Αρχικά να προσπεράσουμε κάποια γεγονότα της επικαιρότητας όπως είναι οι μαζικές αποχωρήσεις οργανωμένων μελών του ΣΥΡΙΖΑ και τις νεολαίας του, καθώς και τις πολλές δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Κι ο λόγος είναι ότι σε ένα τόσο ρευστό πολιτικό πεδίο τα λεγόμενα «βαρύγδουπα» πολιτικά ονόματα και η στάση που θα κρατήσουν στην εκλογική διαδικασία, ελάχιστα επηρεάζουν το εκλογικό σώμα, ενώ οι έρευνες των δημοκοσκοπικών εταιρειών, ως προς την πρόθεση ψήφου των πολιτών είναι εντελώς αναξιόπιστες. Χάσιμο χρόνου θα ήταν να αναφερθούμε ποια ήταν τα ευρήματα αυτών των εταιρειών στις περασμένες βουλευτικές εκλογές, καθώς και στο πρόσφατο δημοψήφισμα και ποια ήταν τα πραγματικά αποτελέσματα.
Δεν θα είχε επίσης νόημα να κάνουμε ιστορική διαδρομή με ποιες υποσχέσεις υπέκλεψαν την ψήφο του ελληνικούς λαού, τα αστικά κόμματα και σχημάτισαν κυβερνήσεις. Πασίγνωστό είναι ότι με τα «λεφτά υπάρχουν» του Γιώργου Παπανδρέου, τα Ζάπεια του Αντώνη Σαμαρά και το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης βρέθηκαν σε πρωθυπουργικές θέσεις πολιτικάντηδες που εδώ και χρόνια … «μας σώζουν».
«Αν ένας πολιτικός ανακάλυπτε ότι υπήρχαν κανίβαλοι στην περιφέρειά του, θα τους υποσχόταν ιεραπόστολους για δείπνο», έγραφε ο αμερικάνους δημοσιογράφος Χένρι Λούις Μένκεν. Και ο Γερμανός καγγελάριος Οτο φον Μπίσμπαρκ πρόσθετε «Ποτέ οι άνθρωποι δεν λένε περισσότερα ψέματα απ” ό,τι έπειτα από ένα κυνήγι, κατά τη διάρκεια ενός πολέμου και πριν από εκλογές».
Και εντάξει. Για τον Μαυρολογιαρουρισμό μόνο οι γελοιογράφοι και οι σατιρικές εκπομπές αξίζει να ασχοληθούν. Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά, σ’ αυτή την κατάσταση που συνήθως περνάει αθέατη και είναι εντυπωσιακό ότι ούτε πολιτικές συλλογικότητες με αναφορά στην αριστερά την στιγματίζουν στον βαθμό που πρέπει. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Οφείλεται στην επιλογή τους να έχουν σαν ευαγγέλιο τον σεβασμό στην αστική νομιμότητα καταδικάζοντας κάθε μορφή λαϊκής αντιβίας όπου κι αν εμφανίζεται.
Κι εδώ να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Ανέκαθεν το αστικό κράτος τους δικούς του νόμους και τα διατάγματα τα έκανε κουρελόχαρτο για να εξυπηρετεί διαχρονικά τις δικές του σκοπιμότητες. Αλλωστε σε μια ταξική κοινωνία δεν μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητη δικαιοσύνη και δίκαιοι νόμοι.
Σαν κορωνίδα λοιπόν, στο νομικό του οπλοστάσιο, το αστικό κράτος, χρησιμοποιεί το Σύνταγμα. Δυστυχώς την εφαρμογή διατάξεων του Συνάγματος επικαλούνται και σύντροφοι της αντικαπιταλιστικής αριστεράς για να επικαλεστούντην ανάγκη συγκρότησης πολιτικού μετώπου, που μέσα από κοινοβουλευτικές διαδικασίες, θα δώσει ελπίδα και προοπτική στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα.
