Γιώργος Τσιάρας
Του Γιώργου Τσιάρα
Έγραφα πριν από λίγες μέρες για τη σταδιακή «συμφιλίωση» της Κούβας με τις ΗΠΑ μετά από μισό και πλέον αιώνα άγριας ψυχροπολεμικής σύγκρουσης, και πόσο σημαντικό είναι για το ανταρτονήσι της Καραϊβικής να ξαναβλέπει τη σημαία της -τη σημαία του Χοσέ Μαρτί και του Μασέο- να κυματίζει στο κέντρο της Ουάσινγκτον.
Όμως το ρεπορτάζ ήταν λειψό – μέσα μου ήξερα καλά ότι αυτή είναι μόνο η μια πλευρά, η αισιόδοξη.
Η άλλη όψη του νομίσματος είναι πως η Κούβα που γνώρισα κι αγάπησα, η πεισματάρα Κούβα της αντίστασης, της αλληλεγγύης και της αντοχής στις στερήσεις και τον μακροχρόνιο αποκλεισμό που της επέβαλαν οι Δυνατοί, σύντομα δεν θα υπάρχει πια.
Γιατί μαζί με την αμερικανική σημαία υψώνεται πλέον στην Κούβα κι ένα άλλο λάβαρο, ακόμη ισχυρότερο – το λάβαρο του δολαρίου.
Και το δολάριο, όπως και το ευρώ στα καθ’ ημάς, είναι ιδεολογία από μόνο του, θρησκεία άκαμπτη και εκδικητική – και δεν παλεύεται εύκολα.
Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία, έλεγε ο πρόγονος – και οι Κουβανοί επαναστάτες είχαν και τα δυο. Μετά από τετρακόσια χρόνια σπανιόλικου ζυγού και 60 ακόμη χρόνια μαφιόζικης επικυριαρχίας των ΗΠΑ, οι «μπαρμπούδος» τού Φιντέλ πήραν τα βουνά στη Σιέρα Μαέστρα και νίκησαν -κόντρα σε όλα τα προγνωστικά- την αιμοσταγή, αμερικανοκίνητη χούντα του Φουλχένσιο Μπατίστα.
Πρωτοχρονιά του ’59 μπήκαν θριαμβευτές ο Φιντέλ κι οι αντάρτες σύντροφοί του, ο Καμίλο κι ο Τσε, στην Αβάνα.
«Κλαίγαμε όλοι σαν παιδιά. Ολα ήταν μπροστά μας, εμείς ελέγχαμε το πεπρωμένο μας. Γίνεται να πεθάνεις από ευτυχία; Ε, εγώ θα μπορούσα να πεθάνω εκείνη τη μέρα ευτυχισμένη», μου ‘λεγε σαράντα χρόνια αργότερα στο φτωχικό σαλόνι της στο Κόλι η Νίλντα, που τα παράτησε όλα για να βγει στο βουνό με τους πρωτοκαπετάνιους, και μιλώντας μου ξαναγινόταν θαρρείς για μια στιγμή είκοσι χρόνων.
Κι εγώ τη φανταζόμουν ξανά Πασιονάρια, με τα μαλλιά λυτά και το Μπράουνινγκ στη ζώνη και τα μεγάλα μαύρα μάτια της κάρβουνα αναμμένα, να ξεμπροστιάζει στο χλιδάτο φουαγιέ του «Hotel Riviera» τους δωσίλογους που δεν πρόλαβαν να φύγουν με τα αφεντικά για το Μαϊάμι. Και δάκρυζα μέσα μου για τις δικές μας χαμένες ευκαιρίες.
Η Νίλντα. Κι ο άντρας της ο Πέδρο, ο χημικός, που μου ‘λεγε για ώρες ιστορίες για τα χρόνια που δούλευε δίπλα στον Γκεβάρα στο υπουργείο Βιομηχανίας, στην Πλάσα Ρεβολουσιόν.
Ο Πέδρο, που αργοπέθαινε γιατί το εμπάργκο δεν επέτρεπε την εισαγωγή ενός συγκεκριμένου φαρμάκου της Pfizer. Του στέλναμε για χρόνια καρδιαγγειακά φάρμακα μέσω Καναδά και Μεξικού, εγώ κι ένας -άγνωστός μου, αλλά αδελφός στην ψυχή- Αμερικανός ξυλουργός από το Κεντάκι.
Κι η κόρη τους, που αν και κορυφαία χειρουργός που θα ‘βγαζε εκατομμύρια στο Αμέρικα, δεν έφυγε ποτέ, γιατί «εδώ είναι ο τόπος μου, εδώ είναι ο λαός μου, γι’ αυτούς παλεύω»…
Κι έμεινε. Με μόλις 35 δολάρια τον μήνα.
… Για μένα όμως, που ερωτεύτηκα αυτό το νησί όσο κανέναν άλλο τόπο, πλην της γενέθλιας γης, Κούβα είναι οι απλοί άνθρωποι – η Νίλντα και η οικογένειά της, ο Μπενχαμίν που μου ‘δειχνε χαμογελώντας την ουλή από τη ματσέτα που πήγε να τον σκοτώσει στην Ερυθραία, όπου πήγε να πολεμήσει για τη λευτεριά των άλλων, ο Χόρχε, που μικρό παιδί κρύφτηκε σ’ ένα αρδευτικό κανάλι για να γλιτώσει από τα βομβαρδιστικά στον Κόλπο των Χοίρων.
Ο «μπαμπαλάο» Πέδρο Γκαρσία, που διάβαζε το μέλλον στα όστρακα και προσευχόταν στους Αφρικανούς θεούς του, τον Τσαγκό και τη Γιεμαγιά, να γιατρέψουν τα πάθη των αμέτρητων «βαφτισιμιών» του.
Η γλυκιά αλλά ζόρικη Μιρέλι, η μαύρη χορεύτρια με το φιδίσιο κορμί, που την παράτησε ο πρώτος της άντρας για να φύγει με σχεδία στο Μαϊάμι, και λίγα χρόνια αργότερα παράτησε με τη σειρά της σύξυλο στο Νότιγχαμ τον δεύτερο σύζυγό της, έναν Εγγλέζο που την παντρεύτηκε από καπρίτσιο και νόμιζε πως θα την αγόραζε με τις στερλίνες του, ο «cabron», ο «comepinga»!
Αλλά και τα πιτσιρίκια που μαζεύονταν τα απογεύματα στο σπίτι της Γιαϊλίν, το μόνο στη γειτονιά που είχε έγχρωμη τηλεόραση, και χόρευαν σάλσα μέχρι να πέσουν κάτω εξαντλημένα.
Τον γιατρό, που ήρθε με το ποδήλατο στο φτωχόσπιτο στην άκρη της ζούγκλας, για να θεραπεύσει χαμογελαστός τον στομαχόπονο ενός παιδιού.
Την κοριτσοπαρέα που, όταν ο φραγκάτος ξάδελφος από την Αμερική έστειλε στη μια τους -Μάρτα την έλεγαν θαρρώ- δώρο μια κοκκινόξανθη χρωμοβαφή, έβαψαν η καθεμιά τους από μια τούφα, για να φτάσει για όλες…
Η άλλη όψη
Εχω δει όμως, στα διαδοχικά ταξίδια μου, και την Κούβα που έρχεται – την Κούβα του δολαρίου, των τουριστικών «υπηρεσιών» και του υφέρποντος καταναλωτισμού της ιδιωτείας.
Για να επιζήσει «en los narices del imperio», γαλατικό χωριό μέσα στα ρουθούνια της αυτοκρατορίας, η Κούβα αναγκάστηκε να προσδεθεί στο άρμα της ΕΣΣΔ, εφαρμόζοντας έναν ιδιότυπο «σοσιαλισμό των τροπικών»: όταν όμως απογαλακτίστηκε βίαια, στην «ειδική περίοδο» των αρχών της δεκαετίας του ’90, έπεσε στη χώρα μαύρη πείνα.
Κι ο Φιντέλ, ο αστός επαναστάτης που το ’60 έγινε κομμουνιστής από ανάγκη, άφησε λίγο λίγο κατά μέρος τον διαλεκτικό υλισμό και τις θεωρίες και πέρασε, σαν τόσους και τόσους πριν και μετά από αυτόν, στον… διαλλακτικό υλισμό της επιβίωσης, ανοίγοντας προσεκτικά τις πόρτες στις ξένες εταιρείες και τους τουρίστες.
Η ζήτηση, όμως, έφερε και την προσφορά – την πορνεία, το λαθρεμπόριο, την κυβερνητική διαφθορά.
Τα κορίτσια που με κυνηγούσαν στην Αβάνα Βιέχα και «κάθονταν» για 10 δολάρια στον κάθε λευκό πορνόγερο.
Τον αλκοολισμό, τις μαφίες, τα ναρκωτικά. Χρόνο με τον χρόνο οι «παραχωρήσεις» προς το καπιταλιστικό σύστημα -και οι εσωτερικές ανισότητες- μεγάλωναν.
Πόσο να αντέξει μόνος του κι αυτός ο έρμος λαός, κολλημένος στην «αξιοπρέπεια» της φτώχειας;
Και σήμερα, είκοσι χρόνια μετά το πρώτο δειλό άνοιγμα, η διαδικασία αυτή φτάνει τώρα, με την «επαναπροσέγγιση», στη νομοτελειακή κορύφωσή της.
Σκληρός θεός η ελευθερία, αδιάλλακτη, ανικανοποίητη: θέλει θυσίες συχνές, θέλει στερήσεις.
Δεν αποκτιέται με τα ψέματα, ούτε μπορείς να την κοροϊδέψεις με νούμερα, υποσχέσεις και στρεψοδικίες. Μόνο στην ανάγκη υποτάσσεται, σαν όλους τους θεούς.