της «μητέρας-πατρίδας» ανέγγιχτα από τις ορδές βαρβάρων που απειλούν με αφανισμό την ελληνική οικογένεια. Εφημερίδες όπως το Πρώτο Θέμα και δημοσιογράφοι όπως ο Σταύρος Θεοδωράκης ή ο Γιώργος Τράγκας ανήγαγαν τους ναζί της χρυσής αυγής ως μια νέα εναλλακτική διέξοδο από τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, με στημένα προπαγανδιστικά ψευτοκουλτουριάρικα «ντοκιμαντέρ», πρωτοσέλιδα «ρεπορτάζ» με γιαγιάδες σε ΑΤΜ και ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές που παρήλαυναν ναζί και μοιράζονταν ανενόχλητοι την εγκληματική τους ιδεολογία. “Φιλελεύθερες” ιστοσελίδες όπως τοprotagon.gr, η Lifo και η Athens Voice, γέμισαν με άρθρα θεωρητικών και ακαδημαϊκών στα οποία ούτε λίγο ούτε πολύ εκθειάζονταν ναζιστικές απόψεις όπως η ευγονική, προωθούνταν ο φυλετικός διαχωρισμός και εξομοιωνόταν ο κομμουνισμός με τον φασισμό. Ταυτόχρονα, εκατοντάδες ιστοσελίδες αναπαρήγαγαν ψεύτικες ειδήσεις για τα καλά του λεγόμενου «εθνικιστικού κινήματος», ενώ καταδικασμένοι εγκληματίες όπως η Θέμις Σκορδέλη έκανε κάθε σαββατοκύριακο περατζάδα στα ιδιωτικά μεγάλα κανάλια για να μιλήσει ως «εκπρόσωπος της γειτονιάς» για τον μεγάλο διωγμό των Ελλήνων από τους ξένους «βαρβάρους». Παράλληλα, σχεδόν όλες οι εφημερίδες και τα κανάλια αρνήθηκαν να δείξουν τα απανωτά περιστατικά συνεργασίας αστυνομίας και ναζί στους δρόμους της πόλης. Η αστυνομία δεν ήταν εκεί, όταν συνέβαιναν αυτά – είπαν τα κανάλια και οι εφημερίδες. Κι ως αποκορύφωμα της επίθεσης στη νοημοσύνη των πολιτών, ήρθε η μαζική διαπόμπευση οροθετικών από τον Ανδρέα Λοβέρδο και το ΠΑΣΟΚ μέσω πρωτοσέλιδων και 20λεπτών τηλεοπτικών “ρεπορτάζ”, που οδήγησε στον εξευτελισμό και τον θάνατο, μόνο και μόνο για να επανεκλεγεί βουλευτής ο γνωστός διώκτης ανυπεράσπιτων γυναικών.
Τις τράπεζες και τα μάτια σας: Δεν θέλει και πολύ εξήγηση αυτό. Οι τράπεζες ήταν, είναι και θα είναι ο απόλυτος φίλος της κοινωνίας, και η πορεία τους δεν αφήνεται στην τύχη. Φυσικά, καμία αναφορά δεν έγινε ποτέ για το πώς το τραπεζικό σύστημα πέρασε στα χέρια τεσσάρων τραπεζιτών κυριολεκτικά για μια χούφτα ευρώ. Καμία κουβέντα. Αρκεί που οι καταθέσεις είναι στη θέση τους. Όλα τα άλλα θα λυθούν, εφόσον κάθε Κυριακή τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων να έχουν ομοιόμορφη διαφήμιση που άλλοτε είναι κίτρινη, άλλοτε μπλε, κι άλλοτε πράσινη.
Οι τρομοκράτες θα μας σφάξουν όλους: Ο κίνδυνος της τρομοκρατίας είναι ένα από τα κλασσικότερα χαρτιά των απολυταρχικών καθεστώτων. Κι αυτό παίχτηκε πολλάκις τα τελευταία χρόνια. Είτε ως απειλή που έρχεται σύμφωνα με «αποκλειστικές πληροφορίες» από την αστυνομία, είτε μετά από κάποια τουλάχιστον περίεργα χτυπήματα, από ακόμη πιο «τουλάχιστον» ύποπτες τρομοκρατικές ομάδες με αστεία ονόματα και προκηρύξεις που μοιάζουν σα να βγήκαν απευθείας από γραφείο Τύπου ή αρχισυντάκτη εφημερίδας.
Αυτά είναι μερικά από τα παραδείγματα που όλοι λίγο-πολύ είδαν τα τελευταία χρόνια να περνούν ως «ρεπορτάζ» από τα μάτια και τα αυτιά τους. Φυσικά, υπάρχουν αρκετά ακόμη, ιδιαίτερα όσον αφορά συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις που αφορούν επιχειρηματικά συμφέροντα ή ιδιωτικοποιήσεις, τα οποία συνοδεύτηκαν από μαζικές διαφημίσεις σε έντυπα και ηλεκτρονικά κυρίως μέσα, και Δελτία Τύπου που ο χαρούμενος παρουσιαστής ειδήσεων διάβαζε το βράδυ λίγο πριν ή λίγο μετά τις οκτώ.
Το μόνο που μένει για όλους αυτούς είναι η δική τους δημόσια διαπόμπευση. Να μάθουμε τα ονόματά όσων βρίσκονταν όχι μόνο στα σεμινάρια του ΔΝΤ, αλλά και στα payroll επιχειρήσεων, υπουργείων, εταιρειών. Να ξέρουμε πως όταν κάποιος απευθύνεται στον κοινό, έχει από κάτω τη σωστή λεζάντα. Γιατί άλλο να δηλώνεις «δημοσιογράφος» κι άλλο εκπρόσωπος της Siemens, του ΔΝΤ ή της Τάδε Τράπεζας. Έχει τεράστια διαφορά, γιατί είναι ζήτημα Δημοκρατίας.