Ο Βασίλης Νεφελούδης υπήρξε ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ. Στο κείμενο που ακολουθεί περιγράφει την φυλάκιση του από το δικτατορικό καθεστώς, που εγκαθιδρύθηκε από τον Ιωάννη Μεταξά 75 χρόνια πριν, στις 4 Αυγούστου του 1936.
…Η θητεία μου ως βουλευτή ήταν σύντομη, καθώς βραχύβιες ήταν και η μια και η άλλη Βουλή στις οποίες είχα εκλεγεί. Το 1936 έγινε η δικτατορία του Μεταξά και αναγκάστηκα να βγω στην παρανομία για δύο χρόνια μέχρι το 1938 που με πιάσανε. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι μας κατέδωσε ο Μάθεσης, ένας χαφιές πολύ ικανός και πολύ επικίνδυνος. Με μετέφεραν στις φυλακές της Κέρκυρας, στην απομόνωση. Παρότι δεν υπήρχε ούτε νόμος ούτε κανονισμός των φυλακών που να επιβάλει διαρκή απομόνωση. Η απομόνωση στις φυλακές, σύμφωνα με τους νόμους και τον κανονισμό της φυλακής, ήταν τιμωρία. Δηλαδή αν έκανες κάτι παράνομο ή αντικανονικό, μπορούσαν να σε βάλουν δέκα μέρες απομόνωση. Όμως σ’ εμάς εφαρμοζόταν διαρκής αυστηρή απομόνωση, που σημαίνει είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο κλεισμένος μόνος σου, στο κελί σου, με μια πρωινή έξοδο λίγων λεπτών, ίσα ίσα δηλαδή για να πας στην τουαλέτα, να αδειάσεις το ουροδοχείο και τη λεκάνη, να τα ξεπλύνεις, να πλύνεις λιγάκι τα χέρια σου και το πρόσωπό σου και να ανέβεις επάνω.
Η απομόνωση στις φυλακές της Κέρκυρας κράτησε χρόνια. Μάθαμε εκ των υστέρων, όταν λύθηκε η απομόνωση και ήρθαμε σε επαφή με τον κόσμο, ότι είχε γίνει μια εκστρατεία στην Αγγλία και στην Τσεχοσλοβακία και στη Γαλλία γύρω από το θέμα της απομόνωσης και των βασανιστηρίων στις φυλακές της Κέρκυρας. Γιατί υπήρξαν και βασανιστήρια, δεν ήταν μόνο η απομόνωση. Διότι μας δέρνανε κιόλας. Φάγαμε το ξύλο της χρονιάς μας. Τον Χρήστο Μαλτέζο*, για παράδειγμα, τον σκότωσαν στη φυλακή από τα βασανιστήρια. Ύστερα από αυτή την εκστρατεία είχε εκδοθεί διαταγή από το υπουργείο Ασφαλείας και από το υπουργείο Δικαιοσύνης, με την οποία απαγορεύονταν οι ξυλοδαρμοί.
Κάποτε ήρθε η μάνα μου στο επισκεπτήριο, Ιούλιο μήνα. Επισκεπτήριο επιτρεπόταν μια φορά το χρόνο για δέκα λεπτά. Και της μίλησα για την κατάσταση που υπήρχε στη φυλακή γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να βγούνε από τη φυλακή αυτά που γίνονταν εκεί. Η μάνα μου θα τα πει, σκέφτηκα, και θα γίνουν γνωστά. Της είχα μιλήσει μπροστά στον αρχιφύλακα και το διοικητή του παραρτήματος Ασφαλείας, οι οποίοι δεν έκαναν καμία απόπειρα να με διαψεύσουν. Ο αρχιφύλακας μάλιστα πλειοδότησε και είπε: «Κυρία μου, εδώ είναι φυλακές κρατουμένων ποινικών, ισοβιτών, με μεγάλες ποινές, και υπάρχει ο κίνδυνος τώρα που θα βγει ο γιος σας από εδώ για να πάει στην ακτίνα του, ένας τέτοιος να τον μαχαιρώσει». Και της είπα της μάνας μου: «Μην ακούς τα παραμύθια αυτά. Δεν έχουμε καμία επαφή και καμία σχέση με τους φονιάδες. Και κανένας ποινικός δεν έχει κανένα λόγο να με μαχαιρώσει. Αν μάθεις ότι κάτι τέτοιο μου συνέβη, ο κύριος αρχιφύλακας θα είναι ο αυτουργός. Μην έχεις καμία αμφιβολία γι’ αυτό». Και το κατάπιε ο αρχιφύλακας, δεν είπε τίποτα.
Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, η μάνα μου με τη βοήθεια και του γαμπρού της, του άνδρα της αδελφής μου, έκανε μια αναφορά στο υπουργείο Δικαιοσύνης και στο υπουργείο Ασφαλείας και αφηγούνταν όλα όσα της είχα πει. Και ύστερα από τρεις μήνες, το Σεπτέμβριο, έφτασε η αναφορά της μάνας μου στην Κέρκυρα και με κάλεσε ο διευθυντής και με ρώτησε: «Τι κακοποίηση και στερήσεις υφίστασαι όπως αναφέρει εδώ η μάνα σου;» «Εσείς ρωτάτε, κύριε διοικητά; Εσείς τα ξέρετε τόσο καλά όπως εγώ. Υπάρχει κάτι που να μη στερούμαστε; Στερούμαστε το φως, τον αέρα, γιατί είμαστε κλεισμένοι είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο στα κελιά μας. Στερούμαστε το ψωμί+ ζητώ να αγοράσουν λίγο ψωμί για να βελτιώσω τη διατροφή μου και αρνούνται, γιατί λένε ότι απαγορεύεται. Στερούμαστε το φρούτο, μόνο το Πάσχα και τα Χριστούγεννα μας δίνετε από ένα πορτοκάλι. Στερούμαστε το βιβλίο, το χαρτί, το μολύβι, την εφημερίδα, τα πάντα. Και όσον αφορά τις κακοποιήσεις που ρωτάτε, πρέπει να ξέρετε όπως κι εγώ τι είδους κακοποιήσεις υφιστάμεθα εδώ πέρα».
«Πες μου, κακοποιήθηκες εσύ;» με ρώτησε. «Βεβαίως κακοποιήθηκα». Και του είπα ότι σε μια περίπτωση ήρθαν τρεις φύλακες _ο Βελιανίτης, ο Μοσχονάς και ο Διονυσάτος_ και δείρανε άγρια τον Παρτσαλίδη και εν συνεχεία κι εμένα. Ξύλο με βούρδουλες στο στήθος, στα πλευρά, στη ράχη και με κλοτσιές στα πόδια. «Πότε έγινε αυτό;» με ρώτησε. «Έγινε ανήμερα του Αγίου Γεωργίου». «Θα σου έδωσαν κανένα χαστούκι γιατί θα μίλησες άσχημα». «Χαστούκι το λες αυτό; Κοίταξε εδώ». Και του έδειξα τις χαρακιές από τις κλοτσιές. Ο διευθυντής, Κρίτα τον έλεγαν, εξαγριώθηκε. «Θα τον διώξω», είπε, «όποιος κι αν ήταν, δεν μπορεί να παίρνει το βούρδουλα και να δέρνει τους κρατουμένους. Εγώ πριν από τις 23 Απριλίου είχα βγάλει αυστηρή εγκύκλιο, με την οποία απαγόρευα το ξύλο».
Και ήταν αλήθεια αυτό, διότι, χάρη στην εκστρατεία που είχε γίνει στο εξωτερικό, είχε δοθεί διαταγή από το υπουργείο Δικαιοσύνης να σταματήσει το ξύλο. Ο Βελιανίτης, ένας από αυτούς που μας είχαν χτυπήσει, ήταν έξω από την πόρτα και κρυφάκουγε. Και όταν βγήκα, μου είπε: «Ευχαριστώ, κύριε Νεφελούδη, με κάνατε με τα κρεμμυδάκια». «Τώρα έγινα και κύριος;» του αποκρίθηκα. «Και τι ήθελες; Να σε καλύψω; Γιατί; Για να δέρνεις με το βούρδουλα τους κρατουμένους;» «Εγώ εκτελούσα διαταγές», είπε. «Το ξέρω αλλά γιατί συμμορφωνόσουν με τις διαταγές του αρχιφύλακα; Μας ξυλοφόρτωνες ενώ ήξερες τη διαταγή του διευθυντή που απαγόρευε το ξύλο». «Τώρα όμως θα με διώξουν», ψέλλισε. «Ας σε διώξουν. Θα χάσει η Βενετιά βελόνι;» Και όντως, ο διευθυντής τον έδιωξε.
*Ολόκληρη η μαρτυρία του Βασίλη Νεφελούδη στο βιβλίο «Μαρτυρίες για τον Εμφύλιο Πόλεμο και την ελληνική αριστερά» του Στέλιου Κούλογλου, εκδόσεις «Εστία».
tvxs.gr