Απόλυτα κοντόφθαλμη αντίληψη αυτή που κάνει την ανιστόρητη, αντιδιαλεκτική διάκριση μεταξύ των εξουσιών του αστικού κράτους. Και να μιλήσουμε τεκμηριωμένα φέρνοντας σαν παράδειγμα το δημοψήφισμα που έγινε στις 5 Ιούλη με το μεγαλειώδεις «ΟΧΙ» του λαού στο μνημόνιο Γιούνκερ. Το Σύνταγμα, λοιπόν είναι ξεκάθαρο. Η απόφαση ενός δημοψηφίσματος είναι δεσμευτική για όλα τα κυβερνητικά και κρατικά όργανα. Είναι αναγκασμένα να το σεβαστούν και να το υλοποιήσουν. Τι έγινε όμως στην πραγματικότητα; Λίγες μέρες μετά το δημοψήφισμα η συκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ σε αγαστή συνεργασία με τη Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι ψήφισαν νέο μνημόνιο πολύ χειρότερο –για τον λαό- από το μνημόνιο που πρότεινε ο Γιούγκερ.
Ολοι αυτοί που κόπτονται για την εφαρμογή των αστικών νόμων και του Συντάγματος δεν έπρεπε να βγουν στα κάγκελα; Είδατε όμως να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Γιατί άραγε; Η εξήγηση είναι απλή. Δεν μπορείς να καλλιεργείς τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό και τις εκλογικές αυταπάτες και συγχρόνως κα καταγγέλλεις τους «θεσμούς» που συντηρούν αυτές τις καταστάσεις βάζοντας τα θεμέλια για μια επαναστατική προοπτική ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης. Όταν οι πολιτικοί σχηματισμοί θέλουν τους πολίτες να τους αναθέτουν ρόλους και όχι να βγαίνει στο προσκήνιο ο λαϊκός παράγοντας αυτό είναι αναμενόμενο.
Να εστιαστούμε τώρα στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές στις 20 Σεπτέμβρη. Η πρώτη αίσθηση που υπάρχει είναι ότι η αποχή θα καταγράψει ρεκόρ και πιθανόν η ψήφος – χαβαλέ να φέρει στην βουλή τον Βασίλη Λεβέντη να ηγείται κοινοβουλευτικής ομάδας.
Από κει και πέρα ζητούμενο είναι το μέγεθος της μείωσης του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ είναι σχεδόν απίθανο να προσεγγίσει το εκλογικό ποσοστό που είχε στις περασμένες εκλογές η Ν.Δ. Το «Ποτάμι» δεν φαίνεται να συγκινεί τους ψηφοφόρους και για το κόμμα του Σταύρου Θεοδωράκη θα πρέπει να θεωρείτε επιτυχία αν συγκρατήσει τις δυνάμεις του. Το ΚΚΕ φέρετε να έχει «τσιμεντώσει» ένα 5% του εκλογικού σώματος ελπίζοντας σε περαιτέρω άνοδο, ενώ το νεοσύστατο κόμμα της «Λαϊκής Ενότητας» εκφράζει την αισιοδοξία του για την ανάδειξη του σε τρίτο σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμμα, μια αισιοδοξία που μάλλον δεν θα επιβεβαιωθεί. Αμφίβολο είναι αν οι ΑΝΕΛΛ θα ξεπεράσουν το 3%, το ΠΑΣΟΚ έχει βάσιμες ελπίδες να βρεθεί στην επόμενη βουλή, ενώ το νεοναζιστικό μόρφωμα του Μιχαλολιάκου δεν προβλέπετε να έχει σημαντική αυξομείωση του ποσοστού του.
Ασχετα όμως το όποιο αποτέλεσμα προκύψει απ’ τις βουλευτικές κάλπες σ’ αυτό που πρέπει να επικεντρωθούμε είναι ποια θα είναι η αντανάκλαση που θα έχει στο λαϊκό και ταξικό κίνημα. Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα θα προσδιορίσει και ποια θα πρέπει να είναι η συμπεριφορά όσων ευαγγελίζονται την αταξική κοινωνία και την κομμουνιστική προοπτική.
Αφετηρία σ’ αυτή μας την τοποθέτηση θα έχουμε την θεμελιακή μαρξιστική αντίληψη για συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Θέλουμε να πούμε δηλαδή ότι δεν αποτελεί ζήτημα αρχής η συμμετοχή ή όχι στις αστικές εκλογές. Και στον προεκλογικό αγώνα αλλά και μέσα στο στάβλο του αστικού κοινοβουλίου θα δώσουμε την μάχη αρκεί να υπάρχει ένας βασικός παράγοντας. Ότι η συμμετοχή μας σ’ αυτές τις διαδικασίες θα βοηθάει στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης και δεν θα καλλιεργείται η αντίληψη στις εκμεταλλευόμενες και καταπιεζόμενες τάξεις ότι μέσω των κοινοβουλευτικών εκλογών αυτές είναι που επιλέγουν τους κυβερνήτες τους και επομένως «είναι ο κυρίαρχος λαός».
Είναι εγκληματικό να προβάλλετε η αντίληψη στον κόσμο της εργασίας ότι είναι αυτός που συνειδητά εκλέγει τους πολιτικούς δυνάστες του για να τον κυβερνούν. Ολο αυτό το νταλαβέρι με τις εκλογές, δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά για μια πολύ καλά μεθοδευμένη και σχεδιασμένη διαδικασία ώστε η αστική τάξη να εξασφαλίζει –έστω και προσχηματικά- την εργατική και λαϊκή συναίνεση, ώστε να επιβάλλει τις βάρβαρες αντιλαϊκές πολιτικές της. Ποιος μπορεί να έχει αμφιβολία σήμερα ότι όποιο κομματικό ψηφοδέλτιο επιλέξει το αποτέλεσμα μετά τις εκλογές θα είναι ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης με σαφή μνημονικό –ταξικό προσανατολισμό;
Πιθανόν να ισχυριστεί κάποιος: Και γιατί να μην ψηφίσουμε κόμματα που εμφανίζονται με σαφή αντικαπιταλιστικό πρόσημο όπως το ΚΚΕ και η «Λαϊκή Ενότητα» οπότε να υπάρχει και μια αριστερή φωνή στο αστικό κοινοβούλιο ή έστω, έτσι για το γαμώτο να ψηφίσουμε μια συλλογικότητα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς;
Ας το συζητήσουμε λίγο κι αυτό, ξεκινώντας από το ΚΚΕ. Ας προσπεράσουμε την κατάπτυστη δήλωση μετανοίας, που κατέθεσε στον Αρειο Πάγο για να νομιμοποιήσει το ΚΚΕ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Πρόκειται για μια άθλια δήλωση νομιμοφροσύνης στο αστικό καθεστώς του ΚΚΕ και φέρει την υπογραφή του τότε γενικού του γραμματέα Χ. Φλωράκη. Αναφέρει χαρακτηριστικά «Υπό την άνω ιδιότητα μου ως Πρώτου Γραμματέως της ΚΕ του ΚΚΕ και εκπροσώπου του ΚΚΕ Δηλώ ότι ¨αι αρχαί του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας αντιτίθενται προς πάσαν ενέργειαν αποσκοπούσαν εις την βία κατάληψην της εξουσίας ή την ανατροπήν του Ελευθέρου Δημοκρατικού Πολιτεύματος¨…»
Να μην σταθούμε ούτε και στην πρόσφατη πολιτική μας ιστορία τότε που το ΚΚΕ λειτούργησε σαν αριστερό δεκανίκι του αστικού συστήματος με την συμμετοχή του σε δυο αστικές κυβερνήσεις το 1989-90.
Να θυμίσουμε απλώς την άθλια στάση που είχε στην νεολαιίστικης εξέγερσης το Δεκέμβρη του 2008, με την Παπαρήγα τότε να αποδίδει στην εξεγερμένη νεολαία ότι είναι ενεργούμενη μυστικών υπηρεσιών –έχουμε κάνει σχετικές αναρτήσεις στο μπλοκ μας, ρίξτε της μια ματιά- και να δηλώνει από το βήμα της βουλής, χωρίς να πέφτει το ταβάνι να την πλακώσει, ότι «στη λαϊκή επανάσταση δε θα σπάσει ούτε ένα τζάμι».
Να εστιαστούμε ότι έφτασε το ΚΚΕ με τον συνδικαλιστικό του βραχίονα το ΠΑΜΕ να περιφρουρεί το αστικό κοινοβούλιο τον Οκτώβρη του 2011, μην τυχόν οι λαϊκές αντιδράσεις έπαιρναν ανεξέλεγκτες διαστάσεις, ενέργεια που του επέφερε τα εύσημα από Βορίδη και Γεωργιάδη. Στο ότι μέχρι σήμερα αποφεύγει κάθε ενιομετωπική συνεργασία με κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που δεν ελέγχει επιδιδόμενο σε συκοφαντία και παραπληροφόρηση.
Και στην τελική είναι τυχαίο που μετά από πέντε χρόνια άγριας καπιταλιστικής επίθεσης στα λαϊκά στρώματα, την στιγμή που έχουν κατάρρευση εργατικές κατακτήσεις που είχαν αποκτηθεί με αίμα, όταν τα λαϊκά στρώματα βυθίζονται στην φτώχια και την μιζέρια το ΚΚΕ έχει απαξιωθεί εντελώς στις λαϊκές συνειδήσεις;
Πάμε τώρα και στην «Λαϊκή Ενότητα» του Παναγιώτη Λαφαζάνη και των άλλων συλλογικοτήτων (ΔΕΑ, Ξεκίνημα κλπ) που την αποτελούν. Αλήθεια, τι καινούργιο φέρνουν στην πολιτική ζωή; Αλλωστε ούτε οι ίδιοι ισχυρίζονται κάτι τέτοιο. Επιδίωξη τους είναι απ’ ότι μας λένε να εκπροσωπήσουν τον «αντιμνημονικό» ΣΥΡΙΖΑ που τώρα αναζητάει πολιτική έκφραση. Τι φερεγγυότητα όμως μπορεί να έχουν άτομα που μόλις χτές μας έλεγαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να υπογράψει Μνημόνιο, μετά πέρασαν στην σουρεαλιστική θέση του «στηρίζουμε την κυβέρνηση, παραμένουμε πρωτοκλασάτοι υπουργοί της, αλλά στην βουλή δεν ψηφίζουμε τα προαπαιτούμενα μνημονικά μέτρα»;.
Μας λένε σήμερα ότι είναι σφόδρα αντιμνημονικοί. Και; Τα ίδια δεν μας έλεγε και ο Τσίπρας; Κι αυτός με ένα νόμο και ένα άρθρο δεν θα καταργούσε τα μνημόνια;
Φυσικά δεν έχουμε διάθεση να κάνουμε δίκη προθέσεων. Θα θέλαμε όμως ο Π. Λαφαζάνης να μας πει έξη μήνες που ήταν υπερυπουργός στην κατ’ ευφυμισμό πρώτη αριστερή κυβέρνηση ποιες ενέργειες έκανε ώστε να μας δώσει την αίσθηση της φιλολαϊκής του κατεύθυνσης. Συγκρούστηκε στο παραμικρό με καπιταλιστικά συμφέροντα που απομυζούν τον ιδρώτα του ελληνικού λαού στους τομείς ευθύνης του; Στην ενέργεια, το περιβάλλον, την αγροτική πολιτική, δηλαδή; Εδώ ούτε την απόφαση για το σταμάτημα των εργασιών στις Σκουριές δεν τόλμησε να υπογράψει, μολονότι την είχε έτοιμη. Ούτε καν να τηρήσει τους αστικούς νόμους δεν στάθηκε ικανός και να πετάξει την εταιρία του Μελισσανίδη από το ΥΠΕΚΑ.
Με τις οργανώσεις τις εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς τα πράγματα είναι λίγο ποιο σύνθετα. Αφού κάποιες απ’ αυτές (Βλέπε Κομμουνιστική Οργάνωση Ελλάδας και Διεθνιστική Εργατική Αριστερά) κατόρθωσαν να αποκτήσουν μέσω ΣΥΡΙΖΑ κοινοβουλευτική εκπροσώπηση η μνημονική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ τους έκανε να αλλάξουν πολιτικό προσανατολισμό. Η ΚΟΕ τραυματισμένη από την προσχώρηση ενός βουλευτή της στην «Λαϊκή Ενότητα» δεν θα κάνει παρέμβαση στις προσεχής βουλευτικές εκλογές, ενώ η ΔΕΑ καθώς και η Κομμουνιστική Τάση του ΣΥΡΙΖΑ αναζητούν την τύχη τους στο πολιτικό μόρφωμα του Λαφαζάνη.
Προβληματική είναι και η κατάσταση που επικρατεί στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την «Αριστερή Ανασύνθεση (ΑΡΑΝ)», και τη «Αριστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση (ΑΡΑΣ)»- να διαχωρίζουν την θέση τους από το μετωπικό σχήμα που άνηκαν μέχρι σήμερα, καταφέρνοντας καίριο πλήγμα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και να συστρατεύονται με το πολιτικό εγχείρημα του Π. Λαφαζάνη. Να θυμίσουμε ότι αυτές οι δυο συλλογικότητες ζητούσαν εκλογική συνεργασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την Λαϊκή Ενότητα και μάλιστα σε κείμενο τους στο οποίο προτείνουν για την εκλογική συνεργασία με το κόμμα του Λαφαζάνη τονίζουν «η συμμετοχή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει να αποτυπωθεί στη σύνθεση των ψηφοδελτίων και στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση». Αν αυτό δεν είναι χυδαία υπόκλιση στον κοινοβουλευτικό κρετινισμό, τότε τι είναι;
Τα διαλυτικά φαινόμενα στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πάντως είναι κάτι παραπάνω από ορατά. Δεν είναι μόνο το ότι αναγνωρίσιμα άτομα που κρατούσαν χαλαρή σχέση με την οργάνωση, όπως ο δημοσιογράφος Πέτρος Παπακωνσταντίνου έχουν προσχωρήσει στην «Λαϊκή Ενότητα», είναι και κείμενα στελεχών της οργάνωσης που βλέπουν την δημοσιότητα και καλούν σε συστράτευση με το νέο αυτό πολιτικό μόρφωμα.
Όχι φυσικά ότι και η ίδια η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν ασπάζεται τις αυταπάτες των εκλογικών διαδικασιών. Μνημείο πολιτικής τύφλωσης και απόστασης από την πολιτικά δρώμενα είναι η ανακοίνωση που έβγαλε λίγες μέρες πριν το δημοψήφισμα στις 5 Ιούλη και στην οποία τόνιζε μεταξύ άλλων: «Πιστεύουμε ότι η δυναμική της σύγκρουσης θα είναι τέτοια που θα ξεπεράσει κάθε σχέδιο ενσωμάτωσης του ΟΧΙ σε μια νέα διαπραγμάτευση με τους δυνάστες μας, θα τροφοδοτήσει μια νέα λαϊκή αυτοπεποίθηση, θα είναι ένα ΟΧΙ που θα εμπεριέχει μέσα του το ΝΑΙ της νίκης των αγώνων μας, το ΝΑΙ σε ένα άλλο δρόμο, χωρίς ευρώ και ΕΕ, χωρίς χρέος και μνημόνια, το δρόμο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής». Και φυσικά μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήρθε καπάκι το νέο βάρβαρο «αριστερό μνημόνιο».
Και εντάξει. Κάποιες δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το λένε καθαρά. Διεκδικούν από εξωκοινοβουλευτικές συλλογικότητες να γίνουν κοινοβουλευτικές. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όμως που θα κατέβει μόνη της στις εκλογές, ποιο ακριβώς θα είναι το πρόταγμα της; Γιατί θα ζητήσει την ψήφο του ελληνικού λαού; Ποιος δηλαδή θα είναι ο λόγος συμμετοχής της στις εκλογές; Μήπως γιατί θεωρεί ότι ο προεκλογικός χρόνος είναι η ποιο ιδανική πολιτική χρονική στιγμή για να προβάλλει τις πολιτικές της θέσεις, να κάνει ζύμωση στις μάζες; Αστειότητες. Η συμμετοχή της για δεκαετίες σε εκλογικές διαδικασίες κάτι θα έπρεπε να την είχε διδάξει. Το ίδιο ισχύει και για το εκλογικό σχήμα του ΚΚΕ (μ-λ) με το ΜΛ ΚΚΕ και την ΟΚΔΕ.
Το ζητούμενο σήμερα ίσως περισσότερο από κάθε φορά να απεγκλωβίσουμε τον κόσμο της τάξης μας, απ’ τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες, απ’ την λογική της ανάθεσης. «Κι αν είναι ο λάκκος σου πολύ βαθύς, χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς» που έλεγε και ο Κώστας Βάρναλης. Να κάνουμε καθαρό ότι Μνημόνια, εφαρμοστικοί νόμοι και καπιταλιστική βαρβαρότητα δε θα καταργηθούν με κοινοβουλευτικούς περιπάτους, αλλά με σκληρούς ταξικούς αγώνες.
Αν οι εκλογές άλλαζαν τον κόσμο θα ήταν παράνομες, έλεγε ο Μαρξ και όσοι/ες έχουν στοιχειώδη γνώσει των κειμένων των κλασικών του μαρξισμού-λενινισμού γνωρίζουν ότι οι εκλογές δεν θεωρούνται τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από «δείκτης ωριμότητας της εργατικής τάξης». Εχουμε ανάγκη όμως σήμερα την συμμετοχή μας στις εκλογές για να διαπιστώσουμε τον βαθμό ταξικής συνείδησης της εργατικής τάξης; Ο Λένιν μάλιστα τόνιζε ότι να περιορίζει κανείς την πάλη των τάξεων στην πάλη μέσα στη Βουλή ή να θεωρεί την πάλη μέσα στη Βουλή σαν την ανώτατη, την αποφασιστική, στην οποία υποτάσσονται οι άλλες μορφές πάλης, σημαίνει να περνά στην πραγματικότητα με το μέρος της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο.
Στις συγκεκριμένες συνθήκες δεν έχει κανένα νόημα η συμμετοχή μας στο στημένο τους εκλογικό παιχνίδι. Αποχή από τις κάλπες και ραντεβού στους τόπους δουλειάς, στους δρόμους, εκεί που πνίγονται τα όνειρα της νεολαίας εκεί που χύνετε ο ιδρώτας και το αίμα της εργατιάς. Να βρεθούμε πρωτοπόροι στο μετερίζι της ταξικής πάλης. Να αναδείξουμε την κόκκινη γραμμή που χωρίζει τους εκμεταλλευτές από τη μια και τους εκμεταλλευόμενους από την άλλη. Την κεφαλαιοκρατία από τη μια και τα εργαζόμενα στρώματα από την άλλη.
Να φτύσουμε το εκλογικό τους θέατρο και να δώσουμε την δικιά μας μάχη μαζί με τις δυνάμεις της δουλειάς και της εκμετάλλευσης, τις δυνάμεις της αντίστασης, τις δυνάμεις της σύγκρουσης και της ανατροπής, τις δυνάμεις που δεν έχουν να χάσουν τίποτ” άλλο εκτός από τις αλυσίδες τους.
Τόσα χρόνια στο επαναστατικό κίνημα έχουμε καταλήξει σε ένα ουσιαστικό συμπέρασμα.
Οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες, η αριθμητική των ψήφων, οι εκλογικοί συσχετισμοί δεν έχουν καμιά απολύτως σημασία από κοινωνική-ταξική άποψη.
Οσοι ενδιαφέρονται πραγματικά ν” αλλάξει κάτι, ας εγκαταλείψουν το θανάσιμο εναγκαλισμό του κοινοβουλευτικού κρετινισμού και ας προσπαθήσουν να μπολιάσουν την εργαζόμενη κοινωνία και τη νεολαία με ιδέες και πολιτικές που θα αναδεικνύουν όχι γενικά και αόριστα την ανάγκη για αγωνιστική δράση, αλλά την ανάγκη για οικοδόμηση μιας νέας συλλογικότητας, στηριγμένης σε αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, στο πλαίσιο της οποίας αυτοί που θα αποφασίζουν θα είναι οι ίδιοι που θα εκτελούν.
Τότε μόνο θ” αρχίσει να φθίνει ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός, να ανοίγονται οι προοπτικές για να βαδίσει η τάξη μας σε λεωφόρους ελπίδας και προοπτικής.