Ο γιος μου κάθε τόσο με ρωτάει γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί δεν πάει σχολείο, γιατί κοιμόμαστε στον δρόμο. Δεν έχω τι να του απαντήσω.
«Δεν είμαστε τουρίστες. Πρόσφυγες του πολέμου είμαστε και θέλουμε η χώρα που θα μας δώσει άσυλο να μπορεί να μας συνδράμει να ξεκινήσουμε ξανά τη ζωή μας».
Δεν θέλουν να μιλήσουν με τα πραγματικά τους ονόματα. Προτιμούν το Ντίμα και Αμπντούλ, 14 χρόνια παντρεμένοι και γονείς του 9χρονου Μοχαμέντ, ήταν από τις οικογένειες που επί σχεδόν τέσσερις εβδομάδες έμειναν στο Σύνταγμα ζητώντας να βρεθεί μια λύση στο πρόβλημά τους. «Ήμασταν από τους πρώτους που το πρωί της 19ης Νοεμβρίου βρεθήκαμε εδώ. Γιατί δεν αντέχουμε πια. Είμαστε πρόσφυγες του πολέμου που τα χάσαμε όλα. Κάποιος, η κυβέρνηση, η Ευρώπη, ο ΟΗΕ, να μας βοηθήσει να ζήσουμε αξιοπρεπώς ή να φύγουμε, να φτάσουμε εκεί που έχουμε συγγενείς ή σε μια χώρα που να μπορεί να μας βοηθήσει», λέει η Ντίμα μιλώντας με πάθος για αυτό που χαρακτηρίζει ως «το απόλυτο κενό του μέλλοντός μας».
Ζούσαν στο Χαλέπι, όπου ο Αμπντούλ είχε μια καλή δουλειά σαν τεχνίτης στις οικοδομές. Έπειτα ο πόλεμος κατέστρεψε τα πάντα, δικοί τους άνθρωποι άρχισαν να σκοτώνονται, ζούσαν με τον τρόμο των μαχών και των βομβών. Μέχρι την ημέρα που μια οβίδα έπληξε το σχολείο όπου πήγαινε ο Μοχαμέντ. Η Ντίμα δεν τον άφησε να ξαναπάει. Έφυγαν για άλλο χωριό. «Όπου κι αν πηγαίναμε υπήρχαν συγκρούσεις. Και ξαναφεύγαμε μήπως βρίσκαμε κάπου να ξεφύγουμε από όλα αυτά. Ο γιος μου έχει δει νεκρούς, ανθρώπους διαμελισμένους, κεφάλια ανοιγμένα. Πώς να ζήσεις έτσι; Από τη μία το καθεστώς, από την άλλη οι εξτρεμιστές… βρεθήκαμε ανάμεσα σε δύο μέτωπα».
Τότε αποφάσισαν να φύγουν. Έφτασαν στην Τουρκία και από εκεί πλώρη για την Ευρώπη με πρώτο σταθμό την Ελλάδα. Τρεις φορές χρειάστηκε να προσπαθήσουν για να φτάσουν τελικά εδώ πριν πέντε μήνες. Μαζί τους είναι οι αδελφές και οι αδελφοί τους, οι σύζυγοι και τα παιδιά τους: 15 άτομα, εννέα ενήλικες και έξι παιδιά από 3 έως 11 ετών. Στοιβάχτηκαν σε ένα μικρο διαμέρισμα στο κέντρο, όπου έζησαν χωρίς καμιά μέριμνα «εγκαταλειμμένοι από όλους κι ας μιλάνε όλοι για το δράμα της Συρίας».
Απελπισμένοι πήραν τα παιδιά τους και επιχείρησαν να περάσουν στην FYROM. Την πρώτη φορά οι διακινητές τους κορόιδεψαν και τους άφησαν μόνους στη μέση του πουθενά. Επέστρεψαν και παρά τον φόβο ξαναπροσπάθησαν. «Δεν περνά από ανθρώπου νου τι έχουμε ζήσει: με το που περάσαμε τα σύνορα της FYROM μας έπιασε η αστυνομία. Πυροβολούσαν στον αέρα. Άρχισαν να μας δέρνουν μπροστά στα παιδιά μας και μας έσπρωξαν πίσω στην Ελλάδα. Να γυρνάμε από τα βουνά με καταρρακτώδη βροχή και απίστευτο κρύο, να κοιμόμαστε μουλιασμένοι στο βρεγμένο χώμα, ακόμη και ένα αγριογούρουνο πήγε να μας επιτεθεί…».
«Μείναμε στον δρόμο. Δεν έχουμε τίποτα, μόνο το παιδί μάς έμεινε. Εμείς είμαστε τελειωμένοι αλλά φύγαμε για εκείνο, για να του προσφέρουμε ένα μέλλον…». Βρήκαν ξανά ένα μικρό διαμέρισμα να μείνουν μέχρι που δεν είχαν πια χρήματα να πληρώσουν το νοίκι και τους έδιωξαν. «Δεν είχαμε πού να πάμε. Δεν έχουμε λεφτά. Μείναμε στον δρόμο. Δεν έχουμε τίποτα, μόνο το παιδί μάς έμεινε. Εμείς είμαστε τελειωμένοι αλλά φύγαμε για εκείνο, για να του προσφέρουμε ένα μέλλον. Τι του προσφέρουμε; Τίποτα. Ο γιος μου κάθε τόσο με ρωτάει γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί δεν πάει σχολείο, γιατί κοιμόμαστε στον δρόμο. Δεν έχω τι να του απαντήσω. Κινδυνέψαμε στον πόλεμο. Κινδυνέψαμε για να φτάσουμε. Λέγαμε ότι ή θα τα καταφέρουμε ή θα πεθάνουμε στην προσπάθεια. Αλλά να φτάσεις εδώ με την ελπίδα να ξεκινήσεις μια καινούρια ζωή και να ζεις έτσι; Όχι! Φύγαμε για να γλιτώσουμε από το θάνατο, αλλά κι εδώ αργοπεθαίνουμε. Είναι σαν να είμαστε ήδη πεθαμένοι. Θέλαμε να φτάσουμε στην Γερμανία όπου έχουμε συγγενείς. Τώρα πια δεν μας νοιάζει. Μόνο να γλιτώσουμε από αυτήν την κατάσταση».
Μπροστά στο αδιέξοδο, οι περισσότεροι πρόσφυγες που διαμαρτύρονταν στο Σύνταγμα ζητώντας να τους δοθούν ταξιδιωτικά έγγραφα για «να συνεχίσουμε το ταξίδι μας με ασφάλεια και αξιοπρέπεια χωρίς το φόβο του θανάτου, της φυλακής και των εγκληματικών κυκλωμάτων», συμφώνησαν τελικά να κάνουν αίτημα ασύλου στην Ελλάδα. Δυνατότητα νόμιμης μετακίνησης στην Ευρώπη δεν υπάρχει. Όσοι έχουν κοντινούς συγγενείς σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα επιδιώξουν την οικογενειακή τους συνένωση, μέσα από τη διαδικασία ασύλου. Οι υπόλοιποι θα αναγνωριστούν και επίσημα ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, θα έχουν άδεια νόμιμης διαμονής και δικαίωμα να εργαστούν, όσο και αν το τελευταίο φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο αν όχι απίθανο στην πράξη. Τα ταξιδιωτικά έγγραφα του αναγνωρισμένου πρόσφυγα θα τους δώσουν τη δυνατότητα να επισκέπτονται άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι όμως να εγκατασταθούν σε αυτές.
«Δεν είμαστε τουρίστες. Πρόσφυγες του πολέμου είμαστε και θέλουμε η χώρα που θα μας δώσει άσυλο να μπορεί να μας συνδράμει να ξεκινήσουμε ξανά τη ζωή μας».
Αλλά η πίκρα της Ντίμα για την ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου δεν καταλαγιάζει: «Τι να τα κάνουμε τα ταξιδιωτικά έγγραφα για να επισκεπτόμαστε την Ευρώπη για ένα τρίμηνο; Δεν είμαστε τουρίστες. Πρόσφυγες του πολέμου είμαστε και θέλουμε η χώρα που θα μας δώσει άσυλο να μπορεί να μας συνδράμει να ξεκινήσουμε ξανά τη ζωή μας».