Από τον Πάνο Μουδούρη
«Η οικογένεια αποφάσισε να μην μιλήσει για την αρρώστια της Γιούλας σε κανέναν. […] Αυτό αποφασίστηκε βουβά, χωρίς να συζητηθεί ποτέ. […] Οι ελληνικές οικογένειες κρύβουν τις αρρώστιες τους. […] Η επιληψία της Γιούλας έγινε το οικογενειακό μυστικό μας. […] Ο πατέρας , που λάτρευε την κόρη του, δεν άντεχε να μιλήσει για την αρρώστια της, σχεδόν δεν την παραδεχόταν, δεν πρόφερε ποτέ τη λέξη επιληψία, η αρρώστια της κόρης του ήταν και μια δική του αποτυχία, γκρέμιζε τα όνειρά του και τους κόπους του».
Το βιβλίο “Η Αδερφή μου” του Σταύρου Ζουμπουλάκη (εκδ. Πόλις) αποτελεί μια εξομολόγηση του συγγραφέα για το επτασφράγιστο μυστικό της οικογένειάς του. Η αρρώστια της αδερφής του οδηγεί την οικογένεια να γίνει μια μήτρα και να κρατήσει στους κόλπους της βαθιά κρυμμένο το μυστικό της. Τα μέλη της οικογένειας συναντιούνται σε ένα συλλογικό – οικογενειακό ασυνείδητο για να διαφυλάξουν το ανείπωτο, το απαγορευμένο, το οδυνηρό.
Ο συγγραφέας, ενώ ξετυλίγει την πορεία της ασθένειας της αδερφής του, από την εμφάνιση των πρώτων επιληπτικών κρίσεων και την απώλεια της συνείδησης, μέχρι, το θάνατο της, ασυνείδητα, παρουσιάζει την πορεία των συναισθημάτων του από την άρνηση και τον θυμό, στις ενοχές απέναντι στην άρρωστη αδερφή, μέχρι, την πλήρη αποδοχή και φροντίδα της.
«Εμένα, μικρό παιδί, με φόρτωσαν με ένα βαρύ μυστικό. […] Καταλάβαινα μεν, αλλά αγανακτούσα και εγώ και θύμωνα. […] Αγανακτούσα και θύμωνα, γιατί η συμπεριφορά της οδηγούσε εμένα να γίνω αναγκαστικά το καλό παιδί. Έμενα λοιπόν σπίτι τις περισσότερες ώρες της ημέρας, για να κάνω παρέα στον πατέρα και τη μητέρα. […] Αγανακτούσα και θύμωνα, αλλά δεν εκδήλωνα ποτέ το θυμό μου. Δεν με άφηνε να το κάνω η αρρώστια της».
Στα λόγια του συγγραφέα αντανακλάται ο τρόπος με τον οποίο η οικογένεια στέκεται απέναντι στην αρρώστια. Η άρνηση, ως άμυνα και ως κοινή γλώσσα του οικογενειακού ιστού, έρχεται αυτόματα για να χειριστεί την δυσάρεστη εμπειρία και το βίωμα της αδελφής. Κανένας δεν είναι προετοιμασμένος να αντέξει το βάρος της αρρώστια και κανένας δεν ρωτήθηκε αν μπορεί και θέλει να το αντέξει. Το να κλείνεις τα μάτια απέναντι στην αρρώστια, το να σφραγίζεις το σπίτι για να μην περάσει από τη χαραμάδα το μυστικό και μαθευτεί, ακόμη, και να αποφεύγεις να χρησιμοποιήσεις συγκεκριμένες λέξεις που παραπέμπουν στο μυστικό αποτελεί ένα αλεξιδιεργετικό όπλο στη φαρέτρα της οικογένειας.
«Τα πρώτα χρόνια της αρρώστιας της, ευχήθηκα και προσευχήθηκα, με όλη την ένταση της ψυχής μου, να πάρω εγώ την αρρώστια της και να γίνει εκείνη καλά, προσευχήθηκα να πεθάνω, αν ήταν να γίνει η αδερφή μου καλά. […] Ο πόνος της αρρώστιας της Γιούλας… είχαν και μια άλλη καθοριστική επίδραση πάνω μου…αρνήθηκα τη χαρά. Αφού η αδερφή μου υποφέρει, δεν γίνεται εγώ να χαίρομαι».
Στον ασυνείδητο κόσμο του συγγραφέα τέμνονται οι ενοχές και οι τύψεις. Όταν, ανάμεσα στα αδέλφια, κάποιος καβαλάει μια ανίατη ασθένεια, μια αναπηρία, μια ασχήμια σε αντίθεση με έναν προικισμένο, ταλαντούχο, υγιή, έξυπνο και προνομιούχο αδελφό, τότε, ο τελευταίος νιώθει τύψεις για το “κακό” του αδελφού του. Οι τύψεις και οι ενοχές απέναντι στον άρρωστο, ο οποίος είναι και πιο ισχυρός λόγο της ασθένεια του «οι χρόνια άρρωστοι, ειδικά οι άρρωστοι από τα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια, έχουν μάθει πολύ καλά την τέχνη να χρησιμοποιούν την αρρώστια τους για να χειρίζονται τους άλλους, συχνά με τρόπο βασανιστικό και τυρρηνικό. Την ήξερε και η Γιούλα αυτή την τεχνική και την εποχή εκείνη την ασκούσε επιδέξια» γυρνάνε ενάντια στον συγγραφέα με ένα επιθετικό συναίσθημα στον ίδιο του τον εαυτό.
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη έρχεται αντιμέτωπος με τα δικά του οικογενειακά μυστικά. Υποψίες, φαντασιώσεις και οδυνηρά γεγονότα που διαδραματίστηκαν, τόσο λεκτικά όσο και ασυνείδητα μέσα στην οικογένεια και, που όλοι ορκίστηκαν να μείνουν θαμμένα εντός της οικίας.