Τον Δεκέμβριο του 2008 δεν ήμουν στην Αθήνα. Ήμουν στο Περού. Και συγκεκριμένα στο Κούσκο. Το Κούσκο είναι η αρχαία πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Ίνκας που ισοπεδώθηκε από τους Ισπανούς κονκισταδόρες και ξαναχτίστηκε κατόπιν από τους Ίνκας. Μόνο που τη δεύτερη φορά ήταν σκλάβοι των Ισπανών κατακτητών.
Μην κοιτάτε τώρα που ζει ο Αντώνης Σαμαράς. Ο κόσμος δεν ήταν πάντα τόσο δίκαιος. Μετά και το θάνατο του Νέλσον Μαντέλα έχει μείνει μόνος του.
Ήμασταν μια παρέα 5 ατόμων, τέσσερις κοπέλες κι ένα σκουλήκι. Μέναμε σε ένα hostel και κοιμόμασταν σε ένα δωμάτιο με άλλα 10 άτομα. Τότε είχα μια πρηξαρχίδω γκόμενα στην Ελλάδα, οπότε έμπαινα τακτικά στο MSN για να μιλάμε. Κινητά και τέτοια δεν έπαιζαν. Mια φορά το δοκίμασα και πλήρωσα 100 ευρώ για μια κλήση 15 λεπτών από τη Βολιβία στην Ελλάδα – πριν το Περού είχαμε διασχίσει την Αργεντινή και τη Βολιβία.
Την ώρα της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου, στο Κούσκο ήταν μεσημέρι. Θυμάμαι ότι μπαίνοντας στο MSN βρήκα ένα μήνυμα από το φίλο μου τον Άρμπι που μου έγραφε ότι ένας μπάτσος πυροβόλησε έναν πιτσιρικά στα Εξάρχεια. Το ότι ο Αλέξης τελικά πέθανε ακαριαία από τη σφαίρα του Κορκονέα το μάθαμε αρκετές ώρες αργότερα. Δεν ήταν εύκολο να σερφάρεις σε ένα αρχαίο PC με το πιο αργό ίντερνετ του πλανήτη για να ενημερωθείς.
Τελοσπάντων, κάτι οι διακοπές, κάτι που δεν έμπαινα στο MSN γιατί τα αρχίδια μου είχαν γίνει μπαλόνια από την τύπισσα, κάτι μια δυσκοιλιότητα που με είχε πιάσει από τα περουβιανά φαγητά, δεν πολυείχαμε επαφή με τα γεγονότα στην Ελλάδα. Μέχρι που κάποια από τις επόμενες μέρες βρήκα ένα δεύτερο μήνυμα, από τον αδερφό μου αυτήν τη φορά, που με ενημέρωνε ότι το μαγαζί με τα όπλα του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών στην Ομόνοια είναι σπασμένο και κάποιοι τυχεροί αλωνίζουν στους δρόμους της Αθήνας με το Narsil του Aragorn και το τσεκούρι του Gimli στα χέρια. Δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε.
Την ίδια στιγμή, άκουσα φωνές από τη σάλα του hostel κι έτρεξα να δω τι συμβαίνει. Οι φωνές άνηκαν σε Κορεάτες, Αμερικάνους και άλλες εθνικότητες που χάζευαν τηλεόραση. Γυρίζοντας το βλέμμα στην οθόνη αντίκρισα το χριστουγεννιάτικο δέντρο της Πλατείας Συντάγματος παραδομένο στις φλόγες. Αλλάξαμε κανάλι. Και μετά κι άλλο κι άλλο. Όλα έπαιζαν ακριβώς την ίδια εικόνα.
Εξακολουθούσα να μην καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Φώναξα τις κοπέλες. Όταν οι ξένοι πήραν πρέφα ότι είμαστε Έλληνες, μας ρώτησαν αν στην Ελλάδα γίνεται εμφύλιος πόλεμος. Φυσικά, εμφύλιος πόλεμος δε γινόταν, οπότε κάποιο πολύ καλό σκηνικό χάναμε. Τις επόμενες ώρες δεν υπήρχε ούτε Κούσκο, ούτε διακοπές. Σαν σταρ πλέον, είχαμε όλα τα κομπιούτερ του hostel για πάρτη μας. Πιάσαμε την ιστορία από την αρχή και μάθαμε τα πάντα.
Δε θα σταθώ στην ίδια τη δολοφονία και τα επεισόδια της “εξέγερσης” που ακολούθησε, γιατί δεν τα έζησα. Εσείς τα ζήσατε από πολύ πιο κοντά. Ή ελπίζω να τα ζήσατε. Θα αναφερθώ όμως στη στάση των ΜΜΕ και των πολιτικών από τις πρώτες κιόλας ώρες της δολοφονίας, γιατί μαθαίνοντας τα γεγονότα ετεροχρονισμένα και από μακριά και με τα social media όχι και τόσο διαδεδομένα τότε στην Ελλάδα, ο ΣΚΑΪ και το Mega αποτελούσαν πηγή πληροφόρησης ή έστω παραπληροφόρησης.
Τί θυμάμαι…
Θυμάμαι τα πρώτα δελτία να αναφέρονται σε ομάδα 30 αναρχικών που είχαν επιτεθεί με μολότοφ σε μπάτσους, οι οποίοι σε θέση άμυνας τράβηξαν όπλο.
Θυμάμαι μια σφαίρα να εξοστρακίζεται σε μαρκίζα και μέσω Τρικάλων να καρφώνεται στο στήθος του Αλέξη Γρηγορόπουλου.
Θυμάμαι το ερασιτεχνικό βίντεο που είχε αλλοιωθεί από το Mega για να φανεί ότι επικρατούσε ένταση και σπάσιμο βιτρινών τη στιγμή τη δολοφονίας.
Θυμάμαι τον Αλέξη Παπαχελά να μιλάει στη Σία Κοσιώνη και τον Άρη Πορτοσάλτε και να λέει ότι η παρέα του Αλέξη δεν ήταν μια παρέα παιδιών που πήγαν να παίξουν ένα εξτρίμ σπορ σε κάποιο λούνα παρκ. Ήξεραν που έμπλεκαν.
Θυμάμαι τον πρώην υπουργό Ανδρέα Ανδριανόπουλο να λέει ότι παρόμοια επίθεση σε ρωσικό ή αμερικάνικο περιπολικό θα είχε ως αποτέλεσμα την άμεση σύλληψη του Αλέξη, εάν κατάφερνε να επιζήσει.
Θυμάμαι τον Πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή να λέει ότι ακραία στοιχεία εκμεταλλεύτηκαν τη δολοφονία για δικούς τους σκοπούς.
Θυμάμαι βίντεο με παρακρατικούς της Αστυνομίας να κρατάνε λοστούς και να συνεννοούνται με μπάτσους, ενώ καταστηματάρχες έκλαιγαν για τις σπασμένες περιουσίες τους και αναρωτιόνταν που είναι το Κράτος και γιατί οι κουκουλοφόροι τους σπάνε τα μαγαζιά.
Θυμάμαι τη βία να καταδικάζεται από όπου κι αν προέρχεται.
Θυμάμαι τον τότε Υπουργό Δημόσιας Τάξης Προκόπη Παυλόπουλο να υπερασπίζεται με θράσος την ακεραιότητα της Ελληνικής Αστυνομίας με τα βίντεο βίας από τους μπάτσους να σαρώνουν το ίντερνετ.
Θυμάμαι τον Μπάμπη Παπαδημητρίου – πριν σοβαρέψει μαζί με τη Χρυσή Αυγή – να λέει ότι τα κόμματα της Αριστεράς πρέπει να πάρουν την ευθύνη για τις ομάδες των Εξαρχείων. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε τότε και ο Πάσχος Μανδραβέλης – η θεωρία των 2 άκρων έκανε την εμφάνισή της.
Θυμάμαι τη Φωτεινή Πιπιλή να αποκαλεί τους ταραξίες πλιατσικολόγους, συμμορίτες και δολοφόνους εξισώνοντας την άκρατη Δημοκρατία με επιπολαιότητα εκ μέρους της Πολιτείας.
Θυμάμαι τον Στέφανο Μάνο να εξετάζει το ενδεχόμενο χρήσης του Στρατού και τον Γιώργο Καρατζαφέρη να προτείνει την ενεργοποίηση του άρθρου 11 του Συντάγματος για επιβολή στρατιωτικού νόμου.
Θυμάμαι τον Νικήτα Κακλαμάνη να επιμένει ότι θα τις κάνει τις γιορτές στην Αθήνα κόντρα στα καθάρματα που τους έφταιξε το χριστουγεννιάτικο δέντρο του.
Και τέλος, θυμάμαι τον Αλέξη Κούγια, συνήγορο υπεράσπισης του Κορκονέα, να λέει ότι το αν θα έπρεπε να χαθεί αυτό το παιδί, θα το κρίνει η Δικαιοσύνη.
Θυμάμαι και συνειδητοποιώ τώρα πως από τότε δεν έχει αλλάξει τίποτα. Ακούμε, διαβάζουμε, παρακολουθούμε και ψηφίζουμε τα ίδια αυτά θλιβερά άτομα.
Ο τοίχος γράφει ότι ο Δεκέμβρης δεν ήταν απάντηση. Ήταν ερώτηση. Μια ερώτηση που ακόμα δεν έχουμε βρει. Και χωρίς ερώτηση, απάντηση δεν υπάρχει.
Το μόνο που έχει μείνει από το 2008 είναι ο άδικος χαμός του Αλέξη και η μνήμη από εκείνες τις μέρες με την άγρια ομορφιά. Τότε που η Αθήνα έλαμπε. Τότε που οι μπάτσοι φοβήθηκαν και οι πολιτικοί μαζί με τους υπαλλήλους τους στα κανάλια είχαν χεστεί πάνω τους.
Τότε που καταλάβαμε και καταλάβανε ότι άμα αποφασίσουμε να κουνήσουμε το δαχτυλάκι μας, τους έχουμε για πλάκα. Κι ας μην είναι Δεκέμβρης. Ας γίνει κατακαλόκαιρο.
Η ερώτηση παραμένει: Θέλουμε;
Αυτή είναι η παρακαταθήκη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.
by To Skouliki Tom
(Ανήθικο δίδαγμα: Η Μάγδα, η τύπισσα που σας έλεγα, μου έγραφε ότι τα δακρυγόνα μύριζαν μέχρι το Αιγάλεω. Στις 10/12 ξεκινήσαμε το Inca Trail που μέσα από την περουβιανή ζούγκλα μας οδήγησε στις 13/12 στα Machu Picchu. Αν θα αντάλλαζα τα Machu Picchu για τον Δεκέμβρη του ’08; Ναι, θα τα αντάλλαζα.)
Η σελίδα μας είναι facebook.com/TheThreeMooges