Κι είσαι εκεί. Και κοιτάς αυτές τις πέτρες. Είσαι εκεί. Εκεί που κάποιοι κουβάλησαν αυτές τις πέτρες, που κάποιοι άφησαν ιδρώτα κι άλλοι αίμα πάνω σ’ αυτές τις πέτρες. Λες τη λέξη ξανά και ξανά. Τη σκέφτεσαι στο χρώμα της, στη μάζα της, στην υφή της. Φτιάχνεις τον πληθυντικό της. Σε βαραίνει. Όχι τη μέση σου, την ψυχή σου. Πέτρες. Πώς γίνεται λες; Πώς γίνεται κάτι που ενώ με το βάρος του σε τραβάει στη γη, ταυτόχρονα, ξεπερνώντας τον εξαιτίας του πόνο, να σε σπρώχνει ψηλά, στον ουρανό; Να σε σπρώχνει ψηλά, στο σύμπαν, στο όλον; Να σε φτάνει στον άνθρωπο; Πώς μπορεί ό,τι γι’ άλλους γίνεται ο τάφος, ό,τι γι’ άλλους γίνεται το σπάσιμο, η τρέλα, για κάποιους να είναι η επιβράβευση, να είναι το μετάλλιο της αντοχής τους, η νίκη τους;
Στέκεσαι εκεί. Χρόνια πολλά μετά, στέκεσαι εκεί. Κτίρια, ήλιος, αρμύρα και πέτρες. Ακούνητα αυτά, απαράλλακτα δεκαετίες. Όπως τα άφησαν πίσω τους φεύγοντας οι νικητές, φεύγοντας και τα τέρατα. Ακούνητα στο αλάτι, τη σκουριά και τη σκόνη τους. Τα κοιτάζεις. Τέρμα οι αναρωτήσεις. Ετούτα εδώ, λες, είναι οι αστερίσκοι της μνήμης μας. Δίχως ετούτα, τα ίδια Μακρονήσια θα γεννήσουμε, στις ίδιες κολάσεις θα ξανακυλήσουμε.
——————-
Αυτό το κείμενο, όπως και τα υπόλοιπα πέντε της ενότητας για την Γυάρο, γράφτηκε πάνω στις φωτογραφίες που τράβηξε η Βάσια Ρεντούμη και τις βρήκα στον τοίχο της ένα χρόνο πριν. Απείραχτες, με όλο το φως τους και το τρέμουλο απ’ το αίσθημα της στιγμής, γέμισαν τα χαρτιά μου με εκείνη την παγωνιά που είχα νιώσει στην πρώτη επίσκεψή μου στο Άουσβιτς πριν χρόνια. Την παγωνιά του θανάτου και του μίσους του ανθρώπου για τον άνθρωπο. Στη Γυάρο δεν έχω πάει.