-Έχεις δει πως κλαίει η σκουριά; Όχι θα μου πεις. Για να το δεις πρέπει να μείνεις χρόνια με το σίδερο. Να περάσεις μαζί του χειμώνες, υγρασίες και κρύο. Θα πρέπει να κλάψεις κι εσύ οξειδωμένη τη φύση σου. Να χαλάσεις το λείο σου. Να ξεφτίσεις τη σκληράδα σου. Θα πρέπει να πειστείς ότι η φυλακή είναι η κατάστασή σου κι η ελευθερία των άλλων το προνόμιο. Να αποδεχτείς τις κατηγορίες για την επιλογή μιας ζωής που κάποιοι δεν εγκρίνουν. Να συνηθίσεις. Να συνηθίσεις πρώτα να μην είσαι άνθρωπος. Να μη θυμάσαι τι είναι άνθρωπος.
Έχεις ζήσει απ’ τη μέσα μεριά των κάγκελων; Έχεις κοιτάξει ρίγες την ελευθερία; Έχεις ποθήσει διακεκομμένα το “φεύγα”; Τα έχεις μετρήσει ξανά και ξανά; Τα έχεις βγάλει σωστά και λάθος και τα ‘χεις πάρει πάλι απ’ την αρχή; Έχεις σκεφτεί να “σπάσεις” για να γλιτώσεις κι έχεις ντραπεί τον εαυτό σου ξανά και ξανά που το σκέφτηκες;
Όχι θα μου πεις και δίκιο θα ‘χεις. Κι εγώ θα σε καταλάβω, γιατί κι οι δυο το ξέρουμε: δεν είναι εύκολο να κλαις σαν τη σκουριά.
——————-
Αυτό το κείμενο, όπως και τα υπόλοιπα πέντε της ενότητας για την Γυάρο, γράφτηκε πάνω στις φωτογραφίες που τράβηξε η Βάσια Ρεντούμη και τις βρήκα στον τοίχο της ένα χρόνο πριν. Απείραχτες, με όλο το φως τους και το τρέμουλο απ’ το αίσθημα της στιγμής, γέμισαν τα χαρτιά μου με εκείνη την παγωνιά που είχα νιώσει στην πρώτη επίσκεψή μου στο Άουσβιτς πριν χρόνια. Την παγωνιά του θανάτου και του μίσους του ανθρώπου για τον άνθρωπο. Στη Γυάρο δεν έχω πάει.