Τέχνη & Πολιτισμός

Βιβλιοπαρουσίαση: Η μικρή Μπιζού, του Πατρίκ Μοντιανό

By N.

June 01, 2015

 

Από τον Πάνο Μουντούρη

«Βρισκόμουν στη στάση του μετρό Σατλέ, σε ώρα αιχμής […] Μια γυναίκα φορούσε ένα κίτρινο παλτό. Το χρώμα του παλτού της είχε τραβήξει την  προσοχή μου […] Εκείνη στεκόταν δίπλα μου. Τότε είδα το πρόσωπό της. Η ομοιότητα με το πρόσωπο της μητέρας  μου ήταν τόσο χτυπητή, που σκέφτηκα ότι ήταν αυτή».

Το βιβλίο του Patricκ Modiano Η μικρή Μπιζού (εκδ. Πόλις) αρχίζει σαν εξομολόγηση   ονείρου σε ψυχαναλυτική συνεδρία. Αν τοποθετούσαμε λοιπόν την αφηγήτρια  σε ένα ψυχαναλυτικό ντιβάνι η διαδικασία θα είχε ως εξής. Τι συμβολίζουν στο όνειρο τα τρένα και οι σταθμοί; Η μικρή Μπιζού από πού έφευγε και που ήταν ο προορισμός της; Γιατί επέλεξε κίτρινο χρώμα το παλτό της ‘’μητέρας’’ της; Γιατί η χρονική στιγμή ήταν σε ώρα αιχμής;

Βασικό χαρακτηριστικό του περιεχομένου της αφήγησης είναι η χρονική αίσθηση της πραγματικότητας. Η συμπύκνωση (του χώρου, του χρόνου και των προσώπων) αντανακλά την προσπάθεια της μικρής Μπιζού να φωτίσει το παρελθόν της με σκοπό να ορίσει  το παρόν και το μέλλον.

«Μια φωτογραφία ήρθε στη μνήμη μου, μια από μερικές φωτογραφίες που είχα κρατήσει απ’τη μητέρα μου […] Πάντα ένιωθα περίεργα μπροστά σ’ αυτή τη φωτογραφία […] Δεν ήξερα τίποτα για αυτήν […] Μου είχαν πει ότι πέθανε, πριν πολλά χρόνια στο Μαρόκο, και δεν το είχα ψάξει καθόλου».

Η αφηγήτρια βρίσκεται μπροστά σε ένα  διαγενεαλογικό σχίσμα. Έχει χάσει, όχι μόνο την βιολογική της κληρονομία,  αλλά, και την ψυχολογική της ταυτότητα . Θα μπορούσαμε να την παρομοιάσουμε με ένα έθνος που χάνει την ιστορία και το πολιτισμό του. Η αίσθηση του κενού είναι ευδιάκριτη σε όλη την πορεία του κειμένου. Παρόλο που ο αναγνώστης διαβάζει και σκηνοθετεί στη φαντασία του  σκηνές σε πολυσύχναστους δρόμους του Παρισιού, σιδηροδρομικούς  σταθμούς  σε ώρα αιχμής, cafes και καμπαρέ, τηλεφωνικές συνομιλίες σε κοινόχρηστους  τηλεφωνικούς θαλάμους, εν τούτοις, βιώνει μια μόνωση του ήχου και του συναισθήματος σαν να παρακολουθεί βουβό κινηματογράφο. Η μικρή Μπιζού περιφέρεται αδιάκοπα και ατελέσφορα στου ίδιους δρόμους – «είχα αυτή τη δυσάρεστη αίσθηση του να είσαι σαν φτερό στον άνεμο και να μην μπορείς να κρατηθείς από πουθενά» –  αναζητώντας ένα σταθερό σημείο. Μια αφετηρία  που θα την βοηθήσει να αναζητήσει την διαδρομή που ενώνει το παρελθόν της με την ίδια.

«Υπάρχει μια λέξη  που χρησιμοποιήσατε προηγούμενος και που μου έκανε εντύπωση… η λέξη σταθερή […] το πρόβλημα είναι να βρεθεί ένα σταθερό σημείο […] Ξαναγύρισα στην αφετηρία, γιατί αυτή η διεύθυνση ήταν γραμμένη στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως μου ως  διεύθυνση κατοικίας της μητέρας μου. Και σίγουρα θα πρέπει να είχα μείνει και εγώ εκεί, στην αρχή αρχή της ζωής μου».

Διαβάζοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης γίνεται συνοδοιπόρος και συνταξιδιώτης σε ένα μοναχικό ταξίδι στη παιδική ηλικία της μικρής Μπιζού. Η ανάγκη για διαμόρφωση ταυτότητας, η ψυχολογική κληρονομία, ο φόβος της συντροφικότητας, αλλά, και  ο πόνος του αποχωρισμού,  είναι μερικές από τις ψυχικές αποσκευές της μικρής Μπιζού. Δεν γνωρίζουμε αν η ίδια επούλωσε τα τραύματά της, το μόνο σίγουρο είναι ότι τα ΞΑΝΑΕΖΗΣΕ.