Γυάρος (3): Κατέβα!
-Άντε, κατέβα.
-Πού μωρέ; Ποιος άκουσε ποιου την προτροπή να κατέβει στον Άδη και κατέβηκε; Γιατί εγώ να κάνω την αρχή; Δε βλέπεις το σκοτάδι; Δε βλέπεις που ακόμη και το φως δειλιάζει κι αφήνει στην πόρτα τα κουράγια του; Ποιο πόδι να διατάξω να μπει πρώτο σε αυτόν τον τάφο; Τι θηρία παραφυλάν εκεί μέσα; Ετούτους τους διαόλους εδώ πάνω μπορώ να τους κουμαντάρω. Η αντοχή μου είναι η ήττα τους, η λάμψη στα μάτια μου είναι τα δικά τους βασανιστήρια. Εκεί κάτω όμως… Εκεί κάτω έχω να τα βάλω με το σκοτάδι και τους δαίμονες του μυαλού μου. Εκεί είναι η τρέλα το τρέμουλό μου, τα ουρλιαχτά της το αιμάτωμα στο κεφάλι μου. Δε θέλω να κατέβω, αλήθεια. Στο λέω εσένα, μόνο σε εσένα. Οι ιδέες μου με οπλίζουν για όλες τις μάχες, για όλους τους πόνους, για κάθε ζωντανό, απτό εχθρό. Τα μέσα μου όμως… τα μέσα μου τα αντιμετωπίζω γυμνός. Και φοβάμαι…
-Άντε ρε σύντροφε, κατέβα. Κάνε μια δύναμη ακόμη.
——————-
Αυτό το κείμενο, όπως και τα υπόλοιπα πέντε της ενότητας για την Γυάρο, γράφτηκε πάνω στις φωτογραφίες που τράβηξε η Βάσια Ρεντούμη και τις βρήκα στον τοίχο της ένα χρόνο πριν. Απείραχτες, με όλο το φως τους και το τρέμουλο απ’ το αίσθημα της στιγμής, γέμισαν τα χαρτιά μου με εκείνη την παγωνιά που είχα νιώσει στην πρώτη επίσκεψή μου στο Άουσβιτς πριν χρόνια. Την παγωνιά του θανάτου και του μίσους του ανθρώπου για τον άνθρωπο. Στη Γυάρο δεν έχω πάει